frear

Για τις «Ασκήσεις αντοχής στο χρόνο» της Μαρίας Στασινοπούλου – γράφει η Βαρβάρα Ρούσσου

Το νέο βιβλίο μικρομυθοπλασίας της Μαρίας Στασινοπούλου Ασκήσεις αντοχής στο χρόνο στα ίχνη του προηγούμενου, Χαμηλή βλάστηση, μεταξύ άλλων, επαναφέρει τη συζήτηση περί ειδών.

Η διάρρηξη και η αντικατάσταση ή η ανάμειξη των αυστηρά διαχωρισμένων ειδών δεν αποτελεί πλέον καινοτομία και έχει πραγματωθεί σε μια ενδεχομενικότητα που τείνει προς το απόλυτο άνοιγμα και τη διάχυση της φόρμας. Έτσι, από τα κλασικά διακριτά είδη της πεζογραφίας, με κύριο κριτήριο την έκταση, προέκυψε η μικρομυθοπλασία που ευνοήθηκε για πολλούς λόγους, μεταξύ αυτών και το διαδίκτυο.

Η Μαρία Στασινοπούλου έχει συνείδηση εκ των έσω για τους κινδύνους αλλά και τις προκλήσεις της μικρής αυτής φόρμας: φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας δεν δοκιμάζεται πρώτη φορά στο «είδος». Έχει περάσει από τη βάσανο προηγούμενου βιβλίου μικρομυθοπλασίας αλλά και δημοσιεύσεων (μπονζάϊ), έχει λάβει τη σχετική ανατροφοδότηση από αναγνώστες, κριτική αλλά και από την αυτοκριτική.

Ο τίτλος Χαμηλή βλάστηση έμμεσα παρέπεμπε στον χώρο άντλησης υλικού, στο οικείο και καθημερινό, στο θεωρούμενο «ταπεινό» και όχι στο υψηλό. Το Ασκήσεις αντοχής στο χρόνο τροφοδοτείται και πάλι από την καθημερινή εμπειρία αλλά η βασική έννοια –χρόνος– είναι ρητή. Βέβαια ο χαρακτηρισμός «Ασκήσεις» έχει διττή σημασία: η γραφή ως άσκηση αντοχής στα δεινά της ανελέητης ροής του χρόνου αλλά και ο χαρακτηρισμός των κειμένων ως ασκήσεις (ύφους για να θυμηθούμε και τον Ρεημόν Κενώ).

Ένα ποικίλο βιωματικό υπόστρωμα (αδιάφορος ο βαθμός αυτοβιογραφικότητας) απασχολεί το βιβλίο, με θεματικές ενότητες που δεν διαχωρίζονται ορατά και όπου επανέρχεται η έννοια του χρόνου: ως ηλικία, γήρας, απώλεια και θάνατος, παρακμή ερώτων και γάμων, ενηλικίωση, ασθένεια, προσφυγιά, σχεδόν παντού η χρονική ροή ορίζει ένα ρητό ή υπόγειο πλαίσιο ως συνδετικό νήμα και θεμελιώνει την αναγνωστική έλξη αφού πρόκειται για πάγκοινο βίωμα.

Αναγνωρίσιμη αλλά διυλισμένη η μαθητεία στον Ιωάννου (παράδειγμα το «Ούτε γάλα ούτε ένεση»), με αφόρμηση τη στιγμή, ξετυλίγει ολόκληρο κόσμο άλλοτε θέτοντας ρητά ένα ζήτημα άλλοτε αφήνοντάς το κάτω από την αφήγηση του ατομικού περιστατικού.

Οι λεκτικοί συσχετισμοί αναδεικνύουν την πύκνωση, προσημαίνουν την κορύφωση αλλά διατηρούν τη βαρύτητα της κάθε λέξης-μονάδας υποδηλώνοντας επεξεργασία. Η πυκνότητα, ώστε να επιτευχθεί η συντομία, δε σημαίνει ποιητική αφαιρετικότητα (διότι υπερέχει η κυριολεξία και τα μεταφορικά σχήματα δεν είναι συχνά) αλλά οικονομία μέσων, λέξεων και αφαίρεση των στοιχείων της εκτεταμένης αφήγησης που εξοικειώνουν την πλοκή και τους χαρακτήρες με τον αναγνώστη. Ωστόσο, η κοινότητα του βιώματος φέρνει πιο κοντά τους χαρακτήρες που περιέχονται στα σύντομα πεζά της Στασινοπούλου. Τους κάνει ανθρώπους της διπλανής πόρτας –κάτι που αποτελεί στόχο, νομίζω, των αφηγημάτων: η άμεση συνομιλία, η επαφή, με τον αποδέκτη των μικροαφηγήσεων.

Ο ρεαλιστικός αλλά και στοχαστικός τρόπος, ο τόνος της καθημερινής κουβέντας που αποδίδεται με τον ευθύ λόγο, οι χαρακτήρες, που, αν και εκ της συντομίας του είδους δεν ψυχογραφούνται αλλά το στιγμιαίο ενσταντανέ της ζωής τους αποτελεί εύστοχη διείσδυση στον ψυχισμό τους και αιχμή για τη ζωή τους, δηλαδή μια αναγνωστική άσκηση της φαντασίας στο παρελθόν τους. Ξεχωριστό, κατά τη γνώμη μου, πεζό «Τα κλειδιά», όπου η συναισθηματική ένταση (ο συσχετισμός με τη χειμωνιάτικη φύση, οι παιδικές αναμνήσεις, το ποιητικό κλισέ αν και τόσο ταιριαστά τρυφερή φράση «η ψυχή της πέταξε σαν πουλάκι στον ουρανό», το άμεσα δηλωμένο συναίσθημα «Καταχώνιασα τη λύπη μου») συνάπτονται με τις υπαινικτικά αποδομένες τυπικές ή και κακές συγγενικές σχέσεις αλλά και με τη βιασύνη κάποιων να τελειώνουν με την απώλεια και με την ανάμνηση. Όμοια, υπογειωμένη ένταση αποδίδεται με το «Η Αννούλα». Ποιητική της απώλειας, με εξακτίνωση θεμάτων γύρω από την κεντρική θεματική του πένθους, το αφήγημα κορυφώνεται στην έννοια της μοναξιάς, ιδίως των ηλικιωμένων. Στη συλλογή οι κορυφώσεις ποικίλλουν από αιφνίδιες μεταβολές και καταλήξεις, αναπάντεχες λέξεις που δυναμιτίζουν τα προηγούμενα έως την αναμενόμενη κατάληξη που πρέπει στις τελευταίες φράσεις να αιτιολογήσει το «γιατί» της ελάχιστης αυτής αφήγησης. Σαρκασμός, ειρωνεία και χιούμορ εναλλάσσονται με τη μελαγχολία διατηρώντας σχετική ισορροπία στο κλίμα του βιβλίου, σε μια συλλογή όπου οι καθημερινές συζητήσεις της παρέας και της γειτονιάς, φωτίστηκαν διαφορετικά με τους όρους της μικρομυθοπλασίας αναδεικνύοντας μικρά κομμάτια ζωής, αναγνωρίσιμα από τον καθένα μας και καθρέφτη μας.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Kathleen Caddick. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη