frear

Για το βιβλίο του Γιάννη Ατζακά «Σκυφτοί Περάσανε» – γράφει η Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη

Τον περασμένο Ιούνιο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα το έβδομο βιβλίο του πεζογράφου Γιάννη Ατζακά, Σκυφτοί Περάσανε. Πρόκειται για τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του –προηγήθηκε το 2015 μια ακόμη συλλογή με τον τίτλο Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη. Έχει εκδόσει επίσης μια τριλογία που την συγκροτούν τα έργα του Διπλωμένα φτερά (2007), Θολός βυθός (2008) –τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2009– και Φως της Φονιάς (2013). Η πολιτική νουβέλα Κάτω απ’ τις οπλές (2010) και η νουβέλα Η σπηλιά (2018) συμπληρώνουν το μέχρι σήμερα εκδοθέν πεζογραφικό του έργο.

Επτά διηγήματα συγκροτούν την τελευταία του συλλογή, που εκτείνεται σε 181 σελίδες. Ο αναγνώστης, πριν ξεφυλλίσει το βιβλίο, θα σταθεί για λίγο στον τίτλο του: Γιατί περάσανε σκυφτοί; Ποιοι είναι άραγε; Τον τίτλο δανείζεται ο συγγραφέας από τον Μανώλη Αναγνωστάκη, ποιητή της «γενιάς της ήττας», προτάσσοντας μάλιστα στίχο από το ομώνυμο ποίημά του: Πώς θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά/στη θύμηση επάνω; Το αν, πώς και πού το βιβλίο συνομιλεί με το πρόταγμά του, θα το αναζητήσουμε στη συνέχεια. Πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι ο στίχος συμπληρώνεται και από έναν ακόμη, που τον ακολουθεί και απαντά στο ερώτημα που θέτει το ποίημα: Πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύουν την πτώση σου. Οι δύο στίχοι προτάσσονται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ακολουθούμενοι από ένα πολύ σύντομο απόσπασμα, συμπεριληπτικό των μυθιστορηματικών μορφών των διηγημάτων: «Αρκεί μια μικρή ρωγμή και, όπως το πιο ακριβό αλάβαστρο, οι καρδιές ραγίζουν, τα σώματα διαλύονται και σέρνονται σαν σκυφτές σκιές, σαν αόρατος θίασος, που οι μοιραίοι του ήρωες ψιθυρίζουν τα λιγοστά τους λόγια και αποσύρονται στη σιωπή».

Και στο κείμενο του οπισθόφυλλου ακολούθως παρατίθενται ένα ένα με τη σειρά τα κεντρικά πρόσωπα που αντιστοιχούν στα επτά διηγήματα της συλλογής και το καθένα καταθέτει σε τρεις γραμμές, σε πρωτοπρόσωπο λόγο, κάτι που ορίζει την ταυτότητά του. Και ενώ ο καθένας δίνει το στίγμα του και μοιάζει σαν να μη συναντώνται οι μικρές καταθέσεις τους, στην ουσία συνομιλούν, είναι σαν να συστήνονται ως άγνωστοι, μα στην πραγματικότητα ένα νήμα τους δένει. Η αθέλητη «συνάντησή» τους έχει συντελεστεί στη συνείδηση του αφηγητή και ο αναγνώστης δεν θα αργήσει να το διαπιστώσει.

Ο Παρασκευάς, ο Φανούρης, ο Αργυρός, ο Ιάκωβος, ο Σπύρος, ο Αστέριος, ο Μωρίς. Τα λόγια τους συναντώνται στο οπισθόφυλλο. Κατοικούν τα επτά διηγήματα της συλλογής, αναδυόμενοι από τον ζόφο μιας ζωής που ο αφηγητής τούς καλεί να μας κάνουν κοινωνούς της. Πόσο, στον αντίποδα αυτής της συνάντησης, οι ήρωες της Βιρτζίνιας Γουλφ, ο Μπέρναρντ, ο Λούις, η Ρόντα, η Τζίνυ, ο Νέβιλ, η Σούζαν συνυπάρχουν στο μυθιστόρημά της Τα κύματα, και εκεί με συνεχείς πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις ξεδιπλώνουν άλλες πορείες ζωής: της χαράς, της ανεμελιάς, της ανακάλυψης του εαυτού αλλά και των διαψεύσεων, από την εφηβεία ως την ενήλικη ζωή, ενός κόσμου βυθισμένου στην αναζήτηση του ατομικού με την υπόκρουση των κυμάτων, που δεν είναι παρά η μουσική της ζωής μέσα στο θαύμα της φύσης!

Στο πρώτο διήγημα «Ο Παρασκευάς και ο Αρχάγγελος», κεντρικός χαρακτήρας ο Παρασκευάς, γιδοβοσκός, εκεί γύρω από το μοναστήρι του Αρχάγγελου Μιχαήλ …στη μεσημβρινή μεριά του νησιού, καταντικρύ στο Άγιον όρος… δεν ονοματίζεται το νησί, μα πρόκειται για τη Θάσο, ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, η ανθρωπογεωγραφία της οποίας αποτελεί το φόντο κυρίως στην τριλογία του. Εν συντομία μαθαίνουμε την οικογενειακή και προσωπική ιστορία του Παρασκευά, πως από μικρό παιδί σημαδεύεται η πορεία του (ο δυναμίτης που έσκασε στα χέρια του πατέρα του του στέρησε την ακοή, ενώ ο πατέρας χάνει το χέρι του και αργότερα και τη ζωή του). Στο διήγημα αντιπαρατίθενται δυο κόσμοι, ο κόσμος της αθωότητας του Παρασκευά (ο συνειρμός με το «Όνειρο στο κύμα» είναι ευανάγνωστος) και στον αντίποδα, ο αποδομητικός ρεαλισμός του Γιωργή του Ζορμπαλή. Ο αλαφροϊσκιωτος Παρασκευάς, γιος τσιγγάνας –κοινό μυστικό στη μικρή κοινωνία– που παραδόξως παίζει τέλεια τη γκάιντα παρά την απώλεια της ακοής, που «μιλάει με τον Άγγελο» (ένας απόηχος του Βιζυηνού εδώ), που δεν αξιώθηκε μια θέση στην κοινωνία, όπως όλοι, ούτε έναν έρωτα, μια κανονική ζωή, θα ανταμώσει στο τέλος τον καημό του ερωτοχτυπημένου Γιωργή και ένα χαμόγελο θα γλυκάνει τη θυσία της γκάιντας του στο βωμό ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Υπό το Παπαδιαμαντικό φως ιχνογραφούνται οι έξοχες περιγραφές του φυσικού τοπίου, σε συνδυασμό με τους θρύλους για τον Αρχάγγελο και την τοπική ιστορία.

Ανάλογοι συνειρμοί ανιχνεύονται και στο διήγημα «Ο Γητευτής». Εδώ, συνυπάρχουν ο «νεραϊδοχτυπημένος» Φανούρης που βιώνει σε μια μεταφυσική διάσταση, συνυφασμένη με τη λαϊκή αντίληψη για τον κόσμο, η γρια Χαδούλα (προσωνυμία της Φραγκογιαννούς στη Φόνισσα) και από την άλλη ο Διογένης, φοιτητής νομικής που αρέσκεται να αφουγκράζεται τις διηγήσεις των απλών ανθρώπων. Σταδιακά, δημιουργείται μια σχέση φιλίας ανάμεσα στους δύο άνδρες. Ο Φανούρης, πυροφύλακας στο χωριό, τον καλεί στο «σαράι» του, όπως αποκαλεί το πρόχειρο κατάλυμά του σε μια σπηλιά στο βουνό. Μια σχέση ζεστής φιλίας αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο άνδρες. Το μοίρασμα της απλής ζωής στο βουνό, τα ξόρκια του Φανούρη και ο κόσμος του βιβλίου στον οποίο ο Διογένης τον εισάγει, οι αναδρομές στον διχασμό του εμφυλίου, που ακόμη καθορίζει τις ζωές τους, αναδρομές που παραπέμπουν στην ιστορία της Ελλάδας (π.χ. η πυρπόληση της Έλλης στο λιμάνι της Τήνου κ.ά.), ή σε περιπέτειες και πληγές σε προσωπικό επίπεδο (η απώλεια του πατέρα του Διογένη σε ναυάγιο στον Ατλαντικό). Σε αυτή τη διήμερη συνύπαρξη των δύο φίλων ανασύρεται στη μνήμη το παρελθόν μέσω στιγμιαίων συνειρμών. Στο χρόνο, που σημειώνεται στο κείμενο, (1958) και μετά τον αποχωρισμό των δύο φίλων, σε μια σελίδα αποτυπώνεται το μίσος που δηλητηριάζει τις ανθρώπινες ζωές. Ο εθνικόφρων Διοικητής Χωροφυλακής της νήσου, χαμουτζής, παλιά καραβάνα… έρχεται να ελέγξει τη ζωή του Φανούρη, νουθετώντας τον να διακόψει τις επαφές του με τον υπό διωγμόν για τις ιδέες του Διογένη –«αντεθνικό στοιχείο». Του ζητά στην ουσία να γίνει καταδότης, καθώς πλησιάζουν οι εκλογές της «βίας και νοθείας» (29 Οκτωβρίου 1961) και στους δύσκολους καιρούς ο Φανούρης πρέπει να σωπάσει και να μην αποκαλύψει ότι δεν ταυτίζεται με τις απόψεις του Διοικητή.

Στο διήγημα «Ο Αργυρός και τα αργύρια», τίτλος-λογοπαίγνιο, που θα αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια της αφήγησης, με κεντρικό χαρακτήρα τον Αργυρό, ο οποίος θα ανατρέψει τον προγραμματισμό της οικογένειάς του, που τον προόριζε για δικηγόρο. Η αλλαγή πλεύσης στη ζωή του θα αποβεί καθοριστική για τις νέες του επιλογές: λύση του γάμου του, εγκατάστασή του σε ένα νησάκι της οικογένειας και άρνηση να ξεπουλήσει τη γη του γιατί …η πανάρχαιη και αληθινή φωνή του τόπου του, θαμμένη αιώνες… δεν τον άφηνε… να παραδώσει τη γη του στους ξένους. Η εξιστόρηση της ατομικής περίπτωσης ξετυλίγεται παράλληλα με την αφήγηση των αλλαγών που συντελούνται στο κοινωνικό πεδίο. Η οικιστική κακοποίηση του τόπου του, θυσία στον βωμό του χρήματος, μια μικρογραφία της ευρύτερης ελληνικής πραγματικότητας σε αντίθεση με την «αντίσταση» της ομορφιάς της φύσης με τις αλλαγές που φέρνει η κάθε εποχή, ο Αργυρός που παραμένει «ανάργυρος» ως το τέλος. Η καταφυγή του στην τέχνη είναι μια ελπίδα που αχνοφέγγει στο τέλος του κειμένου. Οι ανθρώπινες σχέσεις, οι παλιοί φίλοι που ανταμώνουν και πάλι ένα καλοκαίρι γλεντώντας και αναστοχαζόμενοι τις διαδρομές τους, οι διαψεύσεις των ονείρων για το χτίσιμο μιας δικαιότερης κοινωνίας, οι πικρές αλήθειες, περνούν στις σελίδες του κειμένου. Η διάσταση ανάμεσα στους λίγους, περιθωριοποιημένους και σκεπτόμενους και στον συρμό, ο επαναπατρισμός κάποιων στην πατρώα γη, ο πόνος των χαμένων απλών πραγμάτων και η επανεύρεση του νοήματος στις μικρές χαρές, στο μοίρασμα, στις γεύσεις, στην ομορφιά και τους ήχους της φύσης, γλυκαίνουν την απογοήτευση και δίνουν μια νέα ανάσα ζωής πίσω από τη θλίψη, κάτι σαν δικαίωση.

Τον Ιάκωβο Κάτο, μια ψυχή χωρίς πετάγματα, τραχιά σαν πέτρα, όμοια με το ηπειρώτικο οροπέδιο που περνά τα πρώτα χρόνια του, γιο του Μαστρο-Κωνσταντή, πετρά στο επιτήδευμα, θα συναντήσουμε στις σελίδες του διηγήματος «Το ολίγον της ζωής του». Φιλοξενούμενος σε μια θεία στην πόλη, αργότερα οικότροφος στη Μητρόπολη κι έπειτα Γραφεύς Γ΄ στο Υποθηκοφυλακείο Ιωαννίνων, ο Ιάκωβος θα αποκαταστήσει τις αδελφές του, οι γονείς θα «φύγουν» κι εκείνος θα συνεχίσει απομονωμένος τη ζωή του.

Αταίριαστος ο Ιάκωβος, που έπαιρνε τα γράμματα μα δεν αξιώθηκε κάτι περισσότερο, ξένος σε έναν κόσμο που λειτουργεί πέρα από τις αρχές του, σταδιακά και «ανεπαισθήτως», κλείνεται στον εαυτό του. Μέσα από την αφήγηση της ζωής του, ο αφηγητής αποδίδει έξοχα την εικόνα της Ελλάδας της μεταπολίτευσης, της ψευδούς ευμάρειας, της οικιστικής και αισθητικής κακοποίησης, μιας συχνά χυδαίας πρόκλησης κακογουστιάς, ντυμένης με το ψέμα μιας δήθεν ποιότητας ζωής, βουλιαγμένης στην απύθμενη σαχλότητα των πρωινάδικων της τηλεόρασης. Ο Ιάκωβος στον αποκλεισμό του από ένα περιβάλλον που δεν τον χωράει και με αφορμή ένα τιμητικό αφιέρωμα στον συντοπίτη του συγγραφέα Δημήτρη Χατζή, θα έλθει σε επαφή με το λογοτεχνικό του έργο: η λογοτεχνία μέσα στη μυθοπλασία –πράγμα που απαντάται και σε άλλα έργα του συγγραφέα. Μέσω της συνάντησης του Ιάκωβου με τη λογοτεχνία και γενικότερα της επαφής του με την τέχνη στο πίσω του βίου του, η μνημονική του ανάκληση θα φέρει στο φως την πίκρα της νιότης του, τους ταπεινωτικούς συμβιβασμούς, τον νεανικό ανεκπλήρωτο έρωτά του, τη διάψευση της πίστης σε μια πιο λαμπερή ζωή. Στη συνέχεια, η λογοτεχνία εισβάλλει και πάλι στο διήγημα. Ο αφηγητής αποδίδει τιμή στους Ηπειρώτες πεζογράφους και ποιητές (Μηλιώνη, Χουλιαρά, Γκουρογιάννη, Δημητρίου, Γκανά) τη σχεδόν αγνοημένη «Σχολή της Ηπείρου». Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας πίσω από το προσωπείο του φιλολόγου συνομιλητή του Ιάκωβου –φιλόλογος εξάλλου και ο ίδιος στον επαγγελματικό του βίο– θα αναδείξει με εξαιρετικό τρόπο την εξέλιξη του ήρωά του σε ένα ανώτερο και απελευθερωμένο από τα δεσμά του πλάσμα από τη στιγμή που ανακάλυψε αυτό το κρυφό μονοπάτι που έφερνε στους ανθηρούς λειμώνες της λογοτεχνίας. Συγκλονιστική η αφήγηση του ονείρου του Ιάκωβου Κάτου Γραφέα Υποθηκοφυλακείου. Κλείνει με την ανάκληση του Σολωμικού στίχου απ’ τον Εθνικό Ύμνο –σαφής η αμφισημία– γειώνοντας το πένθιμο ονειρικό κλίμα στο ξεκίνημα μιας συνηθισμένης μέρας.

Ακολουθεί το διήγημα «Ο Διευθυντής». Εδώ αντιπαρατίθενται και πάλι δυο κόσμοι: Ο κόσμος του Σπύρου Μαυρόγλου, διευθυντή Κεντρικού Υποκαταστήματος Τραπέζης Θεσσαλονίκης και εκείνος του Μιχάλη Αναγνώστου, συγκυριακά, υφισταμένου του. Ο αφηγητής θα μας εξιστορήσει το παρελθόν των δυο ανδρών επεξηγώντας την αντιπαλότητα του πρώτου προς τον δεύτερο. Με αφορμή τη συγκεκριμένη σχέση, εκτυλίσσεται σαν σε φιλμ η εικόνα μιας κοινωνίας, στην οποία το τραύμα των ανισοτήτων συνήθως δεν απαλείφεται, ακόμη κι όταν οι όροι ζωής μεταβάλλονται (θάνατος του εμπόρου, πατέρα του Μιχάλη Αναγνώστου, οικονομική έκπτωση της οικογένειας). Παράλληλα, με τέλεια αρμολογημένες παρεκβάσεις ανακαλούνται γεγονότα που σημάδεψαν την πόλη της Θεσσαλονίκης και ευρύτερα της χώρας μας αλλά και του κόσμου, εκείνη την εποχή, όπως η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, η ιστορία του «δράκου του Σέιχ-Σου» και του άδικα καταδικασμένου εις θάνατον Αρίστου, η αμερικανόδουλη δικτατορία και η γελοιότητα των εκπροσώπων της, τα της συγκλονιστικής άνοιξης του 1968 και αργότερα η κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος. Στο κείμενο προβάλλουν γωνιές της πόλης, δεμένες με τις ζωές των δύο χαρακτήρων –γνώριμων στα παιδικά τους χρόνια (η μάνα του Σπύρου παραδουλεύτρα στο αρχοντόσπιτο του Μιχάλη), οι προσωπικές τους διαδρομές (μια υποτροφία του Σπύρου στο Κολλέγιο θα αλλάξει τη μοίρα του). Θα ξανασμίξουν στον «ναό του χρήματος» και εδώ δίνεται μια ενδιαφέρουσα διάσταση στην έκβαση της ιστορίας, καθώς ο καταπιεσμένος φτωχός του παρελθόντος, ευκαιρίας δοθείσης, γίνεται δυνάστης, όταν βρεθεί σε σχέση εξουσίας και ο καλοζωισμένος αστός, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί ακόμη και στην πτώση του να διατηρεί κάποιες καλές πλευρές της αστικής του καταγωγής, όταν μάλιστα έχει απομυθοποιήσει τις «κορυφές» της κοινωνικής ανόδου.

Στις «Τρεις μέρες του Αστέριου», διήγημα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο Αστέριος θα εξιστορήσει τη ζωή του, μια ζωή βαθειά βιωμένη, σε μια διαρκή σύζευξη παρελθόντος-παρόντος. Αναδρομές σε μιαν άλλη Ελλάδα, εκείνη των παιδικών του χρόνων και του «παρόντος», πλαισιωμένου από τα σημαντικά γεγονότα των δεκαετιών μετά το ’60. Έξοχος ο βηματισμός της αφήγησης, υπέροχες οι εικόνες της φύσης στο γύρισμα των εποχών, εγείρουν τη συγκίνηση ιδιαίτερα στον αναγνώστη του σήμερα κι ας έχει εν πολλοίς απωλέσει τη μαγεία αυτής της επαφής. Και εδώ η προσωπική ιστορία, συμπορεύεται με την ιστορία της οικογένειας και της χώρας και μόνο οι νύξεις –πινελιές στο κείμενο– είναι αρκετές για να επιτρέψουν την εμβάθυνση στη σοφία της ώριμης ματιάς του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, του Αστέριου.

Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής «Ραχήλ», χωρισμένο σε τέσσερις τιτλοφορημένες ενότητες, αναπτύσσεται μια ιστορία σχετική με την τύχη των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, στο φόντο του φοβερού, κτηνώδους Ολοκαυτώματος. Κεντρικός ήρωας ο κύριος Μωρίς, «ένας λυπημένος άνθρωπος», παραμένει φιγούρα «δυσανάγνωστη» ώσπου ο Νίκος, φοιτητής Νομικής και αργότερα δικηγόρος αναπτύσσει μια εσωτερική επαφή μαζί του και θα γίνει ο τελικός αποδέκτης της πικρής του ιστορίας. Διασωθείς από το Άουσβιτς ο Μωρίς, μοναδικός επιζών από όλη του την οικογένεια, θα μοιραστεί λίγες από τις στιγμές της οδύνης του, δίνοντας την ευκαιρία στον αφηγητή της να διατυπώσει τις σκέψεις του για τις μελανότερες σελίδες της ιστορίας του κόσμου στα στρατόπεδα της Ναζιστικής φρίκης. Οι λοιποί χαρακτήρες που πλαισιώνουν το διήγημα θα «δέσουν» με υποδειγματικό τρόπο τα εξιστορούμενα γεγονότα. Στο παρόν της αφήγησης, αναφέρεται η οικονομική κρίση στην Ελλάδα με ταυτόχρονη την παρουσία των Νεοναζί και τα γεγονότα του 2013 στο Κερατσίνι. Σ’ αυτό το πυκνό κείμενο θα αναδυθούν οι ζοφερές μέρες του μακρινού και κοντινού παρελθόντος, αφήνοντας τον αναγνώστη να συλλογιστεί πέρα από όλα τούτα και τα μελλούμενα μιας ανθρωπότητας σε κρίση.

Η ανάγνωση του πεζογραφικού έργου του Ατζακά δικαιώνει την άποψη ότι οι ανθρώπινες ζωές αξίζουν να γίνονται αντικείμενο αφήγησης, όταν μάλιστα ενδυναμώνουν τη συλλογική μνήμη. Η ιδεολογική του ταυτότητα, ευδιάκριτη σε όλο του το έργο, διακατέχεται πρωτίστως από έναν βαθύ ανθρωπισμό, ιδρυμένο στόχο στον αγώνα να μη λησμονεί ο άνθρωπος όσα αμαύρωσαν την ιστορία του προκειμένου με το ήθος και τις πράξεις του να χαράξει νέους δρόμους αληθινής ζωής.

Κι αν ο συγγραφέας σε μια φιλοσοφημένη ενατένιση του ανθρώπινου βίου, της φθοράς και του αναπότρεπτου τέλους κατέχει πως όλο αυτό… είναι μια άτυχη παρτίδα με το Χρόνο… εκείνος παίρνει πάντα τα μαύρα πιόνια και εμείς με τα λευκά είμαστε αυτοί που πάντα χάνουμε, που μένουμε ξεδοντιασμένοι κι αδύναμοι… κι αν σκυφτοί περάσανε και “ανυπεράσπιστοι” οι ήρωες του Γιάννη Ατζακά, όπως και εκείνοι του Δημήτρη Χατζή στην ομώνυμη συλλογή, ο αναγνώστης του κάνει δικές του …τόσες εικόνες…φυλαχτά τόσων πολύτιμων κρυφών αναδρομών* και τούτο είναι στ’ αλήθεια το «Μέγιστον μάθημα».

* Ο στίχος από το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφίες: Pedro Luis Raota. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη