Αγγελική Πεχλιβάνη, Οι γάτες του Τρίτου και άλλοι ζωντανοί, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2021.
Οι γάτες του Τρίτου φέρνουν στο μυαλό τις γάτες του Αϊ-Νικόλα, του Γιώργου Σεφέρη. Και τη γάτα που περπατούσε στην κουπαστή του πλοίου, στο Σουέλ της Ιωάννας Καρυστιάνη. Οι «Γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα» [1], γι’ αυτή την ταλάντωση ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, μέσα στον χρόνο. Κι εκείνη η γάτα/οι γάτες του Σουέλ [2], επειδή ακροβατούσαν διαχρονικά πάνω στα ρέλια, πάντα με το ίδιο όνομα, και με την περιφρόνηση του κινδύνου-θανάτου.
Γάτες που τριγυρίζουν ανάμεσα στα μνήματα – του Τρίτου νεκροταφείου – αλλά και σε άλλους χώρους, ζωντανών. Που συχνά μοιάζουν να διαχέονται ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί. Στη ζωή και στον θάνατο. Μετέχουν στις μνήμες αλλά και σε αγκαλιές και παιχνίδια. Γάτες με ρευστή υπόσταση, σαν να έρχονται από το παρελθόν, αλαφραίνουν το παρόν και προσπαθούν να εξευμενίσουν το μέλλον.
Τα ποιήματα αρχίζουν με δύο τρόπους: είτε σε μια προσποίηση παρόντος, η οποία ανατρέπεται στο τέλος, σαν ξυραφιά πραγματικότητας.
Προσπαθώ να τον μαλακώσω με επικλήσεις στη λογική, να τον ζεστάνω με γλυκές αποστροφές και επιφωνήματα, να τον κόψω μικρά μικρά κομματάκια και να τον καταπίνω, όταν κοιμάται.
Ο θάνατός σου είναι παγωμένος στον χρόνο./ Επιπλέω έξω από τον εαυτό μου./ Είμαι ο παντογνώστης αφηγητής. Και ξέρω ότι α υ τ ό δεν συνέβη. («Αφηγηματολογία Ι», σ. 37)
Είτε αρχίζουν με την επίγνωση της απουσίας, ενώ στο τέλος δίνεται ένα άνοιγμα αιωνιότητας, ή πικρού σαρκασμού οδύνης.
Όταν έβρεχε, με περίμενες περισσότερο. Έλεγες ότι μύριζε ωραία η βροχή στα χέρια μου και στον λαιμό μου. Δεν ανησυχούσες, έλεγες. Για τη βροχή περίμενες, τη μυριστική. Βρέχομαι, θέλω να μ’ αγκαλίσεις. Μυρίζω βροχή, όσο η βροχή δεν μύρισε ποτέ. Και περιμένω. («Βροχή», σ. 14)
Υπάρχει άπειρη ποσότητα τρυφερότητας στη συλλογή, άπειρος πόνος, μια ελεγεία. Το ποιητικό υποκείμενο δεν μπορεί να διαχειριστεί τη νωπή απώλεια, της μητέρας. Και ακροβατεί το ίδιο ανάμεσα στις μνήμες και στην παραίτηση. Στην παραμυθία των αναμνήσεων και στο χώνεμα με την απουσία. Οι μνήμες, συχνότατα, πονούν το ίδιο με την απώλεια. Να μη θεωρηθεί εντούτοις ότι βαραίνει η συλλογή από τη συναισθηματική φόρτιση, ότι γέρνει στην υπερβολή και στον μελοδραματισμό. Σαφώς υπάρχει συγκίνηση, και σπαραγμός. Αλλά το ποιητικό υποκείμενο βρίσκει διαφυγές. Πότε στις απώλειες των γειτόνων στο Τρίτο – που είναι βαρύτερες, εφόσον εκεί έχει αναστραφεί η φυσική τάξη και μητέρες θρηνούν τα νεκρά τους παιδιά. Πότε στις γάτες του Τρίτου και όχι μόνο, που κουλουριάζονται, χαϊδεύονται, παίζουν, υπακούν σε προσφωνήσεις ή κάνουν τα δικά τους σκέρτσα, συνεχίζοντας με έναν περίεργο τρόπο τη σχέση τους με τους αποδημήσαντες ή δημιουργώντας νέα σχέση με ζώντες και κεκοιμημένους ταυτόχρονα.
Το εξώφυλλο υποβάλλει αυτήν ακριβώς τη ρευστότητα, με τη γάτα, μαύρη εδώ, να κινείται ανάμεσα στη σκιά και στη ζωντανή παρουσία, σκιά περισσότερο θα έλεγα.
Η Αγγελική Πεχλιβάνη στήνει το στημόνι με ύφος απλό, όπως μιλούμε για συνηθισμένες καθημερινές καταστάσεις. Κι εκεί προστίθενται υφάδι οι λέξεις επιλεγμένες για να εκφράσουν το ακατάληπτο, το τετελεσμένο. Και να αμφισβητήσουν τον χαρακτήρα του απαρέγκλιτου με άλλες φράσεις που τορπιλίζουν τη βεβαιότητα. Κι ύστερα σκουραίνουν περισσότερο οι λέξεις, καθώς στην ύφανση μπλέκονται λέξεις που δείχνουν το αναπόδραστο του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου από τη ζοφερή πραγματικότητα, διανθισμένες με πικρό σαρκασμό και αυτοσαρκασμό.
Ας πρόφερες μονάχα τ’ όνομά μου/ κι εγώ θα εξερχόμουν/ τα σπάργανα περιβεβλημένη/ και τα εντάφια περικείμενη. («Λάζαρος», σ. 52)
Θεωρώ ευφυή την ποιητική εμπλοκή των γατών και την υποτιθέμενη μετάθεση του κέντρου βάρους σε αυτές. Από τον τίτλο ακόμη, Οι γάτες του Τρίτου και άλλοι ζωντανοί. Έτσι αρχίζει αυτό το «παιχνίδι» που περιγράφηκε πιο πάνω, της οδύνης και της διαφυγής.
Το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί την απεύθυνση σε β΄ ενικό στα πιο πολλά ποιήματα, σε μια μονολογική συνομιλία με τη μητέρα. Είναι εντυπωσιακό ότι μέσα από τον θρήνο, τον σπαραγμό, την αργή συνειδητοποίηση της απώλειας και της ταυτόχρονης άρνησής της, υποβάλλεται, προβάλλει καλύτερα, η εικόνα της μητέρας. Με πολλά από τα χαρακτηριστικά της, τις συνήθειες της, τις προτιμήσεις της.
Σήμερα Σάββατο, 21 Οκτωβρίου, η μικρή σου κόρη σου ’φερε τα αγαπημένα σου γυαλιά, ναι, τα σομόν, τα Prada, αυτά που σου αγοράσαμε απ’ την Ερμού (ή τη Σταδίου;), απ’ τον Αρτεμιάδη, εκείνα τα Χριστούγεννα του 2010 («Γυαλιά σομόν, ηλίου», σ. 19).
Μια ζώσα νεκρή η μητέρα, μπλεγμένη με το γαλάζιο χρώμα της μνήμης, όπως παρασταίνεται μέσα από το παιχνίδι της με τη γάτα.
Σήμερα, 18 Οκτωβρίου, ημέρα Τετάρτη, είναι πολύ ήσυχα, μητέρα. Το φως του φθινοπώρου είναι πλάγιο, όπως πρέπει να είναι.[…] Ξέρω, δεν συμπαθείς τις γάτες, μα αυτή είναι όμορφη πολύ. τώρα μας πλησιάζει και ανεβαίνει πάνω σου, έχει μια γαλάζια ουρά, που είναι θάλασσα, σηκώνει κυματάκι και σου χαϊδεύει τα μαλλιά και σε δροσίζει. Σήμερα ο καιρός είναι όμορφος.
Εσύ γαλάζια θάλασσα και η ουρά της γάτας να τρεμοπαίζει.
(«Ουρά θαλάσσης», σ. 17).
Η τελευταία ενότητα ανακαλεί τη μνήμη του πατέρα, να μη μείνει έξω από το πλαίσιο της απουσίας. Είναι ένας πατέρας αέρας Πεχλιβάνης. Που παραπέμπει στο επίθετο της συγγραφέως, αλλά και, για τη δική μου ανάγνωση,
– στο τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου με τίτλο «Πεχλιβάνης» και στον στίχο Μια νύχτα θα ‘ρθει από μακριά, βρε αμάν αμάν αέρας Πεχλιβάνης
– και στην έννοια της λέξης «πεχλιβάνης». Ένας αέρας που πιθανόν το ποιητικό υποκείμενο θα ήθελε να έχει δύναμη και να διαλύσει τα σκοτάδια, όμως αυτός κουβαλά σκοτάδι από μόνος του. μυρίζει χώμα, βροχή και φθινόπωρο.
Η αναφορά του ποιητικού υποκειμένου στον πατέρα δεν αλαφραίνει το βάρος του πένθους. Το διευρύνει ωστόσο. Η διεύρυνση αυτή μπορεί εντέλει να είναι παραμυθητική γι’ αυτό.
Στη συλλογή αυτή η Αγγελική Πεχλιβάνη γράφει για κάτι πολύ προσωπικό, από μια πολύ ιδιαίτερη οπτική και με ξεχωριστό ποιητικό τρόπο, έτσι ώστε η απώλεια να αγγίζει τον κάθε αναγνώστη, καθώς τέμνεται με κάτι διαφορετικό, ωστόσο ανάλογο, που ο ίδιος έχει βιώσει.
❧
Σημειώσεις
1. Γιώργος Σεφέρης, «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα», Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄, Ποιήματα, Αθήνα 1962.
2. Ιωάννα Καρυστιάνη, Σουέλ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Pablo Picasso. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]