Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Ο δύσκολος θάνατος, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2007.
Η μοναξιά στην ποίηση του Ασλάνογλου πρέπει να αναγνωσθεί σε δύο επίπεδα: των έμψυχων και των άψυχων όντων. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο και τα ερωτικά εξιδανικευμένα πρόσωπα που το περιτριγυρίζουν, το ανέφικτο της σχέσης τους και η σταδιακή απομάκρυνσή τους. Στη δεύτερη, όλα τα υλικά αντικείμενα που διατρέχουν τα ποιήματά του και που χαρακτηρίζονται οπωσδήποτε από δύο ιδιότητες: την ερημιά και τη στασιμότητα.
Ξεκινώντας από τη δεύτερη κατηγορία, οι έρημοι δρόμοι δίνουν τη θέση τους στην ασάλευτη νύχτα και σε έναν κόσμο εγκατάλειψης: στην «αγέλαστη εργατούπολη» και στο παλιό λιμάνι με την άδεια προκυμαία. Οι νεκρωμένες πλατείες εναλλάσσονται με τη σιωπή των δέντρων που καταλήγουν στη θάλασσα, με το γυμνό δωμάτιο. Τραπέζια και καρέκλες μονίμως στην ίδια θέση, ακίνητα και φθαρμένα. Στη συνέχεια αυτή η ερήμωση προχωράει πιο βαθιά, διαρρηγνύει τον πυρήνα της πόλης, ταρακουνά τα λιμνάζοντα ύδατά της. Σκαρφαλώνει μέχρι τους στρατώνες, στο μισοσκόταδο των κινηματογράφων, στο πρατήριο βενζίνης, στις βιτρίνες των νεωτερισμών. Λες και θέλει να εδραιωθεί στο διηνεκές, είναι τόσο στέρεα και ακλόνητη, σχεδόν αμετακίνητη. Διαποτίζει με θλίψη όλες τις λέξεις (ποιητικές και μη), φτάνει μέχρι τη βορινή Γαλλία και τη ρημαγμένη Κοπεγχάγη, μέχρι τους θαλάμους των νοσοκομείων και τα ντοκ των λιμανιών. Κι όταν βραδιάζει, επελαύνει ο μαρτυρικός θάνατος των πραγμάτων και των ποιητικών συμβόλων. Η πολυκατοικία άδεια, ασυνάρτητη και ανέραστη, ο αυτοκινητόδρομος «γέμισε πικρά ολομόναχα φώτα». Τα συνοικιακά φροντιστήρια, «πίσω από μάντρες και εργοτάξια», η ολονύχτια βάρδια της φάμπρικας, τα ασθμαίνοντα τρένα. Μια λιτανεία ακαθόριστων αντικειμένων, μέσα σε παραισθήσεις και αυταπάτες, ξεχύνεται στις αρτηρίες της πολιτείας ή εγκλωβίζεται στην ακινησία του δωματίου: πνίγεται στη μουσκεμένη άσφαλτο και στη σκόνη των επίπλων. Ένας μυστικός δείπνος σκοτωμένων νοημάτων που κάποτε υπήρξαν κυρίαρχα και τώρα θυμίζουν σκουριασμένα μηχανήματα ενός εγκαταλελειμμένου εργοστασίου. Αλλά και στην επαρχία η ίδια αποπνιχτική ατμόσφαιρα, το ίδιο μοτίβο της ματαίωσης. Βέροια, Ελασσόνα, Δράμα –«πόλεις κλειστές ανάμεσα σε υψώματα, πόλεις κλειστές σαν περιβόλια». Τα εκκοκκιστήρια με την υπόκωφη βοή, σύμβολα του πιο σκληρού αποχωρισμού. Τοπία συννεφιασμένα, εν δυνάμει νεκρά.
Κι αν μεταφερθούμε στην πρώτη κατηγορία των έμψυχων όντων, εδώ οι καταστάσεις γίνονται ακόμα πιο επώδυνες. Το ποιητικό υποκείμενο βιώνει στο πετσί του μια μη αναστρέψιμη μοναξιά που ανιχνεύεται σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας: όχι μόνο μέσα στο υγρό δωμάτιο, αλλά και έξω, στην αποτυχημένη προσπάθεια επικοινωνίας με τους άλλους. Εδώ η ερωτική προσδοκία συνεχώς ματαιώνεται, μοιάζει με πλατωνική μονόπλευρη επιθυμία, χωρίς ανταπόκριση. Μένει μόνο στο κοίταγμα, στο βλέμμα, φοβάται ή δεν μπορεί να προχωρήσει στην ολοκλήρωση. «Χρόνια αγάπης νεκρής», σαν ταξιδιώτης απ’ τον Βορρά που ήρθε ένα καλοκαίρι και μετά έγινε μνήμη. Ένας δύσκολος θάνατος μορφών που χάθηκαν χωρίς να αφήσουν κάποιο χειροπιαστό στίγμα, που δεν έμεινε τίποτα από το πέρασμά τους παρά μόνο «η μοναξιά δίπλα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου». Είναι πρόσωπα ακατάληπτα και μαρτυρικά που γρήγορα γίνονται στάχτη, είναι πρωτίστως ο θάνατος του Μύρωνα, η οριστική φυγή του Γιώργου, του Δημήτρη, του Βαγγέλη.
Κατά την επιστροφή στο σπίτι, το δωμάτιο ανακηρύσσεται σε σύμβολο καφκικής αποξένωσης: οι τοίχοι, τα παράθυρα, τα τζάμια, όλα συνηγορούν σε αυτό και μεταμορφώνονται σε σιωπή, σε απόλυτο σκοτάδι μη διαχειρίσιμο. Η αυτοαναφορικότητα κορυφώνει το δράμα, η χρήση του πρώτου ενικού προσώπου εναλλασσόμενου με το δεύτερο στο ίδιο ποίημα, είναι εξόχως αποκαλυπτική: /περίλυπος είμαι μέχρι θανάτου/…/περνάς τώρα εσύ/και μου θυμίζεις το χτύπο της φλέβας στον καρπό/. Η αιωνιότητα ακίνητη, καμιά φωνή δεν ακούγεται: /ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη. Ακόμα μια νύχτα/κάτω από τους ίδιους αστερισμούς/. Και μετά «ο εφιάλτης πως κάποτε θα ξυπνήσουμε μη έχοντας τίποτε να πούμε» και η αγωνία του τέλους. Όλος ο κόσμος του λοιπόν, ένα δωμάτιο με βαρύ απολογισμό: «Άγρια μοναξιά τα χρόνια που έφυγαν με είχανε ποτίσει». Και σαν ύστατη διέξοδο καταφεύγει «στη θρυμματισμένη θύμηση», μα δεν παίρνει καμιά απόκριση, μονάχα ερείπια και πέτρες. Η ζωή του μια σκηνοθεσία ένοχης απραξίας, μια παράξενη επιμονή να καταναλωθεί σε τυφλά ομοιώματα, φιλάσθενα και γερασμένα. Γίνεται εμπρηστής της τελευταίας άνοιξης και κατεδαφιστής του καλοκαιριού.
Ακόμα κι οι εποχές του χρόνου αποκτούν μια ιδιάζουσα ψυχολογική εξάρτηση. Τις προσαρμόζει στον εσωστρεφή χαρακτήρα του και τις βιώνει πάντα ως απώλεια στιγμών και προσώπων. Η άνοιξη κομίζει τη σιωπή αντί για την ελπίδα, στα φθινοπωρινά ξενοδοχεία επιζούν τα πεθαμένα αισθήματα, οι χειμώνες στην επαρχία βροχεροί και αξόδευτοι. Το μεγαλύτερο όμως βάρος πέφτει στα καλοκαίρια, που του παρέχουν μια ανεξάντλητη ποιητική έμπνευση. Το σκηνικό παραμένει σκοτεινό, οι θάλασσες και οι «ακρογιαλιές δεν υποφέρονται». Μονάχος του νυχτώνει γράφοντας «Ποιήματα για ένα καλοκαίρι», συνομιλώντας με ναυαγισμένους ήλιους, βγαίνοντας στη βεράντα του Αυγούστου να ατενίσει το παρελθόν. Ο ουρανός μια κατασκήνωση ανέφικτων ερώτων, μια αναπόληση της παιδικής ηλικίας. Κι όταν «μέσ’ απ’ τα δάχτυλα φεύγει το καλοκαίρι και φυλλοροεί», απομένει ακόμα πιο μόνος, ασάλευτος, κοιτάζοντας αμήχανα τη θάλασσα.
Η “ars poetica” είναι για αυτόν μια άσκηση ελευθερίας, μικρές χαραμάδες στην ασήμαντη ζωή του. Τα ποιήματά του θέλει να είναι αχτένιστα και αδέσποτα, επιδιώκει να έχουν αποδέκτη ένα ερωτικό σώμα, και συνεχώς εκεί εστιάζεται η γραφή του. Αν και γνωρίζει καλά ότι /η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή/…/καθυστερεί τη μεταμόρφωση/κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη/.
H μοναξιά λοιπόν στο έργο του Ασλάνογλου είναι πανταχού παρούσα, κραυγάζει να ακουστεί, σιωπά όταν μιλάνε οι άλλοι. Είναι σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες, ένας καθημερινός αγώνας επιβίωσης. Βρίσκεται μέσα στα ποιήματα και έξω από αυτά. Στην ασυναρτησία της νύχτας, στους ξεμοναχιασμένους δρόμους, στην αταξία του σύμπαντος. «Όταν οι άλλοι… ετοιμάζονται το βράδυ να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες αδιάφθορες». Είναι η μοναξιά των ανθρώπων που πλημμυρίζει τους δρόμους, είναι και το δωμάτιο του ποιητή με τα λιγοστά έπιπλα «σχεδόν ξοδεμένα μες στη σιωπή και μες στη σκόνη». Το σκηνικό αυτό επιτείνει η ομίχλη στο αεροδρόμιο της Μίκρας, η θρυμματισμένη μουσική που ακούγεται και οι προβολείς που φωτίζουν το στόμα, τα μαλλιά, το σώμα. «Αλλάζουν όλα όψη, εξωραΐζονται και ντύνονται το άλλο φως, το πιο δικό μας». Η ποίησή του είναι μουντά περίκλειστα τοπία και προεξαγγελτικός θάνατος, είτε του ίδιου είτε άλλων προσώπων: /μια αρρυθμία στο μυαλό και στην καρδιά/και μια αίσθηση ότι σε λίγο θα πεθάνω/με οδήγησαν σε γνώριμα κλειστά τοπία/ όπου ο «φυματικός και συνταξιούχος έμπορας με το σκυλί του, ο κυρ-Κοσμάς, κρεμάστηκε στα δέντρα αυτά του κήπου». Είναι οι ατημέλητες αίθουσες χορού, τα ερωτευμένα σιντριβάνια, μα προπάντων η χωρίς επιστροφή φυγή αγαπημένων προσώπων. Γι’ αυτό και η εναγώνια παράκληση «Αφήστε με πια να πεθάνω» θα ηχεί σαν μια ευκταία λύτρωση από την απομόνωση των «κρατητηρίων» της ψυχής του.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]