Για την ταινία Rider της Chloé Zhao (2017)
Η αγάπη στοιχειώνει τα όνειρα του Brady Blackburn. Ξυπνά και την αγκαλιάζει, η κάμερα εστιάζει στα μάτια της: λύπη. Ένα χτύπημα στο κεφάλι, που τον βύθισε σε κώμα, του έχει αφήσει κουσούρι. Το δεξί του χέρι, το χέρι που βαστά το γκέμι δεν υπακούει στιγμές-στιγμές στο λαβωμένο κεφάλι, το λάσο δεν υπακούει στο λαβωμένο χέρι πια. Συγκίνηση ισχυρή γεννάει η καρτερία αυτού του παιδιού, η σταδιακή αποδοχή της μοίρας του, του θανάτου του ονείρου του, το ξύπνημα στον εφιάλτη, όταν βγάζει ένα-ένα απ’ του κεφαλιού του την πληγή τα μεταλλικά ράμματα. Η σκηνή που βγάζει τα ρούχα του καουμπόη από τον σάκο, ρούχα θαρρείς πεθαμένου, οι μπότες, η μπότα που εν είδει ανθοδοχείου στέκει μπρος στον τάφο της μητέρας του, το άλογο μινιατούρα από πλαστικό, παιχνίδι παιδικό, και κτέρισμα, που ο Brady το χουφτιάζει, κι η παλάμη αργεί ν’ ανοίξει ξανά, θαρρείς κι η σωματική αρρώστια επικοινωνεί με την ψυχική λαβωματιά. Η ταινία έχει έναν υπνωτιστικό ρυθμό, λες και η Zhao θέλει να γαληνέψει τον Brady, να τον κάνει να αγαπήσει τον εαυτό του, να ηρεμήσει για να σκεφτεί. Ο Lane Scott, ο φίλος που επισκέπτεται σε μονάδα αποκατάστασης, συνεννοούνται με κινήσεις των χεριών, συμφωνούν με χαμόγελο των ματιών, λέει ότι δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του να κάνει οτιδήποτε άλλο, απ’ το να καβαλά άγρια άλογα, απ’ το να θρέφεται από τον ενθουσιασμό της κερκίδας του ροντέο. Σπαρακτική η σκηνή όπου ο Brady ενθαρρύνει τον Scott, ο οποίος ιππεύει έναν μηχανικό, νωχελικό, ευαίσθητο απέναντι στην αναπηρία του θα έλεγες, ταύρο, δίχως κεφάλι, δίχως πόδια, αν θυμάμαι σωστά. Για πόσο θα κρατηθεί ο Brady μακριά από τον θανάσιμο κίνδυνο του έρωτά του; Βρίσκει μια προσωρινή, έτσι θεωρεί, δουλειά σε σούπερ μάρκετ. Λέει πως το κάνει για να συμπληρώνει το οικογενειακό εισόδημα. Ο πατέρας του χρωστά στον ιδιοκτήτη του τροχόσπιτου που νοικιάζουν. Όμως και στους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ καιροφυλακτεί ο πειρασμός, πιτσιρικάδες θαυμαστές του ταλαντούχου Brady ζητούν να φωτογραφηθούν μαζί του, ρυμουλκώντας τον στην ακλόνητη σαν τη μοίρα κι άθελα απαρνημένη επιθυμία του, στον θαμμένο ζωντανό μέσα του ερωτά του. Η μικρή αδερφή τουBrady, ένα αξιαγάπητο κι ευαίσθητο πλάσμα, πάσχει από αυτισμό. Δεν θέλει να μεγαλώσει, να φοράει σουτιέν, θέλει να παραμείνει παιδί, λες κι η υστέρησή της γιγάντωσε μια ενσυναίσθηση που νιώθει ότι ο κόσμος είναι δυστυχία. Το Rider λοιπόν είναι μια ταινία ενηλικίωσης και κάθε ενηλικίωση είναι σκληρή, συμβαίνει πάντα μετά από μια καταστροφή, βίαιη όπως η τρελή κούρσα του αλόγου στο ροντέο, η πτώση του αναβάτη, που τον υποβιβάζει σε πεζό ή σε ανάπηρο, σαν τον άμοιρο Scott. Ο πατέρας του Brady, τυχοδιώκτης, τζογαδόρος, αποφασίζει να πουλήσει το αγαπημένο άλογο του γιου του, τον Apollo, για να πληρώσει τα χρωστούμενα, να πουλήσει το μοναδικό της ζωής του γιου του φως(Απόλλων). Η πιο συγκλονιστική στιγμή είναι εκείνη όπου ο Brady σφυρίζει στον Apollo προτού ο πατέρας του τού κάνει ευθανασία, με μια σφαίρα στο μέτωπο. Ο θεός του φωτός λάβωσε το πόδι τρέχοντας ελεύθερος στα απέραντα λιβάδια, σακατεύοντάς το στο αγκαθωτό σύρμα ενός φράχτη. Άλογο και αναβάτης ταυτίζονται, μόνο που ο Brady οφείλει, αλλά και θέλει να ζήσει. But I’m a person, so I got to live. Ή δεν είναι έτσι; Υπάρχουν και οι άλλοι, η αγάπη που αγκαλιάζει, που σώζει. Ο Brady θα νιώσει ξανά κομμάτι της οικογένειάς του, προστάτης της, προστάτης της αδύναμης αδερφής του, του προβληματικού αλλά γηράσκοντος πατέρα του, άλλωστε η αγάπη που νιώθει για τη γη, για τον αέρα, για τα ζωντανά που τον περιβάλλουν είναι η ζωή, η πραγματική ζωή, το αίσθημα και το συναίσθημα, το οξυγόνο του κι ο υπαρξιακός ορίζοντάς του, αχανής σαν τους ορίζοντες της Νότιας Ντακότα. Σκέφτεται να ασχοληθεί με την εξημέρωση των αλόγων, που την παίζει στα δάχτυλα, αλλά μια λιποθυμία θα τον κάνει να αναθεωρήσει. Τον λυγίζουν οι οικογενειακοί δεσμοί, ποιος θα κοιτάξει τη λαβωμένη του αδερφή όταν ο πατέρας του χαθεί; Όπως με το καλόπιασμα, με τον τρυφερό λόγο, με το χαλινάρι το άλογο εξημερώνεται, ο Brady εξημερώνεται με την αγάπη, ημερεύει από την αγάπη για την οικογένεια, δηλαδή για τη ζωή. Πηγαίνει για τελευταία φορά στο ροντέο, έτσι, σαν μια απότισης φόρου τιμής, κοιτά τα δάχτυλα που σφίγγουν το σκοινί, σκοινί που τον ενώνει με τον θάνατο κι αποφασίζει να κρατηθεί απ’ τη ζωή, θαρρείς και το άθελο γράπωμα του σκοινιού είναι το σημάδι που η ίδια η ζωή δίνει στον ιππευτή, για να δαμάσει αυτήν.