Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ’30 [1]
«Η θέση που καταλαμβάνει το έργο των εκπροσώπων της γενιάς του ’30 στις Ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και στις φιλολογικές μελέτες εβδομήντα περίπου χρόνων, δίνει και το μέτρο των κατακτήσεών τους στον λογοτεχνικό χάρτη του 20ού αιώνα», γράφει η Χριστίνα Ντουνιά στο πρόσφατο μελέτημά της Αργοναύτες και Σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ’30 των εκδόσεων της «Εστίας». Στη βάση της παραδοχής αυτής ανευρίσκονται το αίτημα ανανέωσης των λογοτεχνικών μας πραγμάτων και η γενικευμένη διάθεση εξόδου στη δεκαετία του ’30 από την κρίση που σημάδεψε την προηγούμενη δεκαετία. Η τάση αυτή εκφράστηκε και από τη λογοτεχνική εκμετάλλευση του μύθου της Αργοναυτικής εκστρατείας, που καθρεφτίζει την ανάγκη για αισιοδοξία και συλλογική προσπάθεια (οι άριστοι των Ελλήνων γίνονται σύντροφοι για να κατακτήσουν το ποθητό τρόπαιο ή για να διαμαρτυρηθούν για τους «κολασμένους» ενός άδικου κόσμου). Επιπλέον, τα δύο Νόμπελ της ελληνικής λογοτεχνίας, τα ανοίγματα στον αγγλόφωνο μοντερνισμό και στον γαλλικό υπερρεαλισμό, με την ταυτόχρονη αναζήτηση της ελληνικότητας από εξέχοντα μέλη της γενιάς, η στροφή των ποιητών στον ελεύθερο στίχο, η λιγότερο πρόθυμη συμπόρευση των πεζογράφων με τα αιτήματα του μοντερνισμού, απαντούν, ίσως, στο ερώτημα γιατί εξακολουθεί να μας απασχολεί η γενιά του ’30.
Στην πρόσφατη αυτή έκδοση, που ανανεώνει το ενδιαφέρον μας για την πολυθρύλητη γενιά, εξετάζονται ζητήματα ιδεολογίας και πολιτικής, γλώσσας και αισθητικής, συγκριτικής γραμματολογίας και κριτικής πρόσληψης, ενώ παράλληλα επιχειρείται η μελέτη ειδικών όψεων του έργου των πρωταγωνιστών του λογοτεχνικού πεδίου μέσα στην κρίσιμη δεκαετία του ’30. Η ύλη κατανέμεται σε τρία μέρη: α. «Ιδέες και λογοτεχνία», β. «Δρόμοι της ποίησης», γ. Μυθιστόρημα και κριτική».
Μελετώντας η Ντουνιά το «διανοητικό πεδίο» της περιόδου ως τόπο σχέσεων, δύναμης και εξουσίας, σύμφωνα με την ανάλυση του Πιερ Μπουρντιέ [2], εξετάζει συγκριτικά τις δύο μεσοπολεμικές δεκαετίες, διερευνά τα πριν και τα μετά τη γενιά του ’30 και διαπιστώνει ότι στη δεκαετία του ’20 επιχειρείται η αυτονόμηση του λογοτεχνικού πεδίου, ενώ στην επόμενη ο χώρος αυτός ενισχύεται με τον αγώνα για επικράτηση καλλιτεχνικών ομάδων ή/και μεμονωμένων δημιουργών. Ανατέμνει, επιπλέον, την κοινωνική διχοτομία του ελληνικού μεσοπολέμου, που θα οδηγήσει στη μεταπολεμική κοινωνική και αισθητική πόλωση, και επανεξετάζει τις συγκλίσεις που καταγράφονται και ερμηνεύονται με βάση τα ιστορικά καθέκαστα.
Η μελετήτρια, γνωρίζοντας σε βάθος τη δεκαετία του ’20 και έχοντας ανοίξει το δρόμο με τις προηγούμενες εκδόσεις της, εγκύπτει εκ νέου σε λογοτεχνικά αρχεία, στον περιοδικό και καθημερινό τύπο, σε αλληλογραφίες και ημερολόγια. θέτει ξανά ερωτήματα κάτω από το πρίσμα νεότερων επιστημονικών εργασιών και άγνωστων τεκμηρίων και παρουσιάζει νέα ενδιαφέροντα στοιχεία (βλ. π.χ. την περίπτωση του Νικόλα Κάλα, σ. 110-16). Ο ιστορικός ορίζοντας των φιλολογικών συζητήσεων, των λογοτεχνικών κειμένων, της κριτικής, συνιστά σταθερό άξονα του βιβλίου και ορίζει την προοπτική με την οποία μελετήθηκε το πρωτογενές υλικό.
Και να μερικά από τα ερωτήματα που βρίσκουν απαντήσεις στις σελίδες του βιβλίου:
Ποια είναι τα σημεία τομής ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη μεσοπολεμική δεκαετία; Γιατί το εγχείρημα της Αριστεράς να συνδυάσει την καλλιτεχνική με την πολιτική πρωτοπορία έμεινε μετέωρο; Πώς διαμορφώθηκαν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την καλλιέργεια της ποίησης, της πεζογραφίας, του δοκιμίου;
Και πιο ειδικά: Γιατί ο Βενιζέλος εκπέμπει εντυπωσιακή ακτινοβολία στους επιφανείς εκπροσώπους της γενιάς του ’30; Πώς και γιατί αναδεικνύεται η «ελληνικότητα» ως το κρίσιμο ιδεολόγημα των φιλελεύθερων διανοούμενων; Ποιες ήταν οι αισθητικές αναζητήσεις των μαρξιστών την ίδια περίοδο; Πώς συμβάλλει η δημοτική γλώσσα στη διαμόρφωση του πνευματικού πεδίου της περιώνυμης γενιάς; Πώς τοποθετούνται τα λογοτεχνικά έντυπα της εποχής σε μια σειρά μεγάλων πνευματικών διακυβευμάτων, όπως ο Καβάφης ή ο Καρυωτάκης; Ποια είναι η σχέση του Σεφέρη με τον Παλαμά και γιατί ο δεύτερος προτίμησε να χρίσει τον Ρίτσο ως διάδοχό του; Πώς προσλαμβάνει η γενιά τη δυναμική του Αιγαίου, πώς συμβάλλει στη μυθοποίησή του ο Περικλής Γιαννόπουλος; (ο πρώτος που αισθητοποιεί τις αξίες του νησιωτικού ελληνικού τοπίου και γράφει, το 1901, το πρώτο κείμενο για τα νησιά του Αιγαίου [σ. 166-7]).
Από την άλλη: Τι φέρνει τον Ρίτσο κοντά στον Καρυωτάκη; Ποια ήταν η αντιμετώπιση του τελευταίου από την μεσοπολεμική Αριστερά; Και ποια ήταν η κριτική υποδοχή του, ειδικά από τον Αντρέα Καραντώνη; Ποια του Βρεττάκου; Πώς διαγράφεται η σχέση του Εμπειρίκου με τον Αμερικανό Ουίτμαν και τη γενιά των Μπητ; Ποια ήταν η οφειλή του Οδυσσέα Ελύτη στον Πωλ Ελυάρ; Πώς υλοποιείται η ιδιάζουσα σύνδεση υπερρεαλισμού και ελληνικότητας στον Εγγονόπουλο; Πώς οι «Αργοναύτες» του πεζού λόγου (Θεοτοκάς κ.ά.) επιχειρούν να αποτυπώσουν μέσα από το μυθιστόρημα τη δυναμική αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας; Ποια θέση έχει μια κορυφαία ποιήτρια του ’20 (η Μαρία Πολυδούρη) στο έργο ενός μοντερνιστή συγγραφέα (του Κοσμά Πολίτη); Κι ακόμη: ποια θέση παίρνει ο έρωτας στον Καραγάτση και πώς ο ίδιος αποτιμά το ελληνικό μυθιστόρημα της εποχής με άξονα τη θεματική του έρωτα;
Η συγγραφέας, στηριζόμενη στη στέρεη γνώση της για την περίοδο, διαλέγεται γόνιμα με την πλούσια σχετική βιβλιογραφία, εξετάζει τις παράλληλες πορείες ως προς τα κομβικά σημεία του λογοτεχνικού κανόνα (δημοτικισμός, ρεαλισμός, μοντερνισμός κ.ά.), της «αστικής» λογοτεχνίας και κριτικής («αργοναύτες») με τις εναλλακτικές θέσεις και προτάσεις της Αριστεράς («σύντροφοι») και διαπιστώνει ότι οι δύο πλευρές συναντώνται από διαφορετικές αφετηρίες «στον πολύχρωμο χάρτη της λογοτεχνικής νεωτερικότητας». Βρισκόμαστε μπροστά στην πλέον νηφάλια αποτύπωση των ιδεολογικών ζυμώσεων στο χώρο της μαρξιστικής και της «αστικής» κριτικής της εποχής. Αλλά και ειδικότερων ζητημάτων, όπως η περιλάλητη «ελληνικότητα» (βλ. π.χ. τις ιδέες του Περικλή Γιαννόπουλου και την επίδρασή τους σε διακεκριμένους εκπροσώπους της τέχνης και του πνεύματος, σ. 183 κ.ε.).
Πέρα όμως από τον πλούτο των ειδικών θεμάτων τα οποία θίγονται στον τόμο, μέσα από τα οποία η γενιά του ’30 φαίνεται να αμφισβητεί κοινωνικές συμβάσεις και να αναζητά νέους τρόπους καλλιτεχνικής έκφρασης, το ενδιαφέρον εντοπίζεται στους τρόπους αφήγησης. Γιατί η προσεκτική και στοχευμένη διαπόρευση μέσα στο πυκνόφυτο δάσος των πηγών δεν κουράζει, καθώς ο αναγνώστης ανακαλύπτει διαρκώς καινούρια πράγματα -εκεί που νόμιζε ότι τα ήξερε όλα- και καθώς η συγγραφέας τον κατευθύνει να μαθαίνει «να βλέπει», κατά το πρόσταγμα του Προυστ [3].
Το αποτέλεσμα λοιπόν δικαιώνει οπωσδήποτε την συγγραφέα, ωφελεί όμως περισσότερο τον αναγνώστη. Ο τελευταίος βρίσκεται μπροστά σε μια θελκτική, ρέουσα αφήγηση, σε ένα αναγνώσιμο κείμενο, το οποίο, παρά την αυστηρή επιστημονικότητά του, επιβάλλεται με τη συγγραφική χάρη του. Η συγγραφέας, συνδέοντας με άνεση τους λογοτεχνικούς με τους ιστορικούς κόμβους, σε βοηθά να δεις τη στέρεη αλήθεια των πραγμάτων, σε κατευθύνει στο ουσιώδες και στο σημαντικό, σε οδηγεί σε καθαρές πηγές γνώσης και στοχασμού.
Τον αναγνώστη κατακτά επίσης η επιστημονική εντιμότητα και η σεμνότητα της γραφής: οι υποθέσεις, που διατυπώνονται με μια εμπράγματη αντίληψη, καθώς στηρίζονται, εκτός από την κριτική διαίσθηση, σε αδιαμφισβήτητα τεκμήρια [4]. οι θέσεις που εκφράζονται [5], η αξιοποίηση και ο έλεγχος των πηγών [6] αλλά και των ηχηρών αποσιωπήσεων [7]. Γιατί η κριτική τόλμη της Ντουνιά, γνώριμη και από τις προηγούμενες εργασίες της, οδηγεί σε ενδιαφέρουσες υποθέσεις και σε δίκαιες κρίσεις. Γιατί στην ανάγνωση αυτή χαίρεται κανείς την υπέροχη αρετή της επιείκειας, καθώς η συγγραφέας ενεργεί πάντα ως ανατόμος, όχι ως δικαστής [8].
Είναι λοιπόν μια μελέτη με σπάνιες συνθετικές και επιστημονικές αρετές που σε φέρνει σε επαφή με έναν πλούτο επιλεγμένων, δυσεύρετων συχνά, πηγών και σου επιβάλλεται, ταυτόχρονα, με τη γοητεία της αφήγησης. Είναι το χάρισμα της συγγραφέως να γράφει βιβλία αναγνώσιμα («τα καλά ηδέα ποιούσα») χωρίς καμιά επιστημονική έκπτωση. Αλλά και η ικανότητα να προσφέρει με γενναιοδωρία τους θησαυρούς της γνώσης («ξέροντας να τους δώσει» [9]), αυτούς που η ίδια με καιρό και με κόπο έχει κατακτήσει. Και είναι, επιπλέον, η καλαισθησία του βιβλίου, με το εικαστικό του Γιάννη Ψυχοπαίδη στο εξώφυλλο, το γραμματόσημο «Αργώ» του 1958 στο οπισθόφυλλο, τα προσεγμένα τυπογραφικά στοιχεία που συγκροτούν μια από τις αρτιότερες –βιβλιοφιλική θα την έλεγα– εκδόσεις της «Εστίας».
Πράγματι, η περιπέτεια της γενιάς του ’30 εξακολουθεί να προκαλεί το ενδιαφέρον μας. Ζωντανεύει ξανά με το ταξίδι αυτό στις αισθητικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές αναμετρήσεις που απασχόλησαν τους νεοέλληνες λογοτέχνες και διανοούμενους στους «μοντέρνους καιρούς». με την διάπλευση «λιμένων πρωτοειδωμένων», γεμάτων περιπέτειες και γνώσεις. με διαδρομές σε ιδέες και πρόσωπα και με συνοδούς τους φιλοτάξιδους μυθικούς «αργοναύτες» και τους ακαταπόνητους μεσοπολεμικούς «συντρόφους». Στις συναρπαστικές αυτές διαδρομές μάς προσκαλεί η Χριστίνα Ντουνιά έχοντας επιμελώς καταρτίσει τον οδικό χάρτη για τη λογοτεχνία της διάσημης δεκαετίας.
❧
Σημειώσεις
1. Το σημείωμα αυτό δεν φιλοδοξεί να αποτελέσει κριτική. συγκέντρωσα απλώς τα στοιχεία που σημειώθηκαν στα περιθώρια της έκδοσης -η αναγνωστική μου ανταπόκριση-, επιθυμώντας να διακοινώσω τον πλούτο γνώσεων, κρίσεων και ιδεών για μια περίοδο (την οποία νόμιζα ότι γνώριζα) και να συστήσω το γοητευτικό και πολλαπλώς χρήσιμο αυτό βιβλίο στον αναγνώστη.
2. Βλ. Pierre Bourdieu, Οι κανόνες της τέχνης. Γένεση και Δομή του Λογοτεχνικού Πεδίου, μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, Αθήνα, Πατάκης, 2007.
3. Βλ. π.χ. την έκφραση: «Βρίσκω ενδιαφέρον σε αυτό το χωρίο το ερώτημα […]» (σ. 198).
4. Βλ. «Θα πρότεινα τον Ασημάκη Πανσέληνο ως τον πιθανότερο συντάκτη του παραπάνω σημειώματος για δύο, κυρίως λόγους […]» (σ. 70).
5. Π.χ., «Η χειροθεσία στον Ρίτσο δεν ήταν πράξη αιφνίδια και τυχαία […]» (σ. 156).
6. «Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι ακριβώς όπως τα παρουσιάζει ο Αργυρίου […]» (σ. 156).
7. «Από τον κατάλογο αυτό ο Ρίτσος απουσιάζει. Είναι οπωσδήποτε μια σημαίνουσα ένδειξη» (σ. 246).
8. Π.χ., «Ωστόσο, αξίζει να επανεξετάσουμε την περίπτωσή του [: του Γιαννόπουλου], να τον δούμε μέσα στη δική του εποχή […]» (σ. 209).
9. Παραφράζω από την Σονάτα του Ρίτσου: «Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος / του πνιγμού / κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων, / απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα, […] / μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω -όχι, τα δίνω. / μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν -πάντως εγώ τα / δίνω».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]