Το νέο (διπλό) βιβλίο της Πόλυς Χατζημανωλάκη με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Τρείς χάριτες στον τοίχο» και «199 σκαλοπάτια», ξαφνιάζει ευχάριστα τον αναγνώστη, πρωτίστως με την αισθητική των εξωφύλλων και κατόπιν με τη διττή του υπόσταση.
Ξεκίνησα την ανάγνωση από τις Τρεις χάριτες στον τοίχο και εντυπωσιάστηκα από το πόσο “καινούργια” μου φαίνονταν τα κείμενα, τα περισσότερα από τα οποία είχα διαβάσει στις αναρτήσεις της π.χ. στο φέισμπουκ. Δεν ξέρω αν αυτή η αίσθηση οφείλεται στη θαλπωρή της τυπωμένης σελίδας ή στην σχέση που συνδέει τα κείμενα μεταξύ τους καθώς και τη δυναμική της σχέσης αυτής με τις φωτογραφίες που τα συνοδεύουν, όπως την διερευνά και την αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης.
Η συγγραφέας μέσα από την οδοιπορία της επιχειρεί και καταφέρνει με πολύ γοητευτικό τρόπο να μετατρέψει το στιγμιότυπο σε τοπίο και μάλιστα να το τοποθετήσει στην σωστή θέση, στο πιο ταιριαστό κάδρο, στην αρμόζουσα απόσταση, μέσα σ΄ ένα φανταστικό μουσείο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η μοναδικότητα της κάθε στιγμής σε ένα οριοθετημένο (Πολύδροσο- Χαλάνδρι- Κηφισός) μα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, γίνεται αντιληπτή από τον αναγνώστη με μια μαγική διεργασία που δεν είναι άλλη από την αυθεντική και ανεπιτήδευτη γραφή της Π.Χ. που διαρκώς υπογραμμίζει την ανυπέρβλητη αξία της γλώσσας, το καταφύγιο της μνήμης, την ανάγκη για επικοινωνία μέσω της παρηγορητικής διαδικασίας της γραφής.
Στις Τρεις χάριτες στον τοίχο που έχουν πάρει τον τίτλο τους από ένα γκράφιτι της οδού Ροδοδάφνης, μια εικόνα σύμβολο όπως λέει και η ίδια η συγγραφέας, εστιάζει το βλέμμα της σε εκείνο που στους περισσότερους διαφεύγει. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια της για το τι αντιπροσωπεύουν οι τρείς χάριτες γι αυτήν, που ζουν στον τοίχο και τρέμει μήπως κάποια στιγμή σταματήσει να τις βλέπει, μήπως γκρεμιστεί το σπίτι τους: «Μια πύλη για την μαγεία, ένα χέρι που απλώνει ο τόπος, ένα σημάδι για να αναγνωρίζεις τις ζωές των άλλων» κι είναι αυτή η φράση που σηματοδοτεί την ουσία όλων των κειμένων που προέκυψαν από την πεζοπορία της στο Πολύδροσο, τον τόπο όπου ζει είκοσι χρόνια και της φανερώθηκε ξανά μέσα απ’ το βάδισμα και την παρατήρηση, σαν το βουητό που κατέκλυζε τον Όσιπ Μαντελστάμ στις πεζοπορίες του, μέχρι να γίνει η λυτρωτική ποίηση. Η Π.Χ. δεν αρκείται στο βουητό, μ’ αναζητά την κελαρυστή μελωδία του. Αιχμαλωτίζει την εικόνα με το κινητό της τηλέφωνο και αποτυπώνει με λέξεις τα θροΐσματα του ρέματος, την εμμονική προσήλωση των τζιτζικιών στο καλοκαίρι, την ανυπάκουη βλάστηση κάτω από τα μεγάλα δέντρα κι άλλα πράγματα, άλλοτε αχνά ίσως κι αόρατα κι άλλοτε εκκωφαντικά φανερά όπως η μοναξιά των μοναχικών ανθρώπων ή η χαρά ενός μικρού παιδιού που έχει για λίγο δική του ολόκληρη την παιδική χαρά. Η συγγραφέας ανασκαλεύει διαρκώς τα παραμύθια των άλλων για να τα εγκιβωτίσει στον δικό της παραμυθένιο κόσμο, τον κόσμο της λογοτεχνίας.
Αντιλαμβάνεται πόσο πολύ η γειτονιά της συνορεύει με το Άλλο και αυτό το κάνει οικείο στον αναγνώστη. Ένα σκυλί με κατάθλιψη, αδιάφορο και σιωπηλό, που αντιδρά μόνο στην προσφώνηση μανιό μανιό μου, που του απευθύνει ένα μικρό παιδί, ένα άστεγο παγκάκι, μια ηλικιωμένη κυρία στο μπαλκόνι του γηροκομείου, η Φωτεινή και η Λαλιώ του Παπαδιαμάντη, οι πάπιες που ξεκουράζονται στον Κηφισό, μια αλεπού που ψάχνει στα σκουπίδια, κι ένα περιβόλι που η ίδια αποζητά, συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν και συγκλίνουν στην οδοιπορική βιογραφία της Πόλυς Χατζημανωλάκη χαρίζοντας στον αναγνώστη νέες διαδρομές και χαράξεις, καινούργιους θαυμαστούς μικρόκοσμους.
Η ενάργεια της γλώσσας της αναπλάθει, αντιστοιχίζει, φωτίζει τις εκλεκτικές συγγένειες των εντυπώσεων της, με εικόνες και μνήμες που ανασύρει, σε αδιάκοπη επαφή με το λογοτεχνικό σύμπαν, για να φτάσει εντέλει στο Τελευταίο μικρό οδοιπορικό, εκεί όπου συμπυκνώνεται τόσο όμορφα το νόημα και η αξία: “Μπορώ να ανασύρω εικόνες απ’ άπειρον. Τις βλέπω πρώτη φορά ενώ έχω περάσει δεκάδες φορές από μπροστά τους. Σαν η άκρη του δρόμου να αποδίδει εικόνες και σκηνές, αν περάσεις αρκετά αμέριμνα και με μεγάλη αθωότητα, ώστε να σε εκπλήξει κι άλλη μια φορά. Είναι θέμα γωνίας, απόστασης, αφηρημάδας και προοπτικής. Έτσι παραμυθιάζεσαι από τη μηχανή, μόνη της στο οικόπεδο, την κρεβατίνα που αγκαλιάζει απ’έξω το σπιτάκι, την αρχαία γάτα που σε παρατηρεί.”
Με ένα γύρισμα, όπως το αναποδο(γύρισμα) της κλεψύδρας, ο αναγνώστης βρίσκεται στα 199 σκαλοπάτια, το παλίμψηστο ημερολόγιο που αφορά τις εντυπώσεις του πρόσφατου ταξιδιού της στην Μεγάλη Βρετανία. Η ίδια αναφέρει: «Η μνήμη που μπερδεύει εικόνες και αναγνώσεις και ψαξίματα στο google, που γίνονται επί τόπου, είναι και η κούραση, κι έτσι αυτό που είδες κάποτε μπερδεύεται με αυτό που διάβασες, και νόμισες πως το είδες. Η ανάμνηση δηλαδή, για να μην πω και η εντύπωση, κατασκευάζεται, και είναι περισσότερο ψευδαίσθηση και επιθυμία παρά αντικειμενική πραγματικότητα.», δίνοντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα να κάνει τη δική του περιήγηση, να κατασκευάσει αν θέλει το δικό του λεπτό στρώμα ημερολογίου και να το προσαρμόσει σ’ αυτό το ξεχωριστό παλίμψηστο που χτίζει με την γραφή και τις φωτογραφίες της η συγγραφέας.
Οι ήρωες που βρίσκονται στα μυθιστορήματά της μα και οι άλλοι που έγιναν δικοί της εξαιτίας της αγάπης της για την λογοτεχνία ταξιδεύουν μαζί της κι εκείνη περπατά, φωτογραφίζει, κάθεται σε παγκάκια, μπαίνει σε τρένα και λεωφορεία και την ίδια στιγμή αναπολεί, αναπλάθει και συνδυάζει τις περιηγητικές εντυπώσεις με μαγικό τρόπο, σα να ζωγραφίζει δυο παιδιά που παίζουν κρυφτό, μα από την εικόνα ακούγεται το μέτρημα, το κλείσιμο των βλεφάρων, αποκαλύπτεται η κρυψώνα και ξεχύνονται τα χρωματιστά τους γέλια. Δεν σταματά εκεί. Αν πέσει το ένα απ’ τα δυο παιδιά το άλλο τρέχει να το παρηγορήσει καθώς το παιχνίδι συνεχίζεται ασταμάτητα. Η γοητεία αυτής της γραφής είναι πολυπαραγοντική. Δεν εξαρτάται μόνο από το ύφος και τη γνωστή μαστοριά της, δεν στέκεται στις μεταφορές, τις συνδηλώσεις, τις αντιστοιχίσεις. Πηγάζει κυρίως από την φρεσκάδα του «συμβαίνει τώρα», όπως η υγρασία από ένα νωπό φρεσκοκομμένο λουλούδι.
Τα λογοτεχνικά ορόσημα είναι παντού. Παγκάκια, καφέ, μουσεία, ο Ζέμπλαντ και η κατάθλιψή του, το μικρό ψαροχώρι που είχε επισκεφτεί και ο Δαρβίνος και κρύβει κάτι το επιβλητικό και αρχέγονο, η δύναμη των συμβόλων κι ένα πουλί στη μέση της διαδρομής κάνουν σε συνδυασμό με τις φωτογραφίες το κείμενο εξαιρετικά διαδραστικό. Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι πως καταφέρνει να μεταδώσει στον αναγνώστη την έκπληξη και τον ενθουσιασμό της καθώς προσεγγίζει ένα φάρο, καθώς ανακαλύπτει ένα ίχνος από αρχαίους μύθους, καθώς αποδέχεται την απώλεια μιας παλιάς αίσθησης ή κατακλύζεται από τη γέννηση μιας καινούργιας συγκίνησης.
Στο Εδιμβούργο συναντά μια κοπέλα που διαβάζει στη μέση του δρόμου, κι εκεί που τρέχει το μυαλό μου στην ανώνυμη ηρωίδας της Anna Burns, η τρεμουλιαστή απαλότητα ενός σπουργιτιού που κρυώνει, Θαμνοψάλτης στα ελληνικά, που ούτε τον έχει ξαναδεί, ούτε το όνομά του που είναι υπέροχο έχει ακούσει ξανά, προκαλεί μια πρωτόγνωρη αίσθηση πληρότητας.
Ο Παπαδιαμάντης πάντα μαζί της σαν αόρατη πυξίδα τής δείχνει το σωστό σημείο της παρατήρησης. Αλλάζει τη φυσιογνωμία του τόπου μέσα απ’ το βλέμμα της. «Θα πιάσω την άκρη από μια έκπληξη» εξομολογείται σε ένα σημείο στο κεφάλαιο με τίτλο: Η χώρα των θαυμάτων και πραγματικά οι ανακαλύψεις της “για τον Λούις Κάρολ που είχε ζήσει έξι χρόνια σε εκείνο το χωριό όπου στην αποβάθρα του κείτεται το ναυάγιο του ρωσικού πλοίου Ντμίτρι, που έδωσε την έμπνευση στον Μπράμ Στόκερ τον συγγραφέα του Δράκουλα να φανταστεί το Δήμητρα από τη Βάρνα που μετέφερε τον σκοτεινό κόμη στην Αγγλία”, μεταφέρουν τον αναγνώστη στον τόπο όπου συγχέονται η ιστορία με τη φαντασία και τη μυθοπλασία, τον καθιστούν ιχνηλάτη της αέναης κίνησης του χρόνου αναφορικά με τον τόπο, του δίνουν τη χαρά ν’ αφουγκραστεί αυτά τα ίχνη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η ίδια: “τι σημαίνει όμως ίχνος; Πού μένει το ίχνος της παρουσίας κάποιου που πέρασε από τη γη; Το απειροελάχιστο ίχνος της γεωγραφίας σημαίνει άραγε κάτι; Υπάρχει δηλαδή και κάτι πέρα από το πνευματικό του έργο ή από αυτά που άφησε στους ανθρώπους; Και όμως αισθάνομαι ότι υπάρχει. Το να τον μνημονεύω εκεί που έζησε, και να νιώθω ότι μας συνδέει η ίδια θάλασσα, ο ίδιος αέρας, οι ίδιες όμορφες εικόνες της νιότης του, που είδε τότε εκείνος και βλέπω κι εγώ σήμερα, είναι κάτι που μένει σαν ένας μικρός κόκκος άμμου.” Δεν θα μπορούσα να βρω πιο ταιριαστές λέξεις που δικαιώνουν το εγχείρημα της Π.Χ. για αυτό το παλίμψηστο ημερολόγιο που τα στρώματα του δεν είναι άκαμπτα μα εύπλαστα και μεταβαλλόμενα για να μπορούν να αναπνεύσουν τα προηγούμενα στρώματα, αφήνοντας πάντα χώρο για το δική μας ερμηνεία, τα δικά μας τοπία ψυχής.
Στα 199 σκαλοπάτια, κυριολεκτική και μεταφορική ανάβαση σε τόπους της Σκωτίας και της Αγγλίας όπου εκτός από την ιδιαίτερη δική της περισκοπική παρατήρηση, αφού έχει εξασκηθεί να αντιλαμβάνεται αυτά που στους άλλους διαφεύγουν- πραγματοποιεί προσκύνημα χαρίζοντας στον αναγνώστη μικροσκοπικά κρατίδια θαυμάτων. Με τολμηρούς και πολύπλευρους συνειρμούς τον οδηγεί να ανακαλύψει τα νήματα μιας δικής του εκλεκτικής συγγένειας με τους τόπους αυτούς, ακόμη κι αν δεν τους έχει ποτέ επισκεφθεί, όπως αισθάνθηκα εγώ όταν συνάντησα το κορίτσι που σταμάτησε στη μέση του δρόμου γιατί διάβαζε καθώς περπατούσε κι αμέσως αναγνώρισα την ηρωίδα του Γαλατά της Anna Burns, η οποία δεν περπατούσε στους δρόμους της Σκωτίας, μα στους δρόμους του ταραγμένου Μπέλφαστ. Μα τι σημασία έχει το πού περπατούσε, όταν η συγγραφέας μας την συστήνει με αυτήν την υπέροχα ιδιόρρυθμη συνήθεια; ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΚΑΘΩΣ ΠΕΡΠΑΤΑ.