Ο Παλαβός έχει εσωτερικεύσει τη Φύση του τόπου του, γι’ αυτό και οι ιστορίες του είναι αληθοφανείς, δηλαδή πείθουν· έχουν κάτι το χθόνιο οι ιστορίες του, γιατί τα πνευμόνια του δημιουργού έχουν ποτιστεί απ’ τον κουρνιαχτό του παιχνιδιού στον γενέθλιο τόπο. Μολαταύτα οι ήρωες του Παλαβού δεν τρυγούν έναν βίο εξιδανικευμένο στη συνείδηση του δημιουργού τους, αλλά τη ζωή στην πληρότητά της, δηλαδή και την πίκρα. Η ματιά του Παλαβού αισθητοποιεί με την έννοια της μετάπλασης τα τοπία της γενέτειράς του, τα ανανεώνει κάνοντάς τα δικά του, ως μια συναισθηματική ενδοχώρα πλέον. Στο Ελάφι, στην ορφάνια του ο ήρωας ταυτίζεται με το ζώο, κι αυτό νεαρό, εκτεθειμένο στους κινδύνους της νεότητας. Το διήγημα κλείνει με την πρόθεση του ζώου και με το παιδί να το ξενυχτά, όπως στων νεκρών ανθρώπων τα νυχτέρια, όμως εκεί το παιδί αναγνωρίζει μια καταγωγή, μια συγγένεια και μια ηθική επιταγή και προοπτική. Στις αισθαντικές ψυχές η δυστυχία κι η ατυχία ποτέ δεν έρχονται μόνες, οι δίδυμες αδερφές τους τις ακολουθούν, η συμπάθεια κι η συμπόνια. Η Φύση είναι ο καταλύτης για την έκλυση της ευαισθησίας του ήρωα, ο Παλαβός είναι διαλεκτικός, πιστεύοντας ότι ο χαρακτήρας, δηλαδή το ήθος του ανθρώπου έχει διαμορφωθεί από όταν ήταν παιδί, ο άνθρωπος είναι πιασμένος στα βρόχια της διαλεκτικής, παρασυρμένος από τα πάθη του, χτυπημένος στον βράχο που εξέχει μέσα στο ποτάμι, την πρόθεση αναλαμβάνει ο αφηγητής, το κήδος, και το κύδος των αδύναμων και των αφανών. Ο Παλαβός αναδεικνύει την ιερότητα χώρων ταπεινών, που εν τινι μέτρω γίνονται ναοί, όπως οι καλύβες των χωραφιών.
Φαίνεται να έχει γίνει μια μετατόπιση εγγύτερα στον πυρήνα της ύπαρξης, φαίνεται πως το κέντρο βάρους και για τον Παλαβό είναι ο γενέθλιος τόπος, μήτρα ιστοριών. Ενδιαφέρον για τον ρυθμό, οικονομία στα καλολογικά στοιχεία, μια προσπάθεια να φύγει από την πρόκληση και τον κυνισμό της νεότητας μαρτυρά ένα προχώρημα, ένα ωρίμασμα. Είναι επίσης περισσότερο αισθητή μια επίτευξη ενότητας ανάμεσα στις ιστορίες, ένας κυρίαρχος νοηματικός ρυθμός, ένα νήμα που μας μπάζει και μας βγάζει απ’ της αφήγησης το ποτάμι, νήμα που οδηγεί στον ουρανό. Και μόνο το γεγονός της ύπαρξης του Ελαφιού θα μαρτυρούσε προχώρημα. Όπως και να το κάνουμε μια εντελέστερη κατάθεση που δημιουργεί ενδιαφέρουσες προσδοκίες και γοητευτικές απορίες για το επόμενο βήμα.
Στον Σταυρό μια δράκα ανηλίκων διαγκωνίζεται για το ποιος θα σηκώσει το σύμβολο αυτό του μαρτυρίου. Γνωρίζουμε το γόητρο που περιβάλλει τον νικητή, αυτόν που προορίζεται γι’ αυτή την τιμή, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση επειδή συμβαίνει μια αδικία, η αποκατάσταση της δικαιοσύνης πέφτει στους ώμους του πιο αδύναμου, που ως Δαυίδ γυρεύει τον Γολιάθ. Ο Καραλιός παίρνει τον σταυρό με εκφοβισμό, με βίαιο τρόπο, οι άλλοι το ανέχονται, όχι όμως ο μικρός. Ο πιο βίαιος παίρνει τον σταυρό λες κι έτσι διαιωνίζεται το μήνυμα της θυσίας και του μαρτυρίου. Η δύναμη σηκώνει ως λάβαρο την αδυναμία. Στον Σταυρό σαν να αναλαμβάνει ο ήρωας το σήκωμα του ισόβιου σταυρού του, τού αδύναμου παρατηρητή της αδικίας και του κακού και της κυριαρχίας του.
Στο διήγημα Γιάννης ο Παλαβός συνομιλεί με το διήγημα του Σκαμπαρδώνη Ο Γουλιανός στην ακτή, αλλά και με τον Οβολό του Παπαδημητρακόπουλου. Σαν να κηδεύεται η παιδική ηλικία ή η φαντασία. Οι ήρωες του Παλαβού σαν να αρνιούνται να μεγαλώσουν, γιατί το να μεγαλώσεις μοιάζει σαν λήθη, να πάψουν να θυμούνται, γι’ αυτό κι ο ήρωάς του στο διήγημα Γιάννης σαν να αποτίει φόρο τιμής σ’ αυτόν που τον έκανε παραμυθά κι άνθρωπο ζωντανό, γιατί η ζωή είναι το μπόλιασμα του πραγματικού από τη φαντασία, γιατί η φαντασία είναι η έκρηξη του πραγματικού, όταν το πραγματικό γεννάει παράδοξους κόσμους, όπως ο υποβρύχιος του Γιάννη. Οι ιστορίες, τα παραμύθια, το τρυφερό λιβάδι της καρδιάς να ξεραθεί κινδυνεύει, μα το νοτίζει το πένθος. Τα δώρα της συμπάθειας, η οφειλή της φαντασίας και του μύθου η αποκατάσταση.
Οι ήρωες του Παλαβού είναι στερημένοι, μια θλίψη στην αφήγηση, μια συμπάθεια του συγγραφέα γι’ αυτές τις λειψές ζωές κυριαρχεί, σαν μια χαμηλόφωνη μουσική, όπως οι πρωινές ομίχλες που σκεπάζουν τον τόπο. Όμως ναι, αυτό είναι το χαρακτηριστικό ηθικό αποτύπωμα όλων των ηρώων του Παλαβού, ότι μέσα από τη στέρηση, μέσα από την έλλειψη ανακαλύπτουν τη συμπάθεια και τη συμπόνια.
Στη Λιακάδα έχουμε ένα στιγμιότυπο, ένα περιστατικό που μπορεί να σφραγίσει ολόκληρες ζωές. Κάτι φαινομενικά εύκολο μπορεί να γίνει απίστευτα δύσκολο, τραγικό. Και η Φύση απίστευτα σκληρή. Το διήγημα ξεκινά όπως τελειώνει, με το νερό της Παλαιόβρυσης που μπορεί να είναι το νερό της λήθης, το φάρμακο της λησμονιάς, για λυσασμένο, φαρμακόνερο, θανατόνερο. Όμως αυτό έχει στερέψει και το νερό της πόλης δεν φέρνει ύπνο και λησμονιά. Ένας ύμνος για την αδερφική αγάπη και μια καταδίκη για τον βιασμό της Φύσης, όχι ως αντίδραση στην εξέλιξη και την πρόοδο, αλλά ως πένθος για τη μυθική της και τελικά την παραμυθητική της διάσταση.
Τους φονιάδες σαν μια κατάρα δεν τους αφήνει να ησυχάσουν, πέφτουν πάντα πάνω στην κακοτοπιά κι όταν είναι να κάνουν καλό πέφτουν πάνω στην προκατάληψη και την εχθρότητα, στην παγωμάρα. Γι’ αυτό χαράζουν πάνω στο κορμί τους τα μάτια του θείου, για να μπορέσουν οι άλλοι να δουν. Όμως τα ζώα μπορούν να τους οδηγήσουν. Τα ζώα είναι οδηγοί, θυσιάζονται θαρρείς για να δουν αυτοί. Μια ιστορία με κάτι το Παπαδιαμαντικό τα Μάτια, με το αναποδογύρισμα της ευσέβειας αλλά και της ευαισθησίας όταν πηγάζει από καρδιές που χύσαν αίμα.
Στον Ζήνο τα παιδιά, που οι γονείς τους μαλώνουν, είναι σαν η ζωή να τα έκλεισε έξω, να τα ξέχασε έξω, και να παλεύουν να επιβιώσουν είτε γινόμενα σκληρά είτε ευαίσθητα ταυτόχρονα, να μεγαλώσουν πριν την ώρα τους περνώντας από το παιδί στον μεγάλο, που συνήθως είναι απών, και πάλι πίσω. Τα κωμικά του χιονάνθρωπου τα μάτια πέφτουν όταν ο γιος βάζει μες στο κεφάλι του το νεκρό σπουργίτι, ο γονιός που δεν βλέπει του παιδιού του, που δεν βλέπει μέσα τους και τι τους προκαλεί, ο εσώκλειστος εγωιστικός τους κόσμος. Νομίζω πως ο Παλαβός πετυχαίνει να δείξει αυτό το χάσμα ανάμεσα σε ενήλικους και παιδιά ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, τελικά ανάμεσα στους ανθρώπους. Για τους γονείς τα παιδιά παραμένουν παιδιά, τούτο τον ρόλο όμως ευχαρίστως και τα παιδιά τον παίζουν αρνούμενα να μεγαλώσουν ή μπαινοβγαίνοντας στην παιδική ηλικία, ένας κόσμος γερασμένος και παιδικός. Άλλωστε το βιβλίο ανοίγει και κλείνει με διηγήματα για τα παιδιά, γεννημένα και αγέννητα, επιθυμίες ματαιωμένες που οξύνουν τις ευαισθησίες, επιθυμίες ευοδωμένες που τις αμβλύνουνε. Το βιβλίο ξεκινά με παιδιά, με το θαύμα της ευαισθησίας και της συμπάθειας και κλείνει με το θαύμα ως του άθλου τους έπαθλο.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Oscar Saccorotti. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]