frear

Για την «Αθαλάσσα» του Κώστα Λυμπουρή – γράφει η Κυριακή Στυλιανού

Η οπτική του στιγματισμένου υποκειμένου και της έγκλειστης κοινωνίας στην Αθαλάσσα του Κώστα Λυμπουρή

Πόσο ελεύθερη είναι η ελεύθερη κοινωνία να μιλήσει ανοικτά (και ελεύθερα) για τα στιγματισμένα, πάσχοντα σώματα και την έγκλειστη κοινωνία; Ο Κώστας Λυμπουρής με το βιβλίο του Αθαλάσσα ανοίγει έναν διάλογο λογοτεχνικό με την επιστήμη της Ψυχιατρικής και μια κοινωνική συζήτηση (με όλα τα συμπαρομαρτούντα) για το Ψυχιατρικό Ίδρυμα της Κύπρου, την Αθαλάσσα. Οπωσδήποτε, αυτό που πετυχαίνει με το στιβαρό λογοτεχνικό του χέρι είναι να ανοίξει τις κλειστές πόρτες του ιδρύματος της Αθαλάσσας στους αναγνώστες του.

Βέβαια, το «άνοιγμα» αυτό που επιχειρεί ο συγγραφέας είναι λογοτεχνικό. Ως εκ τούτου, αξίζει να τονιστεί από την αρχή ότι ένας λογοτέχνης, όσο κι αν διαλέγεται μέσα από το έργο του με ιστορικές αλήθειες και γεγονότα, οφείλει να λογοδοτήσει μόνο στην τέχνη του λόγου του, στη λογοτεχνική αλήθεια και στην αισθητική των πραγμάτων. Και, αν ένα ψυχιατρικό ίδρυμα έχει σκοπό τη θεραπεία της ψυχής, τον ίδιο ακριβώς ρόλο αναλαμβάνει η λογοτεχνία ως η τέχνη του λόγου. Η λογοτεχνία έχει θεραπευτική ιδιότητα τόσο γι’ αυτούς που την παράγουν όσο και γι’ αυτούς που ως δέκτες την απολαμβάνουν. Γι’ αυτό και θεωρώ πως αυτό το βιβλίο έχει πολύπλευρη και πολύπτυχη συμβολή στα κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά πεπραγμένα του νησιού. Πέρα, όμως, από το ιστορικο-κοινωνικο-ψυχιατρικό υπόβαθρο, ένα λογοτεχνικό βιβλίο πρέπει να είναι σημαντικό ως προς τη λογοτεχνική του αξία. Το εν λόγω βιβλίο του Κώστα Λυμπουρή είναι άξιο λόγου πρωτίστως λογοτεχνικά.

Ο αγαθός κι ευαισθητοποιημένος πολίτης πάντα είχε την έγνοια να εξετάσει διάφορα «συμπτώματα» που παρουσιάζει μια ασθενής κοινωνία. Ωστόσο, θεωρώ ότι η έκδοση του βιβλίου αυτού το 2021 δεν είναι μια τυχαία σύμπτωση. Ενδεχομένως, μετά από το πολύμορφο χαστούκι που δέχτηκε η παγκόσμια κοινωνία από τον covid 19, είμαστε περισσότερο έτοιμοι να συζητήσουμε για στιγματισμένα υποκείμενα, για έγκλειστους κόσμους, για έγκλειστες κοινωνίες, για ανθρώπους των οποίων η ψυχή ασθενεί.

Το ζήτημα του στίγματος και της κοινωνικής προκατάληψης είναι θέμα συζήτησης και μέσα στο ίδιο το βιβλίο, σε διαλόγους που ο βασικός ήρωας, Ισίδωρος, αναπτύσσει με το οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον. Μετά την κηδεία της μητέρας του ο Ισίδωρος, τρόφιμος του ψυχιατρείου, σε συζήτηση με τον πατέρα του, παπά Αντώνη, προβληματίζεται για ένα ενδεχόμενο εξιτήριο από το ίδρυμα και επανένταξή του στην έξω κοινωνία: « Εδώ μάλλον θα αισθάνομαι άχρηστος, αφού ούτε να δουλέψω θα μπορέσω ούτε θα μου είναι εύκολο να κυκλοφορήσω ανάμεσα στους συγχωριανούς. Η αντιμετώπιση των ψυχασθενών γίνεται με μια βαθιά ριζωμένη προκατάληψη. Πιστέψετέ με, το είδα κιόλας στο βλέμμα αρκετών» (σελ. 143). Την κοινωνική προκατάληψη ακόμα και από μορφωμένους διαπιστώνει ένας παλιός συμμαθητής του ήρωα, ο Κώστας, που επισκέπτεται τον Ισίδωρο στο ίδρυμα: «Ακόμα και μορφωμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να δεχτούν το πολύ απλό, ότι δηλαδή, όπως αρρωστά το σώμα, έτσι γίνεται και με την ψυχή (σ. 98).

Το βιβλίο αυτό, που όπως υπογραμμίσαμε, έχει πρωτίστως λογοτεχνική αξία, γεννά ερωτήματα κοινωνικού περιεχομένου και ταυτόχρονα απαντά σε κάποια από αυτά. Όταν το κοινωνικό σώμα «νοσεί», συνηθίζει να «αποβάλλει» τα μέλη που παρουσιάζουν «συμπτώματα ασθένειας» σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους εγκλεισμού (π.χ. νοσηλευτήρια, ψυχιατρικά ιδρύματα, σωφρονιστήρια, φυλακές). Αυτή η αποβολή, η αποκοπή μελών επιβεβαιώνει την κοινωνική αναπηρία. Βέβαια, δεν ζούμε σε μια πλατωνική πολιτεία! Η κοινωνία είναι -μεταφορικά ομιλούντες- ένας ζωντανός οργανισμός. Όπως ένας οργανισμός -κυριολεκτικά ομιλούντες- είναι εκτεθειμένος στο περιβάλλον του και στις διαρκείς μεταβολές, έτσι και η κοινωνία συνίσταται από μέλη που πιο εύκολα «προσαρμόζονται» σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, πιο εύκολα «συμμορφώνονται» σε ένα πλαίσιο κοινών αρχών και συντρέχουν σε ομαλή συνοδοιπορία προς ενίσχυση και ενδυνάμωση του κοινωνικού ιστού, αλλά και από μέλη που παρουσιάζουν αδυναμίες συμπόρευσης και «παρα-στρατούνε» σε δρόμους απόκλισης από την κοινή πορεία. Όσοι αδυνατούν να ανταποκριθούν στα κανονιστικά πρότυπα και στα προβλέψιμα στοιχεία της καθημερινής ζωής, περιθωριοποιούνται και στιγματίζονται. Αυτή τους η αδυναμία έχει σοβαρές συνέπειες για την κοινωνική τους ταυτότητα.

Ο συγγραφέας τοποθετεί τη δράση στη δεκαετία 1964-1974, σε ένα ιστορικό πλαίσιο τέτοιο και μια εποχή που το «παρα-στράτημα» από την κοινή κοινωνική πορεία και την οδό της λογικής δεν συγχωρούνταν εύκολα ή -τουλάχιστον- όχι με τη σημερινή ευαισθησία και «επιείκεια» απέναντι σε αυτόν που αποκλίνει. Με άλλα λόγια, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως εξήντα χρόνια μετά η κοινωνία σημείωσε βελτίωση στη διαχείριση των μελών που αποκλίνουν και στην ανάγκη εγκλεισμού και αποκλεισμού του παρεκκλίνοντος και αποκλίνοντος στοιχείου. Αυτό διαπιστώνεται και αριθμητικά. Ο αριθμός των τροφίμων σήμερα στο ψυχιατρείο της Αθαλάσσας είναι σημαντικά μειωμένος σε σύγκριση με την περίοδο που διατρέχει το έργο του συγγραφέα και σε αναλογία με την αύξηση του πληθυσμού.

Η κυπριακή κοινωνία στα πρώτα χρόνια ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν -ομολογουμένως- πολύ πιο συντηρητική. Ο Ισίδωρος, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, αποφασίζει τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρικό ίδρυμα και ακολουθώντας τα βήματά του, οι αναγνώστες του βιβλίου έχουν την ευκαιρία να «ξεναγηθούν» στον χώρο και να πάρουν μια γεύση από τη ζωή πίσω από τις κλειστές πόρτες μιας ήδη κλειστής κοινωνίας.

Αυτό που πρέπει να τονιστεί, γιατί είναι και το θέμα του ίδιου του βιβλίου, είναι πως ο εγκλεισμός του ήρωα είναι εκούσιος. Ο Ισίδωρος, νεαρός δάσκαλος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, αποφασίζει να σκηνοθετήσει την ανάγκη εγκλεισμού του, για να μπορεί να είναι κοντά στην αγαπημένη του, επίσης νεαρή δασκάλα, Ανθούλα Κορφιώτη, η οποία κρίθηκε από την τότε κυπριακή κοινωνία ως αποκλίνον στοιχείο, γιατί συνήθιζε να φορεί κίτρινα παπούτσια!

Η άρνηση της Ανθούλας να «ορθοποδήσει» στο «φυσιολογικό» χρώμα παπουτσιών, σύμφωνα με τον ενδυματολογικό κανόνα της εποχής, τον οποίο ακολουθούσαν οι «φυσιολογικοί» Κύπριοι της κυπριακής κοινωνίας του 1960, έχει ως συνέπεια και ως κόστος τον στιγματισμό. Η άκρως συντηρητική και κλειστή κυπριακή κοινωνία της εποχής κρίνει αναγκαίο τον εγκλεισμό ενός στιγματισμένου υποκειμένου (γι’ αυτά τα στοιχεία παρέκκλισης από το κανονιστικό πρότυπο) όπως η Ανθούλα. Είναι τόσο ακραίος ο συντηρητισμός της κλειστής κοινωνίας της Κύπρου που οδηγεί τους ανθρώπους σε παρανοϊκές ενέργειες και αντιδράσεις ανυπόταχτου. Η Ανθούλα εμμένει στο να φορεί κίτρινα παπούτσια, η δράση φέρνει αντίδραση και αλληλεπίδραση. Ο ερωτευμένος με την Ανθούλα, Ισίδωρος, αντιδρά με την παρανοϊκή πράξη να σκηνοθετήσει την εισαγωγή του στο ίδρυμα, για να είναι κοντά της.

Οπωσδήποτε, η απόφαση αυτή του Ισίδωρου έχει στοιχεία παραλογισμού. Κινητήριος μοχλός αυτής της παράλογης αντίδρασης, της βούλησης για σκηνοθετημένη εισαγωγή και εγκλεισμό, είναι ο έρωτας. Βέβαια, αυτό το ανθρώπινο συναίσθημα, ο έρωτας, δεν φημίζεται για τη νηφαλιότητα και τη λογική διαχείριση συναισθημάτων. Ομολογουμένως, ο έρωτας οδηγεί σε παράλογες και ακραίες αντιδράσεις, όπως η απόφαση για εισαγωγή στο ψυχιατρείο κι εδώ εντοπίζεται και αξιολογείται θετικά η σύλληψη της ιδέας του θεματικού άξονα αυτού του βιβλίου. Αυτή η επινόηση της σκηνοθετημένης εισαγωγής και της ανάγκης για εγκλεισμό ως βασικό θέμα του βιβλίου, αποδεικνύει τη λογοτεχνική δύναμη του συγγραφέα!

Το βιβλίο του Λυμπουρή, μέσα από «το κελί και την οδό τη τρέλας», αναδεικνύει τον Έρωτα ως αξία. Ταυτόχρονα, θέτει αυτή την αξία του έρωτα σε πλατωνικά συμφραζόμενα, ως Ιδέα. Ο έρωτας ως αξία και ως Ιδέα που δεν φθείρεται εύκολα, που αντιπαλεύει με το πρόσκαιρο και το καθημερινό, μα παραμένει σχεδόν άφθαρτος. Ο συγγραφέας θεματοποιεί τον έρωτα παράλληλα με μια άλλη αξία, την Τιμή. Ο Ισίδωρος έδωσε λόγο Τιμής στην Ανθούλα και αποφασίζει να τον κρατήσει. Ένα σύγχρονο μάτι, πιο «ρεαλιστικό» ίσως, πιο «προσγειωμένο» στα δεδομένα της δικής μας εποχής, θα μειδιούσε κυνικώς απέναντι σε αυτή την άκρως ρομαντική προσέγγιση στο ζήτημα του έρωτα, μα δεν είμαι σίγουρη, αν το θέμα του έρωτα μπορεί να προσεγγισθεί αμιγώς με αξιολογικά εργαλεία ρεαλιστικού λόγου και κριτηρίων.

Οπωσδήποτε, η σύλληψη της ιδέας της ιστορίας είναι ρομαντική. Είναι έρωτας ή θάνατος. Ο ήρωας ερωτεύεται μέχρι θανάτου. Ο Ισίδωρος, αποφασίζοντας και σκηνοθετώντας την εισαγωγή στο ίδρυμα, επιλέγει τον εγκλεισμό, επιλέγει να συνοδεύσει την αγαπημένη του στο μονοπάτι του στιγματισμού, αναλαμβάνει την ευθύνη του ρόλου ενός στιγματισμένου υποκειμένου και αποφασίζει ένα είδος «αυτοθανάτωσης». Ο κοινωνιολόγος Έρβινγκ Γκόφμαν, στο έργο του «Άσυλα, Δοκίμια για την κοινωνική κατάσταση των ψυχικά ασθενών και των άλλων φυλακισμένων», ερμηνεύει τον εγκλεισμό ως μία μορφή συμβολικής αυτοθανάτωσης, αφού ο έγκλειστος χάνει την κοινωνική του ταυτότητα, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στον ελεύθερο βίο. Η απώλεια της «αρχικής» ταυτότητας του ελεύθερου βίου και γενικότερα ζητήματα της προσωπικής ταυτότητας εγείρονται σε αυτό το σημαντικό βιβλίο του Κώστα Λυμπουρή.

Ο Ισίδωρος, προφανώς, είναι τρελός από έρωτα. Μεταφορικά σίγουρα. Το βιβλίο και η πλοκή του θα διέλθουν του ερωτήματος αν αυτή η τρέλα του Ισίδωρου είναι κυριολεκτική. Πάσχει ο Ισίδωρος; Έχει ένα πάσχον σώμα που θα τον οδηγήσει στην απώλεια ή στην αλλοίωση της προσωπικής του ταυτότητας; Αυτό είναι ένα ερώτημα που από την αρχή του βιβλίου απασχολεί τον αναγνώστη, αφού τόσο ο πατέρας του ήρωα όσο κι ο ίδιος ο ήρωας προβληματίζεται για το αν ο Ισίδωρος έχει λογική ισορροπία ή αν θα καταφέρει να τη συντηρήσει αλώβητη κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του.

Όταν ο αφηγητής σιγά σιγά ξεδιπλώνει την πλοκή και μας «ξεναγεί» -μέσα από τα πρώτα βήματα του ήρωα- στους χώρους του ψυχιατρείου, βοηθά τον αναγνώστη να διαπιστώσει τη λογική ισορροπία του ήρωα και να αντιληφθεί από την αρχή ότι η εισαγωγή για ήπια διαταραχή σκέψης είναι σκηνοθετημένη.

Από τους πρώτους διαλόγους με τον Δαμιανό, προϊστάμενο των νοσηλευτών και υπεύθυνο στο ίδρυμα, φαίνεται πως ο Ισίδωρος έχει «σώας τας φρένας», είναι ψυχικά υγιής, έχει πνευματική διαύγεια και είναι μάλιστα ένα πρόσωπο πολύγνωρο, καλλιεργημένο, διανοούμενο και οξυδερκές. Ο Ισίδωρος έχει τη «δύναμη» να παρατηρεί, να «διαβάζει» ανθρώπους, γεγονότα, καταστάσεις, να ερμηνεύει. (« Ένα πρώτο γνώρισμα που ο Ισίδωρος παρατήρησε ήταν το απλανές τους βλέμμα». σελ. 14)

Η ψυχική του ισορροπία ούτε θα αλλοιωθεί ούτε θα επιδεινωθεί, όπως ανησυχούσε. Παραμένει από την αρχή μέχρι το τέλος ένας πολύ λειτουργικός ασθενής και συνεργάσιμος, γι’ αυτό και θα εμπνεύσει την εμπιστοσύνη και τη συμπάθεια ενός αξιαγάπητου λειτουργού Υγείας, του προϊστάμενου Δαμιανού. Παρακολουθώντας τις σκέψεις του ήρωα από την αρχή, φαίνεται ξεκάθαρα ότι επρόκειτο για ένα καλοστημένο σχέδιο εισαγωγής στο ίδρυμα. Το ψυχιατρικό ίδρυμα της Αθαλάσσας στα 1964 ήταν ένας χώρος που στέγαζε ανθρώπους που όντως νοσούσαν ψυχικώς, αλλά και ανθρώπους στιγματισμένους της εποχής με άλλου είδους προβλήματα, τους οποίους η τότε κοινωνία δεν μπορούσε να διαχειριστεί διαφορετικά ή εναλλακτικά και τους προικοδοτούσε με το στίγμα της μη αποδοχής και της ποινής με εγκλεισμό.

Ο συγγραφέας κατασκευάζοντας τον ήρωά του και την ιστορία του, ουσιαστικά αποφασίζει να συμπορευθεί με αυτόν στο ίδρυμα και να δανειστεί την οπτική του στιγματισμένου υποκειμένου, φωτίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη μικροκοινωνία των μελών ενός ασύλου, ενός έγκλειστου συνόλου των «Άλλων», των μη «φυσιολογικών», αυτών που πάσχουν, επειδή παρεκκλίνουν από το «υγιές» κοινωνικά στερεότυπο, επειδή η κοινωνία αδυνατεί να τους ενσωματώσει και να τους θεραπεύσει με άλλον τρόπο πλην του εγκλεισμού και της περιθωριοποίησης. Αυτοί οι «Άλλοι» είναι λησμονημένοι, παραγνωρισμένοι τόσο από την κοινωνία όσο και από το δικό τους οικογενειακό περιβάλλον. Είναι σχεδόν ζωντανοί νεκροί στη μνήμη των συγγενικών τους προσώπων, για τους οποίους οι τρόφιμοι του ασύλου αποτελούν πρόβλημα από το οποίο θέλουν να απαλλαγούν. Όταν σκοτώνεται ο δεκατριάχρονος τρόφιμος Σωτηράκης εξαιτίας μιας καταιγίδας και της εμμονής του με τις βαρκούλες του, ο πατέρας του προβάλλει ως δικαιολογία για να μην παραστεί στην κηδεία ότι «δεν μπορεί να αφήσει τα ζώα αφρόντιστα» και ότι «δεν υπάρχει γραμμή λεωφορείου».

Το βιβλίο διαπραγματεύεται με έναν έντεχνο τρόπο, που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να κατορθώσει τόσο ό-μορφα, έναν κόσμο τραγικότητας. Όπως μονολογεί ο ψυχικά υγιής και οξυδερκής Ισίδωρος, «ένα μωσαϊκό από κόσμους είναι το ίδρυμα» (σελ. 68) . Αν θέλαμε να συμπληρώσουμε την ατάκα του ήρωα, θα λέγαμε πως το ίδρυμα είναι ένα μωσαϊκό από τραγικούς κόσμους ανθρώπων μιας παρα-κοινωνίας που λειτουργεί παράλληλα με τη «νόμιμη», «κανονική» κοινωνία στο σκοτάδι, που ωστόσο καθρεφτίζει όλη την παθογένειά της και τις αδυναμίες της. Ο Ισίδωρος «συνειδητοποιούσε ότι κάθε άνθρωπος που βρέθηκε εδώ είχε κι έναν ξεχωριστό, αποκλειστικά δικό του κόσμο» (σελ. 68).

Το ίδρυμα είναι ένα μωσαϊκό από κόσμους, μωσαϊκό από ακραίες εμμονές ανθρώπων χωρίς αντίληψη και χωρίς ταυτότητα και που στο ψυχιατρείο έγιναν οι «άλλοι». Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα στο οποίο ο αφηγητής ξετυλίγει τις σκέψεις του ήρωα με αφορμή την γνωριμία του με έναν τρόφιμο του ιδρύματος, έναν γέροντα με άνοια που έχανε τον δρόμο και που πάντα έμενε στην Αμμόχωστο:

«Ο Ισίδωρος ένιωθε μια απέραντη τρυφερότητα για τον άγνωστό του. Κι έκανε διάφορες σκέψεις: δεν είχε καμία απολύτως σημασία τι υπήρξε αυτός ο άνθρωπος στη ζωή του, πλούσιος ή φτωχός, μορφωμένος ή αγγράμματος, καλός ή κακός. Ήταν πια ένα άτομο χωρίς αντίληψη, μα και χωρίς ταυτότητα. Έμεινε για πάντα σε μια άλλη εποχή, με κάποιες εικόνες στο μυαλό, χωρίς αισθήματα, χωρίς ελπίδες για το μέλλον, χωρίς να αναγνωρίζει κανέναν, ούτε τον ίδιο τον εαυτό του. Ουσιαστικά ζούσε χωρίς να ζει, οι έννοιες του θανάτου και της ζωής κάλυπταν σ’ ένα αξεδιάλυτο σύνολο η μια την άλλη. Τουλάχιστον, σκέφτηκε ο Ισίδωρος, αν ο άνθρωπος αυτός ένιωσε το μεγαλείο του αληθινού έρωτα, για μια φορά έστω στη ζωή του, αυτό θα ήταν σίγουρα μια προίκα που θα έπαιρνε μαζί του» σ. 132).

Ο Ισίδωρος, ένα πλασματικό προσωπείο του ίδιου του συγγραφέα, εγείρει το ζήτημα του πνευματικού θανάτου της ταυτότητας του ψυχικά ασθενούς, που προηγείται του βιολογικού θανάτου. Είναι ένα βιβλίο που, εκτός από τη χρησιμότητά του ως λογοτεχνική πηγή και αφορμή διαλόγου για ιστορικο-κοινωνικο-πολιτικά ζητήματα, μπορεί να λειτουργήσει και ως πεδίο λόγου και αναζητήσεων βαθιά υπαρξιακών ζητημάτων. Ζητημάτων που αφορούν την ίδια τη ζωή, το νόημα αυτής, τον σκοπό της, το τέλος αυτής με τον βιολογικό ή πνευματικό θάνατο. Και πάνω απ’ όλα, μέσα σε όλα, γύρω απ’ όλα, ο συγγραφέας θέτει τον Έρωτα!

Η πλασματική, σκηνοθετημένη «τρέλα» του Ισίδωρου έχει ως αιτία τον έρωτα. Η σκηνοθετημένη «τρέλα» του θα πάρει σάρκα και οστά με την πλασματική εμμονή του να λέει ποιήματα σχετικά με τον θάνατο. Από την αρχή ο αναγνώστης ενημερώνεται για την απόφαση του δικαστηρίου, τη διάγνωση και την αιτία της ανάγκης εγκλεισμού:

«Η διαρκής ενασχόλησή του με τον θάνατο θεωρήθηκε κίνδυνος για τον ίδιο του τον εαυτό. […] Ο προϊστάμενος […] είχε δει την έκθεση των γιατρών, στην οποία γινόταν αναφορά σε ψυχωτικό σύνδρομο με «ήπια διαταραχή σκέψης», όμως θέλησε να του βγάλει ο ίδιος κάτι από μέσα του: τον ρώτησε από τι υποφέρει, για ποια συμπτώματα στη συμπεριφορά του βρέθηκε εκεί. Ο Ισίδωρος απάντησε λακωνικά: «Να, λέω ποιήματα για τον θάνατο.» (σελ. 13)

Το θεματικό μοτίβο του θανάτου έχει εξέχουσα σημασία στο βιβλίο, αφού αποτέλεσε τη δικαιολογία για εισαγωγή στο ίδρυμα, το έργο από την αρχή διανθίζεται με ποιήματα γύρω από τον θάνατο και ο ίδιος ο ήρωας, στην προσπάθειά του να γίνει πειστικός στον ρόλο που ανέλαβε να παίξει, εσκεμμένα στο ψυχιατρείο κάνει συνεχώς λόγο για θάνατο. Το βιβλίο, βέβαια, κλείνει με τον θάνατο, αφού ο βομβαρδισμός του Ψυχιατρείου Αθαλάσσας από την τουρκική αεροπορία την πρώτη μέρα της εισβολής, προκάλεσε τη δολοφονία δεκάδων ασθενών του ιδρύματος. Γύρω από τον ομαδικό τάφο των δολοφονηθέντων ασθενών, ο Ισίδωρος μονολογεί: «Τραγικό να σε θάβουν έτσι, χωρίς να ξέρουν ποιος είσαι, χωρίς έναν ιερέα, μια θρησκευτική τελετή, ούτε καν μια προσευχή.» (σελ. 226)

Τόσο η τρέλα όσο και ο θάνατος για τον Ισίδωρο (λογοτεχνικό προσωπείο του συγγραφέα) έχει τη δύναμη της αποδόμησης του κοινωνικού συστήματος. Σύμφωνα με τον ήρωα, ο θάνατος είναι «φαινόμενο απόλυτης ισότητας» (σελ. 227). Στην αρχή της γνωριμίας του Ισίδωρου με τον αξιοθαύμαστο για τον επαγγελματισμό, την ανθρωπιά και την ευαισθησία, προϊστάμενο των νοσηλευτών, Δαμιανό, ο τελευταίος λέει στον ήρωα:

«Η ψυχική ασθένεια εξισώνει τους πάντες. Σκέψου το, δάσκαλε. Η τρέλα είναι το μοναδικό φαινόμενο που εξισώνει όλους. Καμιά διάκριση».

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο συγγραφέας βάζει τον δάσκαλο ήρωά του να απαγγέλλει το ποίημα «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη, έτσι ώστε να αρχίσει να πείθει ο ήρωας για την παράξενη συμπεριφορά εμμονής με τον θάνατο. Δεν είναι τυχαία η πρόταξη μίζερων, μελαγχολικών και πεσιμιστικών ποιημάτων του αυτόχειρα Καρυωτάκη. Ο ήρωάς μας θα μπορούσε να είναι ένας άλλος Καρυωτάκης, ένα πρόσωπο που δυσκολεύεται να διαχειριστεί ζητήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, ένας ποιητής με ποιήματα που ξεκάθαρα στηλιτεύουν την κοινωνία και λειτουργούν ως κραυγή και ηχώ απελπισίας, ένας άνθρωπος που απελπισμένα οδηγήθηκε στην ακραία πράξη της αυτοχειρίας. Θα μπορούσε ο Ισίδωρος να είναι ένας άλλος Καρυωτάκης, αλλά δεν είναι! Ο Ισίδωρος μόνο συμβολικά λειτουργεί ως Καρυωτάκης. Ο ήρωας του Κώστα Λυμπουρή προσποιείται έναν πλασματικό, συμβολικό Καρυωτάκη, γιατί ο Ισίδωρος είναι από την αρχή μέχρι το τέλος υγιής ψυχικά. Οπωσδήποτε, ο Ισίδωρος είναι επαναστάτης και κτυπά με τον τρόπο του τη συντηρητική και προκατειλημμένη κοινωνία που οδήγησε την αγαπημένη του στον στιγματισμό και τον εγκλεισμό. Εντούτοις, ο Ισίδωρος είναι ένας δικαιωμένος λογοτεχνικά ήρωας, είναι ένας νικητής-επαναστάτης, σε αντίθεση με το υπαρκτό πρόσωπο του Κώστα Καρυωτάκη.

Ο λογοτεχνικός κόσμος είναι πλαστός, κατασκευασμένος. Όπως υπογραμμίσαμε από την αρχή της παρουσίασης, ο λογοτέχνης δεν έχει καμία υποχρέωση να λογοδοτήσει σε καμία ιστορική αλήθεια, όσο κι αν επιδιώκει να αναπαραστήσει πιστά μια πραγματικότητα κι όσο κι αν επιδιώκει την αληθοφάνεια των ηρώων του. Ο λογοτέχνης, Κώστας Λυμπουρής, ακόμα κι αν κατορθώνει με αυτό το βιβλίο του να προβληματίσει και να ευαισθητοποιήσει τον δέκτη για τον έγκλειστο κόσμο ενός Ψυχιατρικού Ιδρύματος, για τα πάσχοντα σώματα και τα στιγματισμένα υποκείμενα, εντούτοις αυτό που πάνω απ’ όλα πετυχαίνει είναι να ταξιδέψει τον αναγνώστη του στον πλασματικό κόσμο του ερωτευμένου Ισίδωρου με την Ανθούλα, που παρόλες τις αντιξοότητες και τα κοινωνικά εμπόδια, ο Έρωτάς τους αναδεικνύεται νικητής.

Τελικά, στο ερώτημα αν πάσχει ο λογοτεχνικός ήρωας, Ισίδωρος, η απάντηση είναι και όχι και ναι. Όχι, δεν πάσχει από ψυχική διαταραχή. Ναι, πάσχει από έρωτα. Και ο έρωτας αυτός καθίσταται τελικός κριτής και η μόνη, ενδεχομένως, οδός νίκης του θανάτου και ανάδειξης της αξίας της ζωής.

Το βιβλίο «Αθαλάσσα», την ίδια ώρα που διαλέγεται με τον εξωτερικό κόσμο και την κοινωνία με όλες τις ιστορικές, πολιτικές, ιδεολογικές πτυχές της, ταυτόχρονα συνομιλεί με σημαντικά έργα κυπριακής, ελληνικής και παγκόσμιας γραμματείας. Ο πάσχων ερωτοχτυπημένος Ισίδωρος θα μπορούσε να είναι ένας άλλος Ερωτόκριτος, ο οποίος βιώνει ακραίο ερωτικό πόθο, αντιμετωπίζει ανυπέρβλητες δυσκολίες που τον καταπτοούν ψυχικά και σωματικά και τον φέρνουν στο μεταίχμιο λογικής και τρέλας, ζωής και θανάτου. Ο έρωτας είναι από μόνος του μια ασθένεια και είναι από μόνος του ένα ιδιαίτερο καθεστώς μεταξύ λογικής και παραλόγου και αυτό το γνώριζε πολύ καλά και ο Βιτσέντζος Κορνάρος. Προφανώς, το γνωρίζει πολύ καλά και ο φιλόλογος, εκτός από συγγραφέας, Κώστας Λυμπουρής, αν έχει υπόψη του τη μελέτη του Massimo Peri Του Πόθου αρρωστημένος, Ιατρική και Ποίηση στον Ερωτόκριτο (1999) . Η Ανθούλα, ως άλλη Αρετούσα, αντισυμβατική και ανυπότακτη μιας πιο σύγχρονης εποχής, βιώνει το κόστος αυτής της αντισυμβατικότητας με τον εγκλεισμό στο ίδρυμα, παρόμοια με την Αρετούσα που αρνούμενη να παντρευτεί το βασιλόπουλο που θέλει ο πατέρας της, φυλακίζεται από αυτόν στο ανήλιαγο υπόγειο. Όλο αυτό το πάθος διογκώνεται εξαιτίας της απόστασης και της απομάκρυνσης των δύο νεαρών ερωτευμένων.

Επιπλέον, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως σελίδες από το βιβλίο του Κώστα Λυμπουρή συνομιλούν με το βαρναλικό «Φως που καίει» και όλη την αιρετική γραφή του αφορισμένου από την εκκλησία, Κώστα Βάρναλη, που συλλαμβάνει την ιδέα να σκηνοθετήσει ποιητικά έναν διάλογο -σε τόπο μαρτυρίου- ανάμεσα στον Μώμο, τον Προμηθέα και τον Ιησού. Εκεί τα ερωτήματα του Μώμου αποδομούν το σύστημα συμβόλων της ορθόδοξης πίστης, με αποτέλεσμα τον προβληματισμό, αλλά μιας αισθητικής απόλαυσης για τον δέκτη, εξαιτίας της πνευματικής ευστροφίας και του αναμφισβήτητου χιούμορ. Ένας αναγνώστης που έχει υπόψη του το έργο του Βάρναλη δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει κοινά θεματικά μοτίβα στην Αθαλάσσα του Λυμπουρή στον διάλογο που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν ασθενή του ιδρύματος που πίστευε πως ήταν ο Άγιος Παύλος, αλλά μόλις γνώρισε έναν ασθενή που πίστευε πως ήταν ο Χριστός, οι εμμονές του άλλαξαν, και αποφάσισε να αλλάξει ταυτότητα και να παρουσιάζεται ως Ιούδας. Μέσα στον χώρο του ιδρύματος ο Κώστας Λυμπουρής πλέκει εξαιρετικούς διαλόγους ανάμεσα στον πρώην Άγιο Παύλο-νυν Ιούδα και τον Χριστό, θίγει με τη σειρά του πτυχές θρησκευτικών συμβόλων και αντιλήψεων με έναν τρόπο αριστοτεχνικό, γιατί σε καμία περίπτωση δεν διαπιστώνεται διακωμώδηση των ασθενών, ενώ το χιούμορ συνυπάρχει με μία ταυτόχρονη πνευματική διαπραγμάτευση υπαρξιακών ζητημάτων και ερωτημάτων που προσεγγίζουν κριτικά θρησκευτικά ιδεολογήματα και συμβολισμούς. Σε αυτούς τους διαλόγους που προκύπτουν μέσα από τα μαθήματα που συνηθίζει να κάνει ο δάσκαλος Ισίδωρος σε άλλους τρόφιμους και στην επιστολή που αποφασίζει η ομάδα να στείλει στον Θεό, έχουμε μια πολύ δυνατή συγγραφική και δημιουργική στιγμή του συγγραφέα Κώστα Λυμπουρή.

Σε ένα βιβλίο συνάντησης της Λογοτεχνίας με την Επιστήμη και την Ψυχιατρική, δεν θα μπορούσε να μη γίνει λόγος για τη σύνδεση του λογοτεχνικού έργου με τον ανθρώπινο ψυχισμό, έτσι όπως η σκέψη του Φρόυντ την έχει θεωρητικά διαπιστώσει. Σε κάθε λογοτεχνική δημιουργία, ο Φρόιντ αναγνώριζε την ικανότητα των δημιουργικών συγγραφέων να εμβαθύνουν στην ψυχολογία του ανθρώπου (Χαρτοκόλλης, Λογοτεχνία και Ψυχανάλυση, 1999). Πόσο μάλλον όταν ο χώρος δράσης των ηρώων είναι το Ψυχιατρείο και οι μυθιστορηματικοί ήρωες είναι κλινικές περιπτώσεις με εμμονές (με άστρα, ράσο, ονόματα Παναγίας, με ζωγραφιές, με φίδια, με σκιές, με βράκα, με κεντήματα, με φυσαρμόνικα, με τραγούδι), κρίσεις και παραληρήματα.

Ο μυθοπλαστικός κόσμος στην Αθαλάσσα του Λυμπουρή επιτρέπει στον συγγραφέα αλλά και στον αναγνώστη του μια απόπειρα κατανόησης πτυχών του ανθρώπινου ψυχισμού ανθρώπων που έχουν ήδη βέβαια διαγνωσθεί με ψυχική διαταραχή που επιβάλλει την αποκοπή από την κοινωνία. Τόσο ο συγγραφέας την ώρα της κατασκευής των ηρώων του όσο και ο αναγνώστης που απολαμβάνει το λογοτεχνικό δημιούργημα δεν μπορεί να αντισταθεί στο εγχείρημα αποκωδικοποίησης της σκέψης και δράσης των μυθοπλαστικών προσώπων. Βέβαια, όπως έχουμε ήδη τονίσει ο κεντρικός ήρωας δεν είναι κλινική περίπτωση. Ωστόσο, σε έναν τέτοιο χώρο «φλερτάρει» συνεχώς με την κάθοδο στη λογική των τρελών. Επιπλέον, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον για τον αναγνώστη να παρατηρεί τον αντίκτυπο των ιστορικών και πολιτικών γεγονότων της έξω κοινωνίας στην «άλλη» κοινωνία του Ψυχιατρείου. Το πάτημα του ποδιού του Άμστρονγκ στο φεγγάρι το 1969 επηρεάζει δραματικά τη ψυχοσύνθεση του ασθενούς Παντελή που νομίζει ότι είναι ο Πλούτωνας και δεν αποδέχεται την καταστροφή της ομορφιάς του κόσμου, όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται. Ένα άλλο παράδειγμα της επίδρασης αυτής και των τραγελαφικών αντιδράσεων είναι η ξαφνική και βαριά κρίση που παθαίνει ο ασθενής που πιστεύει ότι είναι ο Μακάριος, όταν –παρακολουθώντας τις ειδήσεις– πληροφορείται τη δεύτερη δολοφονική απόπειρα του Μακάριου Γ΄.

Εξέχοντα ρόλο στο βιβλίο έχει το όνειρο. Αξίζει –οπωσδήποτε– να υπογραμμιστεί η παρεμβολή δύο ονείρων του ήρωα που διακόπτει την κανονική ροή της αφήγησης. Το πρώτο όνειρο του Ισίδωρου τοποθετείται χρονικά στα 1968 και πρόκειται ουσιαστικά για έναν εφιάλτη που λειτουργεί ως ένα «ταξίδι» και μια ιστορική διαδρομή στα τοπικά και διεθνή προβλήματα της εποχής. Στο αχανές του υποκειμενικού χώρου και χρόνου που ένα όνειρο επιτρέπει, αυτοαναφορικά το κείμενο ξεκινά από το «Έχω ένα όνειρο» του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, περνάει σε συνθήματα του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, μεταβαίνει στον Γαλλικό Μάη, στην ανοιξιάτικη Πράγα, στον Έλληνα Αλέξανδρο Παναγούλη, στον Κύπριο Γρηγόρη Αυξεντίου, στο Βιετνάμ, στο Μεξικό, στη Νιγηρία που πεθαίνουν από την πείνα διακόσια παιδιά κάθε μέρα, στα παιδιά των λουλουδιών, στην Ανθούλα που γυμνή φοράει τα κίτρινα παπούτσια της.

Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας φανερώνει «τα συνθήματα μπλέκονται (σελ. 151), […] ο χρόνος μπλέκεται (σελ. 152). […] Οι πλατείες είναι γεμάτες από αίμα και θάνατο νέων ανθρώπων που θέλουν να διορθώσουν τον κόσμο. Που θέλουν να ονειρεύονται (σελ. 153)». Όπως επεσήμανε ο Φρόυντ στην ψυχαναλυτική θεωρία του, στη διάρκεια της ζωής οι επιθυμίες και φόβοι απωθούνται στο ανθρώπινο υποσυνείδητο, μα συνεχίζουν με λανθάνοντα τρόπο να επηρεάζουν το άτομο, χωρίς να το γνωρίζει. Αυτό το περιεχόμενο του υποσυνείδητου φανερώνεται στα όνειρα, στους συνειρμούς και στις φαντασιώσεις.

Το δεύτερο όνειρο έχει ημερομηνία 19 Νοεμβρίου 1973 και ο ήρωας σε ένα ακόμη εφιαλτικό παραλήρημα (και στο πλαίσιο της συνειρμικής γραφής από τον Λυμπουρή) μεταφέρεται από τα δραματικά γεγονότα του Πολυτεχνείου, στη Χιλή, στη Ταϊλάνδη, συναντά εκ νέου τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και το όνειρό του, τον Αλιέντε, τον Κυριάκο Μάτση. Σε αυτό το όνειρο έχει ενδιαφέρον το κριτικό αυτοαναφορικό σχόλιο του αφηγητή που επιτρέπει στον αναγνώστη να συμπληρώσει το πολιτικό προφίλ του ήρωα, τον οποίο αν θεωρήσουμε λογοτεχνικό προσωπείο του συγγραφέα, θα οδηγηθούμε σε συμπεράσματα για το πολιτικό πορτρέτο του ίδιου του συγγραφέα:

«Όσο κι αν τα όνειρα συνιστούν μιαν άλλη πραγματικότητα που λειτουργεί μέσα μας, αλλά ερήμην μας, ο Ισίδωρος δεν μπορούσε να τα αγνοήσει. Οπωσδήποτε είχε ανατραφεί από τους γονείς του με αρχές, πάντα όμως σε συντηρητικά πλαίσια. Είχε ισχυρό το αίσθημα του δικαίου, όμως ούτε ο ίδιος μπορούσε να διανοηθεί ότι θα εξελισσόταν σε επαναστάτη. Όσα έβλεπε στα όνειρά του τον ταύτιζαν με την ιδεολογία περίπου ενός διεθνιστή, μια ιδιότητα που τον ξάφνιαζε. Από την άλλη, δεν έπαψε να αισθάνεται βαθύτατα χριστιανός και ένας σωστός Έλληνας και πατριώτης. Τίποτε όμως απ’ όλα αυτά δεν αναιρούσε το άλλο. Άλλωστε, ο ρόλος που ανέλαβε να διαδραματίσει, έστω και μέσα σ’ ένα ψυχιατρείο, έκρινε πως συνιστούσε μιαν ανθρωπιστική αποστολή και αυτό πια ήταν ο σκοπός της ζωής του. Κι αν όλοι οι αγώνες, ιδιαίτερα των νέων, γίνονται για το καλό του ανθρώπου, για έναν καλύτερο κόσμο, καλώς γίνονται. Ανεξάρτητα από ιδεολογικές ταμπέλες». (σελ. 195-196)

Η παρουσία του ονείρου στο βιβλίο καθώς και το πολιτικό και ιδεολογικό προφίλ του Ισίδωρου, θεωρώ ότι είναι τα σημεία εκείνα που θα μας βοηθήσουν να καταλήξουμε σε ένα σημαντικό συμπέρασμα για τη θέση και τη συμβολή αυτού του βιβλίου στην κυπριακή πεζογραφία. Αναμφίβολα, εμπλουτίζει τη λογοτεχνική παραγωγή αυτής της περιόδου τόσο θεματικά όσο και ως προς τις αφηγηματικές τεχνικές. Ωστόσο, εκεί που αξίζει να εστιάσει το βλέμμα η κριτική είναι στην ανάδειξη της «ιδιάζουσας ταυτότητας της κυπριακής πεζογραφίας», όπως διαπιστώνει ο Αλέξης Ζήρας στο βιβλίο του Όψεις της κυπριακής πεζογραφίας. Ο Ζήρας, πέρα από τη δεδομένη ομογλωσσία της κυπριακής και ελλαδικής λογοτεχνίας, υπογραμμίζει τις αποκλίσεις της πεζογραφίας της νήσου από τη μητρόπολη υποστηρίζοντας στην ουσία την ανάδειξη διακριτής κυπριακής Πεζογραφίας από την ελλαδική. Ισχυρίζεται πως τα ιστορικά θέματα και γεγονότα με τα οποία καταπιάνονται οι δύο λογοτεχνίες, δεν οδηγούν σε συμπέρασμα ταυτοσημίας και κυρίως η απόκλιση αφορά τις τεχνικές γραφής. Επ’ αυτού, ο Ζήρας παρατηρεί:

«Στην πεζογραφία της νήσου θα διακρίνουμε με μεγαλύτερη ευκρίνεια απ’ όσο στην ποίηση κάτι το παράδοξο και συνάμα πρωτότυπο. Το ότι έχει από νωρίς, δηλαδή από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, μια δική της υβριδική ταυτότητα, την οποία διατηρεί ως σήμερα. […] Η κυπριακή πεζογραφία στη συνολική της εικόνα συγκλίνει πολύ λιγότερο με την ελλαδική, τεκμήριο μάλιστα αυτής της διαφοροποίησης είναι και το ότι οι σχετικά λίγοι και μεμονωμένοι πεζογράφοι του νησιού, τουλάχιστον οι πιο υπολογίσιμες περιπτώσεις, δεν ακολούθησαν τις κυμαινόμενες τάσεις της τελευταίας, οι οποίες συνήθως κατευθύνονταν προς τον ρεαλισμό και πολύ σπανιότερα προς την ελλειπτική, συνειρμική γραφή. Αντίθετα, στην Κύπρο, ο κλειστός χώρος, η κλειστή κοινωνική ζωή, τα κλειστά ήθη, συνέτειναν στη δημιουργία ενός ορίζοντα της δημιουργικής φαντασίας που ήταν σχεδόν εύλογα στραμμένος προς τα έσω της ανθρώπινης ύπαρξης». (Αλέξης Ζήρας, Όψεις της κυπριακής πεζογραφίας, σελ. 33-34)

Στην «Αθαλάσσα» του Λυμπουρή μπορούμε να διαπιστώσουμε όσα ο Αλέξης Ζήρας καταγράφει. Αυτήν ακριβώς την εσωστρέφεια του Κύπριου λογοτέχνη, το έντονο ψάξιμο του υπαρξιακού βάθους, εξαιτίας του άκρως συντηρητικού και κλειστού χώρου της κυπριακής κοινωνίας. Ο Ζήρας υποστηρίζει τη «σταδιακή αυτονομία του κυπριακού πεζού λόγου» και τονίζει το γεγονός ότι «οι Κύπριοι πεζογράφοι έμειναν πιο εξακολουθητικά ανοικτοί στις αφηγηματικές τεχνικές του μοντέρνου». (Ζήρας, σελ. 35). Επιπλέον, υπογραμμίζει την παραληρηματική γραφή και τη μη ρεαλιστική μυθοπλασία στο αχανές του υποκειμενικού χώρου και χρόνου. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία αναγνωρίσαμε στη γραφή του Κώστα Λυμπουρή, ιδιαίτερα στην παρεμβολή των δύο ονείρων του ήρωα και στη διαστολή φαντασιωτικών στοιχείων ενός επινοημένου λογοτεχνικά ρευστού χώρου και χρόνου.

Όπως έγινε αντιληπτό, το βιβλίο αυτό δύναται να ανακινήσει πολλαπλά ερωτήματα τόσο λογοτεχνικά όσο και ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά κλπ. Είμαι σίγουρη πως θα δοθεί η δέουσα σημασία από το αναγνωστικό κοινό και τον χώρο της κριτικής, ώστε το βιβλίο αυτό να λάβει την αναγνώριση που του αξίζει και μια εξέχουσα θέση στην ιστορία του κυπριακού πεζού λόγου.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Piet Mondrian. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: