Ιωάννης Βογιατζής, Η Εκκλησία πάει σινεμά, Αρμός, Αθήνα 2020.
«Είχα μπροστά μου τη θάλασσα και το βλέμμα μου γέμιζε από το επιβλητικό σχήμα του βαποριού στην αποβάθρα, που ο θόρυβος από τις μηχανές του, λίγο πιο μπροστά με είχε αναστατώσει. Μαύρο και κόκκινο απ’ έξω το σκάφος, κίτρινο στα τμήματά του που φαινόταν μέσα από την κουπαστή […] διατηρούσε μια επιβλητική σαφή σιωπή το πλοίο με τον όγκο του, γεμάτο μυστήριο σαν ένα ζώο. Όλα τα πράγματα του κόσμου σκέφτηκα, όποια χέρια κι’ αν τα ’πλασαν είναι άξια της προσευχής μας. Τίποτα δεν υπάρχει μηχανικά απλώς για να ’ναι χρήσιμο. Δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος με τα πράγματα, τα ζώα ή σίδερα αν αυτά δεν είναι γεμάτα από έρωτα […]» [1].
Το πεντζίκειο πλάνο, γιατί θα μπορούσε κάλλιστα να πρόκειται για κινηματογραφικό πλάνο, τούτη η μυστική πλανοθεσία του μύστη των συγκεκριμένων πραγμάτων με τα οποία συνάπτει ―εν ονόματί τους― γάμο σε όλο το μήκος και το πλάτος του κόσμου και του χρόνου, θα μπορούσε να μας μυσταγωγεί ως ύμνος εισοδικός στη συζήτηση για τη θεολογία και την τέχνη και εν προκειμένω για την κινηματογραφική ποιητική που ο Ιωάννης Βογιατζής άριστα αναδεικνύει με το έργο του. Αυτή η ολιστική ματιά επάνω σε όλα τα πράγματα του κόσμου, που προϋποθέτει και συγχρόνως γεννά την ερωτική σύνδεση με αυτά, πέραν της μηχανιστικής παρατήρησης που στεγνώνει τον βίο μας [2]· αυτός ο ερωτικός ολισμός, που γίνεται προσευχή για όλους και για όλα, τολμώ να πω ―υποψιάζομαι πως το ίδιο θα έλεγε χωρίς ενδοιασμούς και ο συγγραφέας του βιβλίου που θέλω να σας συστήσω― συμποσώνει ολάκερη την παράδοση, τη ζωή και την τροπολογία της Βίβλου, των εκκλησιαστικών πατέρων, της λειτουργικής ζωής με την ποίησή της, των συγχρόνων αγίων, με πρώτο να σέρνει τον χορό ―τον καλαματιανό κατά προτίμηση, αφού κινούμαστε ακόμα σε κλίμα Πεντζίκη― τον Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη. Τούτος ο τελευταίος αναδεικνύεται, καθώς περνούν τα χρόνια και τα ποιητικά του λόγια όλο και περισσότερο μας στηρίζουν, σε στυλοβάτη της φιλόκαλης αισθητικής της ορθοδοξίας στη σύγχρονη εποχή· ένας Αρμός πολύτιμος, που ενώνει τα το πριν διεστώτα.
Πίσω στο υπέροχο, επιβλητικό βαπόρι του Πεντζίκη, το κινηματογραφικό σκάφος, που είναι να αναρωτιέται κανείς με πόση ιεροπρέπεια, από ποιά άραγε γωνία θα το αναδείκνυε ο φακός ενός Αγγελόπουλου ή ενός Ταρσκόφσκι, θέλω να δώσω τον λόγο στον συγγραφέα μας που μας προσφέρει ο ίδιος το κλειδί, στην ίδια ευθεία με τον τρελό παιζω-γράφο της Θεσσαλονίκης, για μια τέτοια θέαση του κόσμου. Γράφει ο Ιωάννης, αποδίδοντας τον οντολογικό πυρήνα της αγγελοπουλικής ποιητικής:
«Η ραγισματιά στο θολό τζάμι του κόσμου, σαν ικεσία και σαν συγχώρεση, ένας “μνησιπήμων πόνος”, μας καλεί σε μια ποιητική αναστάσιμη σύλληψη του κόσμου, σε μια συγκατάβαση του μυστηρίου, ώστε μέσα από τις ρωγμές και τις ανεπάρκειές μας να ανακαλύψουμε εκ νέου τη διαφάνεια του Προσώπου και τον ρυθμό του κόσμου, να καταστήσουμε και πάλι την Τέχνη μυστήριο και να χωρά πια ολόκληρη την έκταση του σταυρικού μαρτυρίου». [3]
Σταυρικό μαρτύριο και ποιητική μαρτυρία άξονες βασικοί μιας ασκητικής και εν ταυτώ ευχαριστιακής μετοχής του κόσμου, αλλά τίποτε απ’ όλα αυτά δεν βγάζει νόημα και κυρίως, δεν αληθεύει χωρίς την αγαπητική, την ερωτική όραση του ποιητή: «Όλα είναι ίδια αν δεν τ’ αγαπάς / όλα μένουν ίδια άμα δεν τα πας / κι όλα αυτά που είναι γίνονται ξανά / μέσα απ’ τη δικιά σου τη ματιά» μας τραγουδάει τόσα χρόνια ο Ορφέας Περίδης, κι αυτός με τον τρόπο του λέγοντας, πως όλες οι σχέσεις γίνονται αληθινές μέσα απ’ το αγαπητικά ασκημένο αισθητήριο· αλλά τα πάντα μένουν νεκρά απέναντι στον ψυχρό οφθαλμό ή την ψυχρή κάμερα που δεν λειτουργεί ως όργανο αποκάλυψης και μεταμόρφωσης. Το τονίζει ξεκάθαρα και ο συγγραφέας μας, επικαλούμενος ορθότατα τον πολύ Ρίλκε, καθώς μας ξεκλειδώνει ολιστικά το έργο του Αντρέϊ Ταρκόφσκι: «Τα φιλμικά έργα του “μονάχα η αγάπη μπορεί να τα συλλάβει, να τ’ αγκαλιάσει, να σταθεί δίκαιη απέναντί τους”» [4].
Ας το πούμε λοιπόν ξεκάθαρα: αυτό το σπουδαίο βιβλίο για τη σχέση της Εκκλησίας και της θεολογίας με τον κινηματογράφο δεν θα μπορούσε να είχε γραφτεί εάν ο Ιωάννης Βογιατζής δεν αγαπούσε με πάθος το σινεμά και για να παραφράσω τον Πεντζίκη: οι ερμηνείες του είναι γεμάτες από έρωτα και έτσι μεταποιούνται σε μια παράλληλη προσευχή· για μια Εκκλησία και μια θεολογία της πρόσληψης, της κατάφασης στη χαρά και το μυστήριο της ζωής με ανοικτούς ορίζοντες σε κάθε ετερότητα, εμβαπτισμένες από τώρα στο εγκαινιασμένο μυστήριο των εσχάτων. Για όλα αυτά, μπορούμε πιστεύω δικαίως να τον βαφτίσουμε και επίσημα «κινηματογραφοθεολόγο». Ας τονίσουμε δε και το καθόλου αυτονόητο για την τυποποιημένη και στεγανοποιημένη Ορθοδοξία, πως, ναι, μπορεί και πρέπει να αγαπάει κανείς με πάθος τα έργα του πολιτισμού. Είναι μια αγάπη ένθεη και αναγκαία, γιατί, ναι, όπως κατέληξε πολύ ορθά ο Χρυσόστομος Σταμούλης να συμπεραίνει, ο Χριστός ήρθε και για τον πολιτισμό, γιατί αυτός δεν μπορεί παρά ιδωθεί ως προέκταση της κατ’ εικόνα Θεού δυνατότητας του ανθρώπου να παράγει έργα στο πρότυπο του Δημιουργού του [5]. «Όποια χέρια κι αν τα ’καναν» ας θυμηθούμε ξανά τον Πεντζίκη, τούτα τα έργα μπορείς να τα αγαπάς, καταφάσκοντας τον αντιηθικιστικό και αντιμανιχαϊκό πυρήνα της χριστιανικής βιωτής.
Ας μου επιτραπεί, προσεγγίζοντας το τέλος του σχολίου μου, να σημειώσω, βαδίζοντας σε δρόμους προς εμένα οικείους, καθώς έχω αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της συγγραφικής και ερευνητικής εργασίας μου στις έννοιες του τόπου και του χρόνου, του οικείου τόπου και της ετεροτοπίας στον Ν. Γ. Πεντζίκη και στον W. Berry, να διαλεχθώ λίγο ακόμα με το πόνημά του Ι. Βογιατζή και τις εκπληκτικές ερμηνείες του επάνω στο Τοπίο στην Ομίχλη και τη Νοσταλγία. Ανακαλύπτω λοιπόν κοινούς τόπους στους μείζονες αυτούς δημιουργούς (Αγγελόπουλο και Ταρκόφσκι), βλέποντας τη «γεωγραφική μυθοπλασία του συγκεκριμένου», του Πεντζίκη, που κινείται μονίμως —παρά θίν’ αλώς ή όχι— στο μεταίχμιο του ενθάδε και του επέκεινα, με τη μυσταγωγική περιπλάνηση ή το ταξίδι στην υπαρξιακή ετεροτοπία που αποτυπώνουν Αγγελόπουλος και Ταρκόφσκι αντίστοιχα. Ο δε Wendell Berry, o Αμερικανός ποιητής και πεζογράφος που μας κομίζει μια καταπληκτική ορθοδοξία εκτός ομολογιακών συνόρων —αυτή κι αν είναι «γεωγραφία της υπέρβασης» (όμορφη φράση, όλο ουσία, που μας συστήνει ο συγγραφέας) [6]―, τονίζει ξανά και ξανά, εντελώς χριστολογικά, πως στον διάλογο και τη σχέση που αναπτύσσει κανείς με τους τόπους ή τις ετεροτοπίες· με το οικείο μέρος ή αυτό της πρόσκαιρης φυγής, αν θέλει να κερδίσει την ψυχή του θα τη χάσει. Πεθαίνουν οι ιδέες και η αυτοειδωλική τάση μας για να αναστηθεί η συνεχώς ανανεούμενη, ανατρεπτική στάση προς τη ζωή μέσα από την επαφή με το τοπίο. Απομονώθηκε στο μυστηριώδες, μονίμως εμβαπτισμένο στη βροχή καταφύγιο του ο Ντομένικο της Νοσταλγίας, ώστε να ξανακερδίσει τη ζωή του για χάριν της ζωής του κόσμου και να εκφωνήσει στη μέση τους πλατείας στη Ρώμη τον συνταρακτικό μονόλογό του, με αποκορύφωμα τη φράση: «Τί σόι κόσμος είναι αυτός που αφήνει έναν τρελό να σας φωνάζει»;
Ας ολοκληρώσω μ’ ένα ποίημα του Γιάννη Βογιατζή, του ποιητή Γιάννη. Ετοιμάζει εδώ το πλάνο του ο ποιητής για μια κατ’ οίκον κινηματογραφική προσευχή:
Λίγη άμμο να φέρουμε και να σκορπίσουμε στο σπίτι
Μήπως ακούσουμε το βράδυ
Της θάλασσας τον παφλασμό
Ή θυμηθούμε τις ιστορίες των ναυτικών.
Εδώ μας έφερε το ταξίδι
Να κάνουμε τις βάρκες μας κρεβάτια
Και τις θάλασσες ταβάνια που μας πλακώνουν [7].
❧
Σημειώσεις
1. Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, Άγρα, Αθήνα ²1992, σ. 125
2. Πρβλ. Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Σημειώσεις Εκατό Ημερών. Εξομολογήσεις προς καταστροφή του φυσικού προσώπου σε μια προσπάθεια προς απόκτηση προσώπου εν ετέρα μορφή, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 47: «Γι’ αυτή την ευτυχία, τη σίγουρη και μοναδική, πέρα από τον κοσμικό θάνατο και ό,τι κοινωνικά μπορεί να θεωρηθεί σαν άρνηση της ζωής, ξεμοναχιάζονται σε σπηλιές και σε βουνά μερικοί άνθρωποι, θεωρούμενοι ίσως τρελοί και άρρωστοι, ολοκληρώνοντας όμως έναν βίο, που όπως στην κατάσταση των παιδιών, τίποτα το ψυχρά αντικειμενοποιημένο, κανένα ζωντανό μηχανοποιημένο δεν υφίσταται. Όλα είναι αγνωσία και αδιάκοπα καινούργια γνώση».
3. Ιωάννης Βογιατζής, Η Εκκλησία πάει σινεμά, Αρμός, Αθήνα 2020, σ. 208-209.
4. Βογιατζής, Η Εκκλησία πάει σινεμά, σ. 221.
5. Βλ. Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Έρως και Θάνατος. Δοκιμή για έναν πολιτισμό της σάρκωσης, Ακρίτας, Αθήνα 2009, σ. 122-123. Πρβλ. Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, «“Δος τω αδελφώ και τω ξένω”. Μια θεολογική ανάγνωση της Μετανάστευσης», Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; Κείμενα για το διάλογο της Ορθοδοξίας με την πόλη, την πολιτική και τον πολιτισμό, Αρμός, Αθήνα 2016, σ. 106-107· Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, «Σύναξις γεγονότων. Οι δογματικές προϋποθέσεις του υμνογραφικού έργου του σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ρόδου Κυρίλλου», εδώ [πρόσβ.: 8 Αυγούστ. 2021]. Στις παραπομπές που εδώ δίνω (η σειρά δεν είναι τυχαία αλλά εσκεμμένη) μπορεί να παρατηρήσει κανείς την αρχική αποδοχή της θέσης που δίνω στο κυρίως κείμενο (ο Χριστός ήρθε και για τον πολιτισμό), μετά από μια σημαντική και εν μέρει αυτοανατροπή του συγγραφέα, καρπό της κατάφασης στην ολιστικότητα και την απλότητα μιας ανθρωπολογίας σε (αυτονόητο) διάλογο με τη Χριστολογία. Τούτη η θέση στη συνέχεια εκδιπλώνεται για να τονίσει τη σημαντικότητα της ποίησης και της ποιητικής ως τρόπου που ξεπερνά τον πολιτισμό ως παραγωγή μνημείων, προτείνοντας την αγάπη ως μείζον δημιουργικό έργο.
6. Βογιατζής, Η Εκκλησία πάει σινεμά, σ. 210-242.
7. Ιωάννης Βογιατζής, «Η Κραυγή», Πάνω απ’ τις στέγες, Εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2008, σ. 30.
⸙⸙⸙
[Πρώτη ανάγνωση σχεδόν αυτούσιου του κειμένου αυτού πραγματοποιήθηκε κατά τη διαδικτυακή παρουσίαση του βιβλίου που διοργάνωσαν οι εκδόσεις Αρμός στις 9.4.2021. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Mitchell Kanashkevich. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]