Η πρόσφατη νουβέλα του Γιώργου Μητά από τις εκδόσεις Στερέωμα με τίτλο Τα δύο δώρα, γοητεύει τον αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες με την ενδιαφέρουσα πλοκή και το καλαίσθητο γλαφυρό ύφος, γνώριμο από τα δυο προηγούμενα βιβλία του Γ.Μ. τις Ιστορίες του Χάλ και Το σπίτι, αμφότερα από τις εκδόσεις Κίχλη.
Ο πρόλογος –σαν το πρώτο-πρώτο σημείο που χαράζει η γραφίδα του διαβήτη καθώς ο συγγραφέας/γεωμέτρης τον κρατά σταθερά για να δημιουργήσει τον κύκλο της αφήγησης– είναι καθοριστικός. Εκεί ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής μάς συστήνει τον κεντρικό ήρωα, ο οποίος (τι σύμπτωση!) είναι συγγραφέας. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι κάποιος που, εν μέσω πυκνής χιονόπτωσης, αναζητά τον τόπο του ραντεβού του με τον εκδότη. Στον χώρο της συνάντησης επικρατεί «ολωσδιόλου αφύσικη ησυχία» (σελ. 12) η οποία θρυμματίζεται από την παλιά τζαζ μελωδία –κάτι σαν μελωδική μαντλέν– που γίνεται η θρυαλλίδα για να ανάψει η σπίθα που θα προκαλέσει την έκρηξη της μνήμης του κεντρικού ήρωα, του Αντρέα. Χωρίς καμιά καθυστέρηση γνωρίζουμε και την ηρωίδα με το παράξενο όνομα Μύρρα. Το χαρακτηριστικό αυτό όνομα –μυθικό, συμβολικό, αλληγορικό, που έλκει ίσως την καταγωγή του από τη λέξη “μυροφόρα”– ταιριάζει πάνω της σαν καλοραμμένο ρούχο. Η δική της μαντλέν είναι οπτική. Μια παραμελημένη ζωγραφική εικόνα «δώρο κάποιου γνωστού πριν από αμέτρητα χρόνια που δεν βρήκε ποτέ τον στόχο του» ( σελ.12) τραβά τον χρόνο πίσω «όπως οι ορμητικές δίνες παρασέρνουν ένα κομμάτι ξύλο προς τον καταρράχτη που αφρίζει μπροστά» (σελ 13). Θεωρώ πως ο συγγραφέας δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο ξεκίνημα για ν΄ αναδυθεί μέσω της θύμησης η ιστορία που ενώνει τους δυο ήρωες.
Η τοπιογραφία της νουβέλας είναι συναρπαστική και πολύπλευρη. Όσο προχωρά η ανάγνωση, το μαγικό καλειδοσκόπιο ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη με χρονικές εναλλαγές ανάμεσα στα κεφάλαια. Το φαντασμαγορικό σκηνικό της Μπανγκόγκ λειτουργεί αρμονικά όσον αφορά τη συνάντηση των δυο βασικών ηρώων αλλά κυρίως προσδίδει παραμυθητικά στοιχεία σε κάθε βλέμμα, σκίρτημα, χειρονομία, άγγιγμα, ρούχο, τραγούδι, σύννεφο, βροχή, τραγούδι. Όλες οι αισθήσεις συμμετέχουν στο σκηνικό που στήνει ο συγγραφέας. Δυναμικές, πολύχρωμες εικόνες του μυθικού τοπίου, ευωδιές κι αρώματα των σωμάτων φιλτράρονται από την υγρασία και τα σωματίδια της εξωτικής ατμόσφαιρας όπως πολύ χαρακτηριστικά περιγράφεται στην σελ. 23: «Πριν προλάβει να το συνειδητοποιήσει, βρίσκονταν στριμωγμένοι ανάμεσα στις λαμαρίνες και στις εξατμίσεις των αυτοκινήτων, εν μέσω μυρωδιών κάθε λογής, από την πιο ελκυστική μέχρι την πιο αποκρουστική –ένα ετερόκλητο χαρμάνι, που ο Αντρέας σύντομα θα αναγνώριζε σαν βασικό χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας της πόλης– να κατευθύνονται προς την πλησιέστερη αποβάθρα», οδηγώντας τον κεντρικό ήρωα σε εκείνη την κατάσταση ονειροπόλησης όπου βλέπεις τον εαυτό σου μόνο μέσα από το βλέμμα εκείνου που ποθείς.
Ο Γιώργος Μητάς κινηματογραφεί με λέξεις τα νοτισμένα τοπία, το φως, τον στροβιλισμό των χρωμάτων στα σύννεφα και τον αντίκτυπό τους στο θυμικό των ηρώων μέσα από τις αντιθέσεις, τις αντανακλάσεις, το σύθαμπο και τη χαραυγή. Με εκπληκτική δεινότητα δημιουργεί τη συγχορδία του τόπου με τα συναισθήματα, τις μύχιες σκέψεις και επιθυμίες, καθώς μελωδίες κλασικές, θρησκευτικές, jazz και rock και πολυάριθμες αναφορές σε λογοτεχνικά και φιλοσοφικά κείμενα, εναρμονίζονται με την αφήγηση.
Σ’ έναν κόσμο ρευστό, όπου η υπόσταση του έρωτα είναι κυρίως φαντασιακή και μόνον χάρη στη μεγέθυνση και τον εξωραϊσμό των πραγματικών διαστάσεων της αποκτά αίγλη και μεγαλείο, Τα δυο δώρα χαρτογραφούν έναν έρωτα μονόπλευρο, ανιδιοτελή και σπάνιο που δεν ζητά ανταλλάγματα, δε φωνασκεί, δεν στηρίζεται σε καμία βεβαιότητα. Στη σελ. 102 συναντάμε την ποιητική περιγραφή της ερωτικής ζωής του είδους Caulophryne jornadi που αντανακλά με τον πιο όμορφο τρόπο την αναπόφευκτη και αέναη περιπλάνηση των πλασμάτων καθώς αναζητούν το ταίρι τους στον βυθό της επίγειας ανθρωποθάλασσας: «Τα αρσενικά άτομα του είδους Caulophryne jornadi διανύουν στη διάρκεια της ζωής τους τεράστιες αποστάσεις στα βάθη των ωκεανών, συχνά σε ζώνες που εκτείνονται τέσσερις ή πέντε χιλιάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια, ζώνες απόλυτου σκότους και σιωπής-πραγματικές υδάτινοι έρημοι -αναζητώντας τα πολλαπλάσια σε μέγεθος θηλυκά για να ζευγαρώσουν. Εφοδιασμένα με υπερμεγέθεις οφθαλμούς και ρώθωνες πάνω σ’ ένα μικροσκοπικό κατά τ’ άλλα σώμα, αφιερώνουν τον βίο τους στον εντοπισμό του φωτός, στη σύλληψη της μυρωδιάς της ζωής, καθώς το γιγάντιο θηλυκό που περιμένει την εμφάνισή τους φέρει αυτόφωτο λύχνο στο πρόσθιο μέρος του κεφαλιού και εκκρίνει φερομόνες ικανές να ταξιδέψουν πολύ μακριά μέσα στα κατασκότεινα ύδατα. Όσοι από αυτούς τους απεγνωσμένους πλάνητες καταφέρουν να εντοπίσουν τον στόχο τους, αγκιστρώνονται πάνω του με τα κοφτερά τους δόντια και παραμένουν εκεί δια βίου, καθώς ο ιστός της στοματικής τους περιοχής, σε μια σπάνια εξελεγκτική προσαρμογή, συγχωνεύεται βαθμιαία με τον ιστό της κοιλιάς της συντρόφου ενώ κοινά αιμοφόρα αγγεία αναπτύσσονται στην περιοχή της ένωσης.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Οσα αρσενικά αποτύχουν στην αναζήτηση αυτή χάνονται στις ωκεάνιες αβύσσους μετά από μια ζωή σκοτεινής, άηχης, παγερής μοναξιάς.»
Σε έναν πρόχειρο παραλληλισμό θα λέγαμε πως ο Αντρέας αντιπροσωπεύει το αρσενικό που δεν κατάφερε να εντοπίσει το φως, ούτε να συλλάβει τη μυρωδιά της ζωής, μα δεν είναι έτσι. Ο Αντρέας θησαυρίζει τη μαγεία της αναζήτησης και κρατά πολύτιμο φυλαχτό το απόσταγμα της επαφής του με την ομορφιά. Η οικειότητα του αναγνώστη με τον Αντρέα προκύπτει αβίαστα και φυσικά καθώς ο αφηγητής αφουγκράζεται προσεκτικά και μας μεταφέρει τις ανησυχίες, τις σκέψεις, τις αντιδράσεις του, την διαρκή σχέση του με την τέχνη, τον τρόπο που σχετίζεται με τους φίλους του, την στωικότητα με την οποία διαχειρίζεται την ξαφνική του ασθένεια. Η συστολή που τον διακατέχει από τότε που θυμάται τον εαυτό του δεν είναι το κυρίαρχο συστατικό του χαρακτήρα του όπως διαφαίνεται από την πρώτη ανάγνωση. Το ισχυρότερο, το πιο στέρεο και αδιαπραγμάτευτο υλικό του χαρακτήρα του είναι η αγάπη. Η αγάπη για το διάβασμα και τη λογοτεχνία, η αγάπη για την ιχθυολογία, η αγάπη για τη μουσική.
Το βασίλειό του είναι ο «μικροσκοπικός κόσμος του πλαγκτού, ο πολύμορφος και μυστηριώδης κόσμος των ιχθυδίων. Συμπύκνωνε τη λατρεία του για τη θάλασσα και τον ανοιχτό ορίζοντα και ταυτόχρονα τη δυνατότητα εξερεύνησης ενός εν πολλοίς άγνωστου σύμπαντος που ανέπνεε, μυστικό και αχαρτογράφητο , μέσα στις κινούμενες υδάτινες μάζες – ένα σύμπαν που ο Αντρέας μπορούσε να κατακτήσει με τις δικές του δυνάμεις, με μόνη προϋπόθεση την ακάματη εργασία, τον ενθουσιασμό, την προσήλωση στον στόχο».
Από την άλλη, η ηρωίδα αντιπροσωπεύει την ομορφιά, ενώ παράλληλα συντηρεί με σπουδή τη φιλαρέσκεια της γυναίκας που χρησιμοποιεί τη δύναμη της ομορφιάς της προσποιούμενη πως δεν την αφορά. Διακατέχεται από εκείνον τον λεπταίσθητο ναρκισσισμό που στην περίπτωση της μεταπλάθεται σε ακαταμάχητη γοητεία. Κανένας απ’ όσους συναντά δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος. Προσδίδει ονειρικές διαστάσεις σε όποιον χώρο βρεθεί. Η καταχνιά, η δυσθυμία και οι μουντές πινελιές μεταμορφώνονται σε φωτεινές δεσμίδες γεμάτες υποσχέσεις. Η Μύρρα –ακτινοβόλο σύμβολο της ομορφιάς– είναι άραγε η ευνοημένη, η τυχερή γυναίκα του δυτικού κόσμου; Δεν ξέρουμε αν ευτύχησε, αν βυθίστηκε σε οδύνες και διλήμματα ή ακόμη αν έχασε τον εαυτό της εξαιτίας της επικυριαρχίας της ομορφιάς της. Τα δύο δώρα δεν το αποκαλύπτουν, κι αυτό είναι δώρο για τον αναγνώστη.
Η νουβέλα είναι κυκλική. Αρχίζει και τελειώνει τον Φεβρουάριο του 2021 με τους ήρωες να βρίσκονται σε διαφορετικές χώρες, απομακρυσμένοι αλλά όχι ξένοι. Αυτό που τους ενώνει αποτελεί δώρο ανεκτίμητο για τους αναγνώστες.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Jeremy Snell. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]