Honeyland: Στη γη του άγριου μελιού (ντοκιμαντέρ), σκηνοθεσία: Ταμάρα Κότεφσκα, Λιούμπομιρ Στεφάνοφ, Βόρεια Μακεδονία 2019.
Η κάμερα δεν είναι ουδέτερη, δεν καταγράφει αποστασιοποιημένα, επιλέγει, αλλά είναι διακριτική, έστω κι αν παρεισφρέει σε στιγμές πολύ ιδιωτικές, μοιάζει σαν μια φωνή που αφηγείται ένα παραμύθι, κάτι που ανήκει στα περασμένα, μοιάζει να θρηνεί, διακριτικά, με αξιοπρέπεια και συγκράτηση για κάτι πολύτιμο, που πρόκειται να χαθεί, για σχέσεις συγγενικές ανάμεσα στα πλάσματα αυτού του κόσμου, για μάνες που γίνονται παιδιά, για παιδιά που γίνονται για τους γερασμένους γονιούς μάνες, για τα ζωντανά που γίνονται τροφοί των ανθρώπων, αλλά και των ανθρώπων παιδιά.
Πόσο συχνά έχουμε την τύχη να παρακολουθούμε ταινίες που να τις νιώθουμε σωματικά; Αυτό συμβαίνει με τη Γη του μελιού, το ντοκιμαντέρ των δύο κινηματογραφιστών από τη Βόρεια Μακεδονία, από έναν κόσμο που σαν μια κιβωτός πασχίζει να διατηρήσει τη ζωή. Η Χατιτζέ φορά ένα πουκάμισο ασορτί με τις κηρύθρες, γιατί κηρύθρα είναι η καρδιά της. Φωνάζει τις μέλισσες σαν να είναι παιδιά της στο σπίτι για να επιστρέψουν, τους τραγουδά όπως στην υπέργηρη μητέρα της, τις σώζει από πνιγμό. Όποτε αποσφραγίζει την κυψέλη ευχαριστεί τον Θεό και παίρνει πάντα το μισό μέλι. Η κυψέλη είναι η κόγχη του τοίχου ενός σπιτιού γκρεμισμένου, ή μια άλλη κρεμασμένη πάνω απ’ το χάος, απ’ την ομορφιά. Ποιος άλλος γνωρίζει, ποιος άλλος θα μπορούσε να βρει τη φυσική φωλιά των μελισσών, στο χείλος ενός γκρεμού; Ποιος άλλος θα μπορούσε να δώσει ζωή στα ερείπια, μετατρέποντάς τα σε φωλιές; Μετατρέποντας τις κόγχες των ερειπίων σε κόγχες ναών όπου φυλάγεται το χρυσάφι μιας πίστης που κινδυνεύει, που κυνηγιέται;
Η κάμερα δεν μπορεί να διαπεράσει τη μοναξιά της Χατιτζέ, μπορεί μόνο να καταγράψει την περηφάνια της. Το χαμόγελο αυτής της γυναίκας που αποφεύγει να κοιτάξει την κάμερα αποπνέει καλοσύνη και απλότητα, το δίπτυχο δηλαδή της σοφίας. Η Χατιτζέ ξέρει ακόμη να αγαπήσει, είναι κι αυτή μια γνώση πολύτιμη (πέρα από ανάγκη), την οποία δεν πρέπει να χάσουμε. Την αλληλεγγύη επίσης. Όλα αυτά κυνηγώντας το κέρδος πάνε να ξεχαστούν. «Αν ήσουν γιος μου», λέει σε κάποια στιγμή στο τουρκάκι του άπληστου νομάδα που έρχεται να μείνει για λίγο καιρό στο εγκαταλειμμένο χωριό με την πολύτεκνη οικογένειά του, «τα πράγματα θα ήταν αλλιώς». Θα είχε πού να μεταβιβάσει τη γνώση της, την αγάπη για τα πλάσματα, τη μόνη περιουσία.
Το ντοκιμαντέρ τελειώνει με μια μελαγχολία, μια αγωνία ότι αυτό κάποτε θα χαθεί, διά παντός και τίποτα δεν θα μπορέσει να το αντικαταστήσει. Ίσως όμως ο μικρός Τούρκος επιστρέψει κάποτε, εκείνος ξέρει τι πρέπει να κάνει. Άλλωστε όλα τελειώνουν όπως ξεκίνησαν, πάνω απ’ το χάος, κλείνοντας ένας κύκλος, φανερώνοντας τον κίνδυνο, να καταλυθεί ο κύκλος των εποχών, διάσπασή που θα σημάνει καταστροφή μεγαλύτερη από κείνη του ατόμου. Η γνώση είναι αγάπη, τραγουδά η Χατιτζέ, και μας καλεί.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]