Αγγελική Καραθανάση-Μανουσάκη, Η Αμερικανική Σχολή Κρήτης (1837-1843). Από το κίνημα του τσαγιού στον πρώτο πόλεμο του οπίου, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2018.
Την άγνωστη ιστορία ενός ξεχασμένου σχολείου στα Χανιά που, παρά τη βραχύβια λειτουργία του, άφησε ισχυρό αποτύπωμα στα εκπαιδευτικά μας πράγματα, φέρνει στο φως το εξαιρετικό βιβλίο της Αγγελικής Καραθανάση, Η Αμερικανική Σχολή Κρήτης. Συγχρόνως είναι και μια ευρύτερη μελέτη εποχής, με πολλές παραμέτρους.
Ήταν τα χρόνια του Όθωνα για την απελευθερωμένη Ελλάδα, και για την Κρήτη, οθωμανική ακόμα επαρχία, τα χρόνια της Αιγυπτιοκρατίας (1830-1841). Σ’ αυτήν τη δεκαετία, ιδρύθηκε στο νησί ένα ιδιότυπο σχολείο για αγόρια και κορίτσια, ιδιωτικό, με δωρεάν φοίτηση, η λεγόμενη Αμερικανική Σχολή Κρήτης. Ξεκίνησε τον Σεπτέμβρη του 1837 και έκλεισε αιφνιδιαστικά, παρά τις ικεσίες των κατοίκων, το 1843.
Μα πώς ένα νησί στη μέση της Μεσογείου σχετίζεται τον 19ο αιώνα με την Αμερική, μια χώρα στην άλλη άκρη του κόσμου;
Η Επισκοπική Εκκλησία της Αμερικής, μετά την αυτονόμησή της από την αγγλικανική, έθετε ως ύψιστο σκοπό της τη διάδοση του γνήσιου Ευαγγελίου, μέσω της οργανωμένης εξωτερικής ιεραποστολικής δράσης. «Oι αμερικανοί προτεστάντες ιεραπόστολοι […] διακατεχόμενοι από μια μεσιανική αντίληψη, επεδίωξαν την κάθαρση της διεφθαρμένης, κατ’ αυτούς, ορθόδοξης Εκκλησίας της Ανατολής» μας πληροφορεί η συγγραφέας. Και ο δρόμος προς την ανατολική Μεσόγειο περνούσε, φυσικά, από την Ελλάδα και την Κρήτη. Τον είχαν ανοίξει ήδη από την προεπαναστατική περίοδο κάποιοι Άγγλοι ιεραπόστολοι, ενώ στα πρώτα χρόνια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (1831), παράλληλα με άλλους Αμερικανούς προτεστάντες, άρχισαν το εκπαιδευτικό τους έργο στην Αθήνα οι ιεραπόστολοι Τζον και Φράνσις Χιλλ, με αρκετή μάλιστα επιτυχία.
Το ζεύγος Χιλλ βοήθησε καθοριστικά τους Μπέντον –τον αιδεσιμότατο Τζορτζ και τη σύζυγό του Καρολίνα– στο δύσκολο εγχείρημά τους να ιδρύσουν ιεραποστολικό σχολείο στα Χανιά, σε ένα περιβάλλον εντελώς εχθρικό. Η ορθόδοξη Εκκλησία, υποπτευόμενη προτεσταντικό προσηλυτισμό, αντιδρούσε έντονα, ακόμη και με ανοιχτές απειλές. Γι’ αυτό στους πρώτους μαθητές δεν συμπεριλαμβάνονταν κρητικόπουλα∙ μόνο παιδιά Εβραίων, Τούρκων, Ελλήνων και Ευρωπαίων υπηκόων. Και ενώ αρχικά υπήρξαν αρκετά εμπόδια που χρειάστηκαν διπλωματικές ενέργειες για να ξεπεραστούν, η φήμη του σχολείου γρήγορα εδραιώθηκε, κερδίζοντας την εκτίμηση ακόμα και ορθόδοξων ιερωμένων. Θεωρήθηκε το θαύμα της πόλης και το έτος 1839-1840 έφτασε τους 460 μαθητές και μαθήτριες. Η επιθυμία των Κρητών για μάθηση νίκησε την αρχική καχυποψία. Εξάλλου, και ο προσηλυτισμός γινόταν με τρόπο διακριτικό και πλάγιο, καθώς οι προτεστάντες είχαν υιοθετήσει την τακτική της ηπιότητας και ανεκτικότητας.
Το βάρος της εκπαίδευσης βεβαίως δινόταν στη μελέτη της Βίβλου. Ωστόσο, οι ιεραπόστολοι, καθώς μαθαίνουμε, δεν κατάφεραν να στρέψουν κανέναν μαθητή στον προτεσταντισμό: «…μια δεκάδα τουλάχιστον κοριτσιών και αγοριών εκπαιδεύτηκαν ως δασκάλες ή βοηθοί και ως ιερείς της ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά οι προτεστάντες δεν είχαν κανένα όφελος∙ οι Κρητικοί άκουγαν τον ιεραπόστολο, τον σέβονταν, αλλά δεν προσηλυτίζονταν». Η ιδρύτρια εταιρεία έκρινε ατελέσφορη τη λειτουργία της Σχολής. Ούσα καταχρεωμένη δεν σκόπευε να σπαταλά άσκοπα χρήματα στην Κρήτη. Αυτό, σε συνδυασμό και με την ιστορική συγκυρία (συνεχιζόμενη οικονομική κρίση των ΗΠΑ και η νίκη των Άγγλων στον α΄ αγγλοκινεζικό πόλεμο του οπίου) αποδείχτηκαν καθοριστικά για την τύχη του σχολείου. Μετά τη συνθήκη του Νανκίν (1842), οι αμερικανικές ιεραποστολές στράφηκαν κυρίως προς τον λαμπρό αγρό της Κίνας. Έτσι, ανακαλούνται εσπευσμένα οι ιεραπόστολοι από την Κρήτη, οι οποίοι αρχικά αντιδρούν αλλά εν τέλει αναχωρούν, με πόνο ψυχής.
Ένα πολυσέλιδο βιβλίο για ένα ολιγόχρονο σχολείο;
Η κοπιώδης αυτή εργασία της Καραθανάση μελετά εμπεριστατωμένα τη δομή, οργάνωση και λειτουργία του ομώνυμου εκπαιδευτηρίου. Παρέχονται δηλαδή σημαντικές και σπάνιες πληροφορίες για διδακτικό προσωπικό, μαθητικό δυναμικό, μαθήματα, σχολικά εγχειρίδια, ωράρια, εξοπλισμό, για σχολικές γιορτές, επετειακές τελετές, για πρόοδο των μαθητών, μεθόδους διδασκαλίας, παιδαγωγικές αρχές και άλλες εκπαιδευτικές πρακτικές, αλλά και για κτιριακά προβλήματα, λειτουργικές δυσκολίες και έλλειψη προσωπικού. Προβάλλεται επίσης η επαγγελματική ταυτότητα των διδασκόντων μέσα από τον λόγο τους, καθώς και η προσφορά των διδασκαλισσών. Κυρίως όμως φωτίζεται η σχολική καθημερινότητα και από την ανθρώπινη πλευρά, μέσα από προσωπικές στιγμές, επιτυχίες και απογοητεύσεις, φιλίες, αγωνίες και χαρές. Και τούτο θεωρείται εξαιρετικά ενδιαφέρον για την ιστορία της σχολικής εκπαιδευτικής ζωής.
Επάνω σ’ αυτόν τον κεντρικό άξονα, με συντεταγμένες τόπου και χρόνου, υφαίνεται μία συνολικότερη αφήγηση και ανάλυση. Εντάσσεται δηλαδή στο χωροχρονικό ιστορικό της πλαίσιο (α΄ μισό 19ου αι.), μέσα από γεγονότα τοπικά αλλά και παγκόσμια που με κάποιο τρόπο επηρέασαν και τη μικρή ετούτη γωνιά του πλανήτη. Έτσι, παράλληλα με τον ρόλο της ιεραποστολής, τα εκπαιδευτικά ζητήματα και τις δογματικές διαφορές, αναδεικνύονται θρησκευτικές και κοινωνικές συμμαχίες και αντιπαλότητες, πολιτικά παιγνίδια εξουσίας και βελούδινη προπαγάνδα, φιλελληνικές κινήσεις στη Νέα Υόρκη ανθρωπιστικής βοήθειας προς τον Καποδίστρια, ο ρόλος του Τύπου. Κι ακόμη, δημογραφικά στοιχεία, πληροφορίες για τον σεισμό του 1838, την πανούκλα, τη φτώχεια και την αγραμματοσύνη, τις σχέσεις και αντιπαραθέσεις των δύο κοινοτήτων της νήσου. Εκτενέστερη αναφορά γίνεται στην επανάσταση του 1841. Οι ιεραπόστολοι Μπέντον και Χιλλ πήραν ξεκάθαρα θέση υπέρ του δίκαιου αγώνα των επαναστατών. Ο Τζορτζ Μπέντον, αν και δεχόταν απειλές από τον τουρκικό όχλο, ήταν μαζί με τη Φράνσις Χιλλ οι σύνδεσμοι των Κρητών επαναστατών με Αθήνα και εξωτερικό. Σε επιστολές του μιλά με συγκίνηση για το δύστυχο νησί μας, ενώ με ανοιχτή επιστολή (σε εφημερίδα της Μάλτας), της οποίας το φιλελληνικό περιεχόμενο επισημαίνει η συγγραφέας, «Περιγράφει ζωντανά την κατάσταση στην Κρήτη… Εστιάζει στις βιαιότητες των Τούρκων… και επιρρίπτει την ευθύνη και στις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της χριστιανικής Ευρώπης». Ξεχωριστό επίσης κεφάλαιο αφιερώνεται στην άγνωστη «Συλλογή Μπέντον». Ο ιεραπόστολος φεύγοντας (1844) πήρε μαζί του στην Αμερική «Βυζαντινούς Κώδικες και λυτά Χειρόγραφα», κείμενα-σπαράγματα απαράμιλλης καλλιγραφίας, αποκτήματα πιθανόν από κάποια μοναστήρια. Ακάματη η Καραθανάση, τα αναζητά με ερευνητικό ζήλο και επιμονή. Ευεργετικότατο το Διαδίκτυο, την βοηθά να ανακαλύψει τα ίχνη κάποιων και στα πιο απίθανα μέρη. Καθηλώνει πραγματικά η αναλυτικότατη περιγραφή, η απίστευτη περιπέτειά τους και οι ερμηνείες πιθανής απόκτησης αυτών των βυζαντινών και μεταβυζαντινών κειμηλίων.
Η εύληπτη αυτή ιστορική αφήγηση που απλώνεται σε εύρος και βάθος, δίνει πανοραμικά το πνεύμα και το κλίμα μιας εποχής, μα ψιλοκεντά και τη λεπτομέρεια. Με τρόπο κινηματογραφικό μάς ταξιδεύει σε διάφορους τόπους, καθώς το μεγάλο κάδρο από τα Χανιά και την ενδοχώρα ανοίγει προς την Αθήνα, τη Σύρο, τη Μάλτα και ως την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Και παρακολουθούμε συναρπαστικές περιγραφές υπερπόντιων ταξιδιών, στιγμιότυπα κοσμικών συναντήσεων, αλλά και ζωντανές σκηνές σχολικών δραστηριοτήτων, οπτικοακουστικές εικόνες οικογενειακής ζωής, και άλλα πολλά. Μέσα σ’ αυτό το πολύχρωμο ανακάτεμα ανθρώπων και πολιτισμών, κινούνται οι πρωταγωνιστές με την ξεχωριστή ατομικότητά τους. Έτοιμο σχεδόν σενάριο οι ενδιαφέρουσες βιογραφίες του Τζορτζ και της Καρολίνας Μπέντον, του ελληνοδιδασκάλου Ψαρουδάκη, της αμφιλεγόμενης Ελισάβετ Κονταξάκη και των Φράνσις και Τζον Χιλλ. Την πολυφωνία του πολυπρόσωπου αυτού έργου συμπληρώνουν επίσης ο Μωχάμετ Άλυ, ο αμερικανός πρόξενος Bonnal, ο πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ΄, η Ελπίς Μέλαινα, και άλλοι δευτερεύοντες ήρωες, ακόμη και πορτραίτα φτωχών μαθητών. Όλα πρόσωπα υπαρκτά, αλλά άγνωστα τα περισσότερα. Μας γίνονται σχεδόν οικεία, καθώς η συγγραφέας, η οποία ομολογεί «ήταν οι ήρωές μου και ήθελα να βρω επαρκή στοιχεία, ώστε μέσα από τη φωνή τους να συνθέσω το πορτραίτο τους, να δείξω τον χαρακτήρα τους, τα συναισθήματά τους, τις σκέψεις και τις αποφάσεις τους», τα φωτίζει από πολύ κοντά, με δύναμη και ενάργεια.
Η ερευνήτρια ζει πράγματι τον πυρετό και τις εκπλήξεις μιας μανιώδους αναζήτησης σε σπάνιες αρχειακές πηγές δυσεύρετες, ακόμη και σε προτεσταντικά περιοδικά. Πολύτιμες μαρτυρίες, δημοσιευμένα έγγραφα αλλά και ανέκδοτα ντοκουμέντα είναι η πλούσια σοδειά της πολύχρονης και ενδελεχούς έρευνάς της. Μετά τον έλεγχο των πηγών, με σοβαρότητα και μεθοδικότητα, μελετά, εμβαθύνει, διασταυρώνει, αξιολογεί τις πληροφορίες και προσπαθεί να εξηγήσει τα τεκταινόμενα, αποφεύγοντας μονομερείς εικασίες ή εντυπωσιακές αστήρικτες ερμηνείες. Δεν θέλει να κάνει μια επιφανειακή καταγραφή αλλά ούτε «ένα στεγνό και αυστηρά επιστημονικό ιστορικό βιβλίο για ειδικούς», ούτε βέβαια ιστορικό μυθιστόρημα. Με αυτές τις κατευθυντήριες αρχές και σαφή στοχοθεσία, καταφέρνει να διαχειριστεί έναν τεράστιο όγκο αφηγηματικής ύλης και να συνθέσει με δεξιοτεχνία το πορτραίτο της Σχολής μέσα στο χώρο και την εποχή του. Τέλος, με την απαιτούμενη αποστασιοποίηση και εντιμότητα, με ύφος απλό αλλά επιστημονικό και προσεκτικό νηφάλιο λόγο, διατυπώνει καθαρά και ευσύνοπτα συμπεράσματα, αποκαθιστά πλάνες και λανθασμένες εκτιμήσεις, προσεγγίζει κρυμμένα νοήματα, πάθη και κίνητρα ακόμη. Και μας παραδίδει ένα ιστορικό βιβλίο, με εξαντλητική τεκμηρίωση, επίμοχθο υπομνηματισμό και εύστοχα κριτικά σχόλια. Στέρεα δομημένο, με έξυπνη συνθετική οργάνωση σε κεφάλαια, εμπλουτισμένο με βιβλιογραφικά σημειώματα και πλήθος πραγματολογικών στοιχείων, διανθισμένο με φωτογραφίες και στατιστικούς πίνακες, και με ενσωματωμένες πρωτογενείς πηγές. Επίσημες εκθέσεις, πρακτικά συνεδριάσεων, δημοσιογραφικά κείμενα, επιστολές και κυρίως σπάνια διαμάντια πρωτοπρόσωπου βιωματικού λόγου (το αφήγημα της Καρολίνας για την επίσκεψη στο χαρέμι του Μουσταφά πασά) χαρίζουν εκφραστική ποικιλία και ζωντάνια. Έτσι, η σαφήνεια, η ακρίβεια αλλά και η γλαφυρότητα του λόγου, καθιστούν το βιβλίο ελκυστικό και απολαυστικό ανάγνωσμα, παρά τις 450 σελίδες του.
Η Καραθανάση έχει στο ενεργητικό της και άλλες σπουδαίες εργασίες για την εκπαιδευτική ιστορία της Κρήτης του 19ο αιώνα. Αυτήν την πολύτιμη προίκα έρχεται να επισφραγίσει η αποκαλυπτική ετούτη μελέτη, η οποία προσθέτει νέα δεδομένα στην ανάγνωση όχι μόνο της τοπικής αλλά και της εθνικής μας ιστορίας. Είναι γεγονός ότι οι προτεστάντες ιεραπόστολοι στα σχολεία που ίδρυαν σε ορθόδοξες ελεύθερες ή υπόδουλες περιοχές, προέτασσαν τις μορφωτικές ανάγκες των χριστιανών, οι οποίοι για να μπορούν να μελετούν τη Βίβλο, έπρεπε πρώτα να μάθουν γράμματα. Τεκμηριώνεται ωστόσο από αδιάσειστες πηγές ότι τα πραγματικά τους κίνητρα ήταν ο θρησκευτικός προσηλυτισμός. Τονίζεται μάλιστα εμφατικά ότι η οργανωμένη ιεραποστολική δράση των διαφόρων προτεσταντικών εταιρειών προς την ανατολική Μεσόγειο ήταν θρησκευτική επέκταση, μια πρώιμη πλευρά του αμερικανικού επεκτατισμού, όχι και τόσο γνωστή, που διευκόλυνε αργότερα τον επερχόμενο πολιτικό και στρατιωτικό επεκτατισμό. Παρ’ όλα αυτά η συγγραφέας, κρίνοντας ακριβοδίκαια, αναγνωρίζει την πολύτιμη εμπειρία και τις πολύ σοβαρές καινοτομίες που κληροδότησε η Σχολή στη σχεδόν ανύπαρκτη τότε εκπαίδευση στην Κρήτη. Τονίζει επίσης τη διαφορά στη στάση Εταιρείας και ιεραποστόλων. Εκείνοι, ευγενικοί, ήπιοι και καλοπροαίρετοι, αγαπήθηκαν, δέθηκαν με τον τόπο και βοήθησαν τους ανθρώπους με τον τρόπο που πίστευαν ως καλύτερο. Αφοσιωμένοι σε έναν ανώτερο σκοπό, ως πρεσβευτές Χριστού, πρόσφεραν αφιλοκερδώς τις φιλανθρωπικές τους υπηρεσίες, μέσα από πολλές αντιξοότητες, με προσωπικές και οικογενειακές θυσίες, ξεπερνώντας συχνά τα όριά τους. Θα ήταν άδικο λοιπόν να μην αναγνωριστεί η μεγάλη τους προσφορά.
Η Αγγελική Καραθανάση-Μανουσάκη, η εκλεκτή φιλόλογος, άξια και δυναμική, δοτική και παραγωγική για τον άνδρα της τον ποιητή Γιώργη Μανουσάκη, τα παιδιά της, τους μαθητές της, τα Χανιά. Αυτήν την πόλη της καρδιάς της τιμά με το νέο αυτό πνευματικό της παιδί, που αναδεικνύει άγνωστες πτυχές της ιστορίας της. Και το οποίο αφιερώνει στους τρεις γιους της. Ένα καλογραμμένο βιβλίο που μπορεί να επικοινωνήσει τόσο με ειδήμονες όσο και με ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Μέσα του διακρίνει κανείς καθαρά, εκτός από τον αυτοσεβασμό και το πάθος της ερευνήτριας για αλήθεια και τεκμηρίωση, την κριτική διεισδυτική ματιά και τη θαρραλέα φωνή της συγγραφέως, όταν ερμηνεύει γεγονότα και συμπεριφορές, αλλά και μια ιδιαίτερη ευαισθησία και κατανόηση, όταν η φωνή της σμίγει με εκείνες των ηρώων της. Της αξίζει λοιπόν ένας μεγάλος έπαινος. Ο έπαινος του αναγνώστη αλλά και η βράβευση από την Πολιτεία, για το πρωτότυπο και ανεξερεύνητο θέμα, τη μέθοδο, τη στιβαρή συναρπαστική γλώσσα αλλά και για την εργατικότητα και προπαντός για το επιστημονικό ήθος.
Η Αμερικανική Σχολή Κρήτης της Αγγελική Καραθανάση, μια μεστή και ισορροπημένη ιστορική συγγραφή που ερωτοτροπεί με τη λογοτεχνία, αποτελεί «έργο ζωής» για τη δημιουργό. Χειρονομία αγάπης και ιστορικής δικαιοσύνης. Πολύτιμη ψηφίδα στο μεγάλο ψηφιδωτό της ιστορικής μας μνήμης.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. H φωτογραφία είναι από γαλλικό σχολείο του 19ου αιώνα. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]