Πασχάλης Κατσίκας, Το κοιμώμενο τσίρκο, Εξιτήριον, Αθήνα 2021.
Ο Πασχάλης Κατσίκας, στην ποιητική συλλογή με τίτλο Το κοιμώμενο τσίρκο, περιδιαβαίνει την ανθρωπογεωγραφία της ιστορίας μέσα από εξαντλητική ανάλυση αιτιών, στάσεων και θέσεων που καθιστούν τον παράγοντα «άνθρωπο» πολιτιστικό προϊόν σε τεχνητή βάση αξιολόγησης. Το ίδιο το δρων υποκείμενο εξελίσσεται μέσα από έναν κόσμο μαζικής στασιμότητας. Αλλαγές στη μορφή, αλλά όχι στο περιεχόμενο. Μεταβολές στην υιοθέτηση της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά πλήρης άγνοια της ταυτότητας αυτής. Μια δαρβινικού τύπου εξωτερίκευση της πρωτόγονης φύσης, ενδεδυμένης με τα πλέον κοσμοκρατορικά τεχνάσματα της πρόσοψης του πολιτισμού. Ο ποιητής δεν καταγράφει απλώς τις νόρμες της κοινωνικής αναπαραγωγής. Εξάλλου, θέτει το ζήτημα της αυτονομίας του ατόμου μέσα σε ένα περιστρεφόμενα αυτοματοποιημένο σύνολο προτεραιοτήτων, αποτυπώνοντας στο μεγαλείο της υποκρισίας την ανεδαφική προέκταση ερμηνείας του γύρω μας κόσμου, από το συλλογικό γίγνεσθαι. Δεν καταγράφει, λοιπόν, απλώς τις νόρμες κοινωνικής αναπαραγωγής, αλλά εξετάζει ενδελεχώς το πεδίο αναφοράς του ιδίου προς τον εκάστοτε «άλλο», το τρίτο πρόσωπο της κατώτατης βαθμίδας κοινωνικής ιστορίας. Με άλλα λόγια, ο ποιητής μεταπλάθει στον συνομιλητή (βλ. αναγνώστη) την αποσύνθεση των δομικών στοιχείων της βιωμένης εμπειρίας. Προτού καταλήξει στο άτομο, ως μονάδα ύστατης ανακατεύθυνσης, επεξεργάζεται τις αιτίες, υλικές και μη, μέσα από τις οποίες διαμορφώνεται το ζήτημα της ηθικής, συλλογικής και ατομικής. Πάντα υπό τον μανδύα της αντικειμενικής προσέγγισης, επεμβαίνει στην υποκειμενική θεώρηση των πραγμάτων.
Σε αυτό το στάδιο πρόσληψης της κινητικότητας των κοινωνικών αποτελεσμάτων ο ποιητής διαρρηγνύει το πέπλο της απομάγευσης μέσα από τον «υποβιβασμό» της ζωής στην αυταπόδεικτη αλήθεια, η οποία, ωστόσο, μοιάζει τόσο απομονωμένη μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Επρόκειτο για τον θάνατο ως σηματοδότηση της εργαλειακής χρήσης των κοινωνικών ρόλων και ιδιοτήτων. Ο θάνατος δεν ορίζεται ως η νομοτέλεια της φυσικής, υπαρξιακής, παρουσίας του ανθρώπου στο κοινωνικό περιβάλλον. Αντίθετα, βιώνεται ως η εθελούσια εκμηδένιση του υποκειμένου στους πολιτιστικούς ρόλους στους οποίους καλείται να ανταποκριθεί. Δεν είναι ο άνθρωπος που ορίζει το περιβάλλον του. Είναι η πολιτισμική προοπτική εκκοσμίκευσης του «λόγου» που μετατρέπει τον τελευταίο σε μοχλό μίας αθέατης υλιστικής αναβίωσης της πορείας του ανθρώπου μέσα στην ιστορία, ως χρόνο και ως χώρο. «Τραγικό το πόσο/φθαρτή είναι η σάρκα/πόσο ευάλωτη στο καυτό μέταλλο/άπαξ και το ’χεις νιώσει ποτέ δεν σ’ αφήνει/Έχοντας κερδίσει από ένα κομμάτι του/βυθιζόμαστε ολοένα» (σελ. 22) και η φθαρτή ύλη της καθημερινής δέσμης των αισθήσεων μεταφέρεται, με τρόπο ολοένα μηδενικό, στην πολλαπλή ερμηνευτική της θέσμισης των πραγμάτων. Πλέον, τα σύμβολα μιας περασμένης εποχής εξαλείφονται στο όνομα της αφετηρίας καινούριων προσδοκιών, δίχως ανταπόκριση. Όλα όσα νοηματοδοτούσαν την προσωπικότητα της συλλογικής δράσης, έχουν απωλέσει τη νιότη και τη ζωντάνια των στιγμών. Μετατράπηκαν πια σε μηχανοποιημένους αριθμούς της καταναλωτικής απόδειξης επιβίωσης, αντιστρέφοντας το καρτεσιανό «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» σε τεχνοκρατικό «καταναλώνω, άρα είμαι». Σε αυτή την πληθωρική επιβεβαίωση του ολικού αδιεξόδου ενός πολιτισμού που βάλτωσε στους τύπους και τις καθετοποιημένες «αλήθειες», ο ποιητής αντιπαραβάλει τη μόνη ενδεδειγμένη αλήθεια, δίχως εισαγωγικά και περιττές ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Είναι ο έρωτας και η επιθυμία των ανθρώπων. Καμιά επιστημονική ανακάλυψη, ούτε και η ορθολογική πραγμάτωση των πολιτικών κερδοφορίας, δύναται να κατευθύνει, πόσο μάλλον να ρυθμίσει και να αντισταθεί, στη βούληση του ανθρώπου για έρωτα και ελευθερία. Μολονότι, ούτε ο πρώτος ούτε η δεύτερη αποκτούν προσωπικότητα, παρά μόνο τις αφαιρετικές επενδύσεις της σκέψης των συμβαλλόμενων μερών, ωστόσο, καθρεφτίζουν την αντοχή της ζωής σε άμεση αντιπαραβολή με τη φθαρτή ύλη του θανάτου.
Οι ιστορικές αναφορές, ανά τους αιώνες, αποκτούν σάρκα και οστά σε κάθε περίσταση. Είναι η επιταγή της κοινωνικής αυτοαναπαραγωγής μέσα από την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων που δημιουργείται στο επίκεντρο αυτοαναφοράς των συλλογικών αρνήσεων. Κάθε στιγμή κατά την οποία η μαζική δράση βρίσκεται σε αδιέξοδο, υπονομεύεται η μία μορφή έκθεσης των ταυτοτήτων για να ενδυθεί τις ταυτότητες που θα σύρουν τις μάζες, αγόγγυστα, στην ήττα της νέας στροφής της εμπειρίας. «Πού πήγαν οι Γίγαντες/οι Ήρωες και οι Θεοί;/Μείναμε μόνον εμείς, τ’ απολειφάδια/να εξυμνούμε επιτεύγματα/ιδέες που ποτέ δεν θ’ αγγίξουμε» (σελ. 32) και ο ποιητής οδηγείται με ασφάλεια στην παραγραφή του παρελθόντος ως μία επαναλαμβανόμενη φάρσα με στόχο τον άνθρωπο. Η τελευταία καταλήγει στην τραγωδία και τη μαζική διάψευση. Η ολική αποξένωση των ιδεών απ’ το προσκλητήριο αποδοχής, ο ενταφιασμός των βαθύτερων επιθυμιών και, ειδικότερα, η κατασκευή στρεβλών ιδεολογικών οριζόντων καταγράφονται ως τα ύστατα γνωρίσματα της νέας εποχής. Οι εξελίξεις τις οποίες αντικρίζει ο ανθρώπινος πολιτισμός ομοιάζουν, ολοένα περισσότερο, με την επαναφορά του ιστορικού χρόνου σε προμετωπίδα της ανανέωσης των συνθημάτων. Και ο ποιητής προειδοποιεί τον αναγνώστη για τα μελλούμενα. Εξάλλου, ετούτα δεν καμώνονται την καινοτομία στη ζωή. Αποτελούν επανάληψη, και δη κακοφτιαγμένη, μιας αλλοιωμένης μετάφρασης των όρων και των ορίων αυτής. Επομένως, ο ποιητής υπογραμμίζει με τον πλέον δεικτικό τρόπο το ολικό αδιέξοδο όπως ακριβώς ερμηνεύεται από τα εκάστοτε κέντρα εξουσίας και στρέφει το βλέμμα του, αποφασιστικά, στην εσωτερική αληθινή φύση του ανθρώπινου παράγοντα. Εκεί πρέπει να αναζητήσει ο τελευταίος τις δυνάμεις όπως ανορθώσει την ιστορία του και μαζί της την ιστορία του πολιτισμού, εκ θεμελίων.
«Λευτερωθείτε είναι/η μόνη θεραπεία» (σελ. 50).
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Zωγραφική: Marc Chagall. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]