frear

Για τον θεό Πάνα της Αργυρώς Λουλαδάκη – γράφει ο Γιώργος Ανδρειωμένος

Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΑΝΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΤΟΥ ΟΨΙΜΟΥ 19ου ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΔΕΚΑΕΤΙΩΝ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ

Αργυρώ Λουλαδάκη, Ο θεός Πάνας στην Ελληνική Ποίηση της Παρακμής. Όψεις ενός Μυθολογικού Συμβόλου στο έργο του Παλαμά, του Σικελιανού και άλλων λογοτεχνών του Μεσοπολέμου, [Θεσσαλονίκη – Αθήνα:] Εκδόσεις Δαιδάλεος [2021], σελ. 123+3.

Μια από τις γνωστότερες (και πιο αμφιλεγόμενες ως προς την καταγωγή, τις ιδιότητες και συμπεριφορές) φιγούρες της αρχαιοελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας υπήρξε θεός Παν, γνωστός και με το προσωνύμιο Νόμιος, ο οποίος απεικονιζόταν γενειοφόρος, με μακριά-μυτερά αυτιά και κέρατα επί της κεφαλής, με ουρά και με πόδια τράγου στα κάτω άκρα. Η παρουσία του παρέπεμπε στην ίδια τη Φύση, στο ειδυλλιακό περιβάλλον που συνδέεται με αυτήν, στα παιχνιδίσματα εντός της και συνοδευτικά στην ερωτική διάθεση (μολονότι οι προσωπικές ερωτικές του περιπέτειες δεν στέφονταν, συνήθως, από επιτυχία, σύμφωνα με τις σχετικές παραδόσεις). Προστάτης των κοπαδιών και των κτηνοτρόφων, του κυνηγιού και της αλιείας, καθώς και της μελισσοκομίας και, εν προεκτάσει, της χαράς της ζωής, συνδέθηκε με τη γενετήσια ισχύ, συντροφεύοντας άλλοτε τον Διόνυσο, τον Απόλλωνα (ή, δευτερευόντως, την Αθηνά) και άλλοτε τις Ώρες, τις Νύμφες και τις θεότητες των δασών. Επακόλουθο των ανωτέρω ήταν να ταυτιστεί περιστασιακά με τη μουσική, το τραγούδι και την ευωχία του γλεντιού, τη μαντική τέχνη και την ερωτική ορμή.

Η δε ετυμολογία της ονομασίας του δεν βρίσκει όλους τους ειδικούς σύμφωνους, αφού άλλοι την συσχετίζουν με τη ρίζα -πα και τα ρήματα πάομαι [=κατέχω, αποκτώ] και pasco [=ποιμαίνω, προστατεύω, αλλά και τρέφω, καλλιεργώ], άλλοι με το σανσκριτικό παβάνα [=άνεμος] και άλλοι με τον επιθετικό τύπο παν που προφανώς παραπέμπει στο σύμπαν, ενώ με το όνομά του, τα μορφικά του χαρακτηριστικά και την εν γένει στάση του ταυτίστηκε και η λέξη πανικός, μιας και η παρουσία του ενέπνεε συχνά τρόμο. Η λατρεία του υπήρξε αρκετά διαδεδομένη, ιδίως ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα, με επίκεντρο το Λυκαίον Όρος στην Αρκαδία, αλλά και την Αττική, τη Βοιωτία, τη Μακεδονία, τη Θάσο, τη Σκύρο, την Κρήτη, τη Λέσβο, την Κω, την Κεφαλονιά, την Κιλικία, τη Ρώμη, την Καλαβρία, την Αλεξάνδρεια κ.α.

Πολλές, τέλος, υπήρξαν οι ζωγραφικές απεικονίσεις του και οι αναπαραστάσεις του σε γλυπτά, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιβίωσή του Πανός στην αρχαιοελληνική, ελληνιστική, μεσαιωνική, αναγεννησιακή και νεότερη ευρωπαϊκή γραμματεία και τέχνη, ιδίως από τα χρόνια του Ρομαντισμού και του επακόλουθου Παρνασσισμού και Συμβολισμού κ.εξ., όπως, μεταξύ άλλων, έχουν δείξει η Patricia Merivale, στο θεμελιακό ως προς το θέμα αυτό βιβλίο της, Pan the Goat-God: his Myth in Modern Times (Cambridge Mass.: Harvard University Press 1969 [Harvard Studies in Comparative Literature, 30]) ή ο Paul Robichaud, στο εντελώς πρόσφατο πόνημά του, Pan: The Great God’s Modern Return (London: Reaktion Books 2021). Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηριχθεί ότι κάθε εποχή διαμορφώνει τη δική της εκδοχή για τη συγκεκριμένη θεότητα, που πάντοτε, ωστόσο, φέρει τις απηχήσεις της ελληνικής της προέλευσης: εξαιτίας της διπλής φύσης του Πανός, το ανθρώπινο είδος συνδέεται άμεσα με το ζωικό βασίλειο και ο εν λόγω μυθικός θεός είναι, κατά περίπτωση, φορέας γονιμότητας και αναζωογόνησης ή πηγή κινδύνων, πανικού και αποσταθεροποίησης – δεδομένα που προξενούν αμφίθυμα συναισθήματα στους ενασχολούμενους με αυτόν.

Με τον ίδιο τρόπο, ο Παν αποτέλεσε σημείο αναφοράς και για ορισμένους Νεοέλληνες λογοτέχνες, από τον ύστερο 19ο αιώνα και εντεύθεν, με κομβικούς σταθμούς, κατά μείζονα λόγο, τον Κωστή Παλαμά, τον Άγγελο Σικελιανό και τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ο οποίος φτάνει στο σημείο, στον Μεγάλο Ανατολικό του, να αναφωνήσει ότι «η επίσημος θρησκεία ήτο η του Πανός» (βλ. λ.χ. Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός. Ανθολόγιο, ανθολόγηση, εισαγωγή και επιμέλεια Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα 2018, σ. 537). Η σχέση δε αυτή έχει απασχολήσει την προγενέστερη κριτική (όπως, μεταξύ πολλών άλλων, δείχνουν τα βιβλία του Αντρέα Κ. Φυλακτού, Ο μύθος και η λύρα: ο αρχαιοελληνικός μύθος στον «Λυρικό Βίο», Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη 2002 και Ο Εμπειρίκος συνομιλεί με τον Σικελιανό. Συμβολή στη μελέτη των πηγών και της ποιητικής του Ανδρέα Εμπειρίκου, Λευκωσία: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κύπρου 2012 ή το πυκνογραμμένο άρθρο του Παντελή Μπουκάλα, «Ο Εμπειρίκος, ο Σικελιανός και ο Παλαμάς», εφημ. Η Καθημερινή, 17 Ιουλίου 2001).

Μέρος αυτού του λογοτεχνικού corpus επιχειρεί να συζητήσει και να αναδείξει η φιλόλογος Αργυρώ Λουλαδάκη, ζώντας και διδάσκοντας στην πόλη των Χανίων, έχοντας πρωτύτερα παρακολουθήσει συστηματικές προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές που οδήγησαν στη λήψη διδακτορικού τίτλου, εκδίδοντας παράλληλα ποιητικές συλλογές και δημοσιεύοντας σειρά μελετών και δοκιμίων. Στο οκτώ τυπογραφικών φύλλων μικρού σχήματος νέο βιβλίο της, Ο θεός Πάνας στην Ελληνική Ποίηση της Παρακμής, η συγγραφέας αποπειράται να μελετήσει πώς χρησιμοποιείται η συγκεκριμένη θεότητα ως μυθολογικό σύμβολο στο έργο αρκετών Νεοελλήνων δημιουργών, πεζογράφων και (κατεξοχήν) ποιητών, από τη λεγόμενη γενιά του 1880 ίσαμε την περίοδο του Μεσοπολέμου, διαρθρώνοντάς το, αρχικά, σε συνοπτικές προλογικές και εισαγωγικές επισημάνσεις (σσ. 7-12 και 15-21, αντίστοιχα), προχωρώντας ακολούθως σε κάποιες διαπιστώσεις για την παρουσία του Πανός στην ευρωπαϊκή και ελληνική πεζογραφία της περιόδου (σσ. 23-36 και 36-61, αντίστοιχα) και ολοκληρώνοντας με την εξέταση της εικόνας του εν λόγω μυθικού θεού στην ελληνική ποίηση της εποχής κάνοντας ιδιαίτερο λόγο για την τύχη του σε έργα συμβολιστών ποιητών (σσ. 63-98 και 98-114). Επιπροσθέτως, η όλη εργασία υποστηρίζεται από ικανή βιβλιογραφία (σσ. 115-123), η οποία παρατίθεται αλφαβητικά (παραδόξως με βάση το βαπτιστικό και όχι το επώνυμο του εκάστοτε λήμματος), και τα στοιχεία της εικονογράφησης του βιβλίου (σ. 123).

Η Λουλαδάκη επισημαίνει εν πρώτοις τη μακρά διαδρομή του Πανός, μέσω των μύθων και της λογοτεχνίας, ως αρχετυπικού συμβόλου «του γενετήσιου ενστίχτου και της γονιμότητας», επικεντρωνόμενη ταυτόχρονα στις πολλαπλές ιδιότητές του, στους χώρους και στους τύπους της λατρείας του, στον κατά Πλούταρχο θάνατό του και στην επακόλουθη θεώρησή του ως «θνητής δαιμονικής οντότητας» από τους χριστιανούς και στη σύνδεσή του με την έννοια του πανικού. Εν συνεχεία προβαίνει σε ενδιαφέρουσα επισκόπηση αναφορών στον συγκεκριμένο μυθικό θεό, κυρίως με βάση την προαναφερθείσα μελέτη της Merivale η οποία επισημαίνει την αναζωπύρωση της προτίμησης σε αυτόν, στην αμερικανική και αγγλική λογοτεχνία της περιόδου 1890-1916, σε συνάρτηση και με τις φιλοσοφικές ιδέες της ίδιας εποχής (και ιδιαιτέρως του Νίτσε, του Φρόιντ και του Μπερξόν), εστιάζοντας στη νουβέλα Ο Παν του Knut Hamsun –μεταφρασμένη στα ελληνικά από τον Παύλο Νιρβάνα στις αρχές του 20ού αιώνα και η οποία θυμίζει αντιλήψεις που διαχέονται στο έργο ρομαντικών ποιητών όπως οι Coleridge και Wordsworth– καθώς και σε έργα των Kenneth Grahame, James Stephens και D. H. Lawrence. Σε αυτά, προβάλλουν δύο όψεις του Πανός: αυτή της «μοχθηρής» θεότητας, που σκορπίζει τον φόβο, και εκείνης του «καλοκάγαθου» θεού που αγαπά τις χαρές της ζωής.

Ακολούθως, η Λουλαδάκη επιχειρεί να καταδείξει κοινά χαρακτηριστικά της συζητούμενης μορφής του Πανός με τον κεντρικό ήρωα-βοσκό Αγρίμη, στο παπαδιαμαντικό διήγημα «Θέρος-έρος» (του 1891), τον δύσμορφο Λούμα που πρωταγωνιστεί στο διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά, «Όταν σκάνε τα λουλούδια» (του 1913) και τον Μαλέα που είναι ένα από τα βασικά πρόσωπα στο αφήγημα «Ο αγριότραγος» του ίδιου συγγραφέα (από τη συλλογή Διωγμένη αγάπη, του 1923), τον Θύμιο του διηγήματος «Ο Βοϊδάγγελος» του σκαριμπικού Καϋμοί στο Γριπονήσι (1930) και το «εξαίσιο τέρας» της μυθιστορίας Θείο Τραγί (επίσης του Γιάννη Σκαρίμπα, 1931) ή τον Τσαλέκο που σκιαγραφεί ο Στράτης Μυριβήλης στη νουβέλα του, Ο Παν (1946). Παρότι, όπως παραδέχεται η συγγραφέας (σσ. 60-61), οι πιο πάνω αναφορές της είναι ενδεικτικές και δεν εξαντλούν την παρουσία του Πανός στη νεοελληνική πεζογραφία από τα τέλη του 19ου ίσαμε τα μέσα του 20ού αιώνα, οφείλει ο καλόπιστος αναγνώστης να παραδεχθεί ότι οι αναγνώσεις της είναι ερεθιστικές μεν αλλά προσεκτικά και με ευαισθησία διατυπωμένες. Και ως προς τούτο, καλό θα ήταν να επανέλθει στο μέλλον με μιαν αντίστοιχη μελέτη του συγκεκριμένου πεδίου, πιο ολοκληρωμένη και συνθετική, λαμβάνοντας υπόψιν και ηθογραφικού τύπου πεζογραφήματα που συνεχίζουν να γράφονται και κατά τις επόμενες δεκαετίες (η ίδια μνημονεύει το μυθιστόρημα Ο Ντελικανής του Μανώλη Σκουλούδη [1974]).

Προσεκτική είναι, επίσης, η Λουλαδάκη σε όσα γράφει σχετικά με την εμφάνιση του Πανός στην ελληνική ποίηση στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Στην οικεία περιδιάβασή της, στέκεται σε μια σειρά από χαρακτηριστικά παραδείγματα: στη μετάφραση αποσπάσματος από το α΄ ειδύλλιο του Θεοκρίτου, που αναφέρεται στον εν λόγω μυθικό θεό και εκπονείται από τον Κώστα Πασαγιάννη (το 1896)· στο υπέροχο ποιητικό «Ειδύλλιο» του Λορέντζου Μαβίλη (του 1891) που καταλήγει: Έλ’, αγάπη μου, γλυκά ν’ αναπαυθούμε / Δω σιμά ’ς τη νερομάνα· / Γύρ’ εδώθε, λυγερή, να φιληθούμε, / Αλλ’ αγάλια, μην ξυπνήσουμε τον Πάνα!· στο «Άσμα ΣΤ΄» από τη συλλογή Ύμνος εις την Αθηνάν (1889), στο ποίημα «Ουράνια» (άσμα 17) από τους Ιάμβους και Αναπαίστους (1897) (όπου, σύμφωνα με το ιδεώδες του μεγαλοϊδεατισμού της εποχής διαβάζονται στίχοι όπως οι ακόλουθοι: Η αρχαία ψυχή ζη μέσα μας / αθέλητα κρυμμένη, / ο Μέγας Παν δεν πέθανεν, / όχι ο Παν δεν πεθαίνει!), στο πεζογράφημα «Πώς μεταμορφώθηκε ο Σάτυρος» (1900), στο ποίημα «Η απόκριση» από την Ασάλευτη Ζωή (1904), στον «Λόγο Ε΄ – Ο θάνατος των Αρχαίων» από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου (1907), όπου Το μεγάλο Πάνα ολόχαροι / ξαναπροσκυνούν οι αιώνες, στο ποίημα «Ο Σάτυρος ή το γυμνό τραγούδι» από τη συλλογή Η Πολιτεία και η Μοναξιά (1912) και σε στίχους από τα Δεκατετράστιχα (1919) του Κωστή Παλαμά· σε σειρά ποιημάτων του Άγγελου Σικελιανού, που έχει εντοπίσει ο Αντρέας Φυλακτού στην προαναφερθείσα εργασία του, Ο μύθος και η λύρα…, καθώς και στη διάλεξη του ίδιου ποιητή που δόθηκε το 1909, με τίτλο «Παν ο Μέγας», και ανέδειξε η Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια στο βιβλίο της, Άγγελος Σικελιανός, βαθμίδες μύησης, Αθήνα: Πατάκης 2002, σσ. 47-65· στα πρώιμα ποιήματα του Κώστα Βάρναλη, «Χαιρετισμός στον Πάνα» (1907) και «Ο χορός του Πανός και της Οπώρας» (1915) και ο «Πανικός» (από τους Σκαραβαίους του Ιωάννη Γρυπάρη) που ήδη έχουν συσχετιστεί με τις αντίστοιχες αντιλήψεις του Σικελιανού και πάλι από τον Φυλακτού· και τέλος στο ποίημα «Αιγιπάν» του Σωτήρη Σκίπη (1924). Στις συνθέσεις αυτές ξεπροβάλλουν πολλές από τις προαναφερθείσες ιδιότητες του Πανός, προεξαρχουσών εκείνων που παραπέμπουν σε θετικά (πρωτίστως ειδυλλιακά και μυστικιστικά) χαρακτηριστικά του ή επαναφέρουν την εν λόγω μυθική θεότητα ως ενθύμηση του αρχαίου κόσμου στα εθνικά συμφραζόμενα της περιόδου.

Ανάλογου ενδιαφέροντος είναι και οι αναφορές στον Πάνα σε συνθέσεις Ελλήνων ποιητών που κινούνται στο πλαίσιο του Συμβολισμού, όπως οι Jean Moréas [=Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος], Μιλτιάδης Μαλακάσης, Τέλλος Άγρας (ο οποίος επίσης έχει συσχετιστεί από τον Φυλακτού με τον Σικελιανό), Κώστας Ουράνης και Λάμπρος Πορφύρας. Εδώ, όπως σημειώνει η Λουλαδάκη κατακλείοντας, οι μνείες στον μυθικό τραγοπόδαρο θεό επικεντρώνονται σε λέξεις-κλειδιά «που σχετίζονται με τη μουσική αντίληψη της πραγματικότητας». Επιπροσθέτως, παρατηρεί πως, μολονότι ο Παν «εμφανίζεται ως σύμβολο του αρχαίου παγανιστικού κόσμου, το αίσθημα της έκπτωσης και της φθοράς, που αντανακλά την αίσθηση του “fin de siècle”, κυρίαρχη στη συμβολιστική ποίηση του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, δεν παύει να περιβάλλει τη μορφή του» (σ. 114). Ίσως θα έπρεπε αυτή η τελευταία διαπίστωση να αναδειχθεί ακόμη πιο πειστικά στη συζητούμενη μελέτη – όπως περαιτέρω συζήτηση απαιτούν οι όροι Παρακμή (μιας και στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων ο όρος σταδιακά ιδεολογικοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από μέρος της κριτικής με πολιτικά κριτήρια για μεγάλο χρονικό διάστημα) και Μεσοπόλεμος του τίτλου του βιβλίου (αφού ικανό μέρος του υλικού δεν εμπίπτει στη συγκεκριμένη περίοδο).

Συμπερασματικά, η εργασία αυτή της Λουλαδάκη χαρακτηρίζεται από ερμηνευτική ευαισθησία, σχετική βιβλιογραφική τεκμηρίωση, σαφήνεια στη διατύπωση και προσεκτική επιχειρηματολογία. Θα άξιζε, στ’ αλήθεια, τον κόπο να επεκταθεί στο μέλλον συζητώντας πρόσθετο υλικό (και από μεταγενέστερους, ξένους και Έλληνες, δημιουργούς που αναφέρθηκαν στον Πάνα), ώστε να αποκτήσει ο αναγνώστης πληρέστερη και εναργέστερη εικόνα του θέματος – αντίστοιχη εκείνης των μνημονευθεισών εργασιών της Merivale και του Robichaud, μιας και η λογοτεχνική και καλλιτεχνική επιβίωση του Πανός συνεχίζει να κεντρίζει το ενδιαφέρον της ερευνητικής κοινότητας.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Peter Paul Rubens. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη