Μάριος Μιχαηλίδης, Των ενυπνίων, εκδ. Νίκας, Αθήνα 2021.
Η νέα ποιητική συλλογή του Μάριου Μιχαηλίδη, που φέρει τον μονολεκτικό τίτλο Των ενυπνίων, περιλαμβάνει μία σειρά τριάντα οκτώ ατιτλοφόρητων ποιημάτων τα οποία παρατίθενται αριθμημένα αλφαβητικά. Η λέξη του τίτλου προσδιορίζει ακριβέστερα τον τρόπο και τη μέθοδο της σύνθεσης, από τη στιγμή που καθένα από τα ποιήματα προσδιορίζεται ως το στιγμιότυπο ενός ονείρου σε εξέλιξη. Η προσέγγιση αυτή διαμορφώνει ευθέως και ασυναίσθητα μία σύνδεση με το ποιητικό ρεύμα του υπερρεαλισμού, με τη διαφορά, όμως, ότι, στην περίπτωση του Μιχαηλίδη, οι ποιητικές συνθέσεις διατηρούν ανοιχτές τις γέφυρες επικοινωνίας με τον αναγνώστη, δεν διαρρηγνύουν, δηλαδή, τους δεσμούς συγγραφέα και αποδέκτη, αντίθετα τους υπηρετούν και τους ενδυναμώνουν.
Τα ποιήματα της συλλογής είναι γραμμένα σε στίχο ελεύθερο και η έκταση των περισσοτέρων είναι μάλλον μικρή, στοιχείο που τα καθιστά ιδιαίτερα καίρια και καταλυτικά, αφού η δύναμη της εντύπωσής τους στην αναγνωστική συνείδηση είναι αντιστρόφως ανάλογη της κειμενικής τους «διάρκειας». Παράλληλα με τα ποιήματα, το βιβλίο περιλαμβάνει και μία σειρά ποιητικών κειμένων γραμμένων σε πεζό λόγο, με τα οποία ο ποιητής επιχειρεί να διευρύνει και να διερευνήσει τους όρους και τα όρια της ποιητικής σύνθεσης και γραφής. Τα στιχουργήματα του Μιχαηλίδη, πιο συγκεκριμένα, επιχειρούν να συλλάβουν και να αποτυπώσουν την εύθραυστη ισορροπία που υφίσταται ανάμεσα στο όνειρο και την ποιητική δημιουργία και να αποτελέσουν ένα συνονθύλευμα των δύο. Ο ποιητής καταβυθίζεται στο όνειρο για να μπορέσει να ανασύρει από τον βυθό του την πρώτη ύλη των ποιημάτων του που δεν είναι άλλη από τις λέξεις, όπως αυτές μορφοποιούνται και μορφοποιούν το ασύλληπτο, το ονειρώδες, το μυστηριακό. Στενά συνυφασμένο με το κλίμα αυτό και τη διάθεση του ποιητή είναι το ερωτικό αίσθημα που συνδέεται στενά και απορρέει όχι τόσο από το όνειρο, όσο από τον συγγενή σε αυτό οραματισμό και ενατένιση του αγαπημένου προσώπου και του ρόλου ή της θέσης που αυτό είχε μέσα στη ζωή, αλλά και μέσα στην τέχνη του ποιητή: «Συλλογίζομαι το κλάμα μιας αθώας βροχής/ Που θα σε φέρει κοντά μου/ Ως τότε όμως θα ’χει ν’ αναθρέψει/ Αστραπές και ανέμους// Παράθυρο κλειστό/ Κι εσύ φεύγεις με την ακολουθία/ Μιας δυνατής βροχής» («ζ΄»). Ο ερωτισμός του ποιητή αποκτά μιαν ενορατική διάσταση στο μέτρο και στο βαθμό που δεν καθίσταται ποτέ χειροπιαστός και απτός, αλλά παραμένει πάντα νεφελώδης, τυλιγμένος στο πέπλο μιας νοσταλγικής μελαγχολίας ή ενός πικρού παράπονου που εντέχνως συλλαμβάνεται ή διαμορφώνεται τη στιγμή εκείνη της ποιητικής δημιουργίας και μετουσιώνεται σε στίχους.
Λαμβάνοντας κανείς υπόψιν του τα παραπάνω θα μπορούσε να διαμορφώσει την εντύπωση μιας ποίησης απολύτως προσωπικής, μίας ποίησης που εκκινεί και κατευθύνεται προς το ποιητικό υποκείμενο και μόνο, χωρίς να εξακτινώνεται προς άλλες θεματικές ή να αποκτά άλλες διαστάσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, κοντά στα απολύτως προσωπικά ποιήματα που ανιχνεύουν τις διαθέσεις και τις εσωτερικές διαδρομές της ποιητικής σκέψης και έκφρασης, υπάρχουν ποιήματα περισσότερο εξωστρεφή, με την έννοια του ποιητικού αντικρίσματος της πραγματικότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται στις συνθήκες της σύγχρονης ζωής. Ο ποιητής προβληματίζεται και προβληματίζει τον αναγνώστη του για ζητήματα επίκαιρα, όπως το προσφυγικό, με στίχους που αφυπνίζουν, ευαισθητοποιούν και κινητοποιούν το αίσθημα και τον λογισμό: «Στέρξε εμέ τον Σύρο τον πολύπαθο/ Κ’ έλα πάλι μαζί να νιώσουμε/ Μες στην ένθεη φιλανθρωπία/ Του Πλάτωνος και του Ιησού την/ Ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών» («κα΄»).
Τα πεζόμορφα κείμενα του βιβλίου έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και προσανατολισμό, καταδεικνύοντας τη μέριμνα του ποιητή όχι μόνο για το παρελθόν, για όσα συνέβησαν και σφράγισαν κατά τρόπο ανεξίτηλο την πορεία του ανθρώπου, αλλά και για το παρόν, από τη στιγμή που αυτό αποτελεί συνέχεια, συνάρτηση και αντικατοπτρισμό των περασμένων. Στο πλαίσιο αυτό ο Μιχαηλίδης τεχνουργεί τα κείμενά του έχοντας ως αφετηρία το παρελθόν αλλά ως στόχευση το παρόν και, πολύ περισσότερο, το μέλλον, τη διαμόρφωση του οποίου ο ποιητής οραματίζεται μέσα από σχεδόν βιβλικές εικόνες και καταστάσεις. Το μέλλον αυτό, μάλιστα, είναι το μέλλον της ίδιας του της τέχνης, της ποίησης εν προκειμένω, η οποία καλείται να σηκώσει στους ώμους της το βάρος του κόσμου και να καταστεί η λύτρωση και ο καθαρμός του. Η εναγώνια μέριμνα και φροντίδα του ποιητή για την τέχνη του λόγου και για τη θέση της μέσα στη διαχρονία αποκτά το χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά ενός εκκρεμούς που εκκινεί από το ποιητικό παρελθόν και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του για να καταλήξει στο παρόν της δημιουργίας του ίδιου του ποιητή. Έτσι, ο Μιχαηλίδης αναγνωρίζει στον εαυτό του αλλά και σε κάθε σύγχρονο ποιητή τη θέση, το ρόλο και την ευθύνη ενός σκυταλοδρόμου που παραλαμβάνει από τους παλαιότερους και πλάθει το νέο, το σύγχρονο, το παροντικό: «Αποκολλώντας από των ειδώλων τα αχνά περιγράμματα, μπορεί μαζί μ’ αυτά να νιώσεις να αποστάζουν υπερούσια ίχνη από μύρα και σπαράγματα επιθυμιών. Τότε μόνο εσύ θα ξέρεις πως όλα στην αναμονή τους είναι μια ποίηση.» («λδ΄»).
Συνοψίζοντας και αναζητώντας κανείς τα στοιχεία εκείνα που προσδίδουν στη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή την ιδιαιτερότητα και την ιδιοτυπία της, θα μπορούσε να κινηθεί προς την κατεύθυνση της γλώσσας και του λεκτικού των ποιημάτων που αναδεικνύεται αμέσως ιδιαίτερα φροντισμένο, επιλεγμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μαρτυρεί την άρτια φιλολογική εξάρτηση του ποιητή, αλλά και την οικείωση του τελευταίου στην καβαφική ποίηση και ποιητική, στον τρόπο κι τη μέθοδο του μεγάλου Αλεξανδρινού ο οποίος, στην περίπτωση του Μιχαηλίδη, φαίνεται πως υπήρξε μία από τις δεξαμενές τόσο στο επίπεδο της θεματικής, όσο και σε αυτό του ύφους και του ήθους των ποιημάτων του. Ο Μιχαηλίδης, ωστόσο, διαμορφώνει τη δική του ποιητική φωνή προβαίνοντας σε μια (ανά)γνωση του Καβάφη η οποία πραγματοποιείται με τους όρους μιας ανανέωσης που έχει στο κέντρο της την γλώσσα και τη συγχρονία.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Wilhelmina Barns Graham. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]