frear

Τίτλοι αρχής, στο θερινό της γειτονιάς – της Λίλιας Τσούβα

Οι Ρώσοι φορμαλιστές, που άνθισαν τη δεκαετία του ’60, πίστευαν ότι η γλώσσα της λογοτεχνίας δεν είναι απλώς μια εκδοχή της καθημερινής γλώσσας, αλλά ότι έχει τις δικές της χαρακτηριστικές διαδικασίες και συνέπειες.

Ανάμεσα στους ρώσους φορμαλιστές ήταν ο Βίκτορ Σκλόφσκι ο οποίος εισήγαγε την ιδέα της ανοικείωσης. «Ένα από τα κύρια αποτελέσματα της λογοτεχνικής γλώσσας», έγραφε, «είναι να κάνει τον οικείο κόσμο να μοιάζει νέος σε εμάς, σαν να τον βλέπαμε για πρώτη φορά, και ως εκ τούτου μας επιτρέπει να τον επανεκτιμήσουμε».

Η Σύλβα Γάλβα στην ποιητική της συλλογή Τίτλοι Αρχής (Βακχικόν 2020) χειρίζεται με επιτυχία την ανοικείωση. Ο λόγος είναι ανατρεπτικός. Η κοινωνικοπολιτική της θεματική διατυπώνεται με μικρές ιστορίες. Ποιήματα-μηνύματα, ποιήματα-πορτρέτα, με βασικό στοιχείο τη σκηνοθεσία.

Η τεχνική θυμίζει κινηματογραφική προβολή. Ο τόνος είναι δραματικός, η φόρμα υπερρεαλιστική, με επιρροές από τον συμβολισμό. Συχνά, ωστόσο, η ποιήτρια, εστιάζοντας στην έκφραση τρομακτικών συναισθημάτων, σε θέματα με βία και παραμορφωμένα πρόσωπα, εκφράζει την αγωνία ενός εξπρεσιονιστή καλλιτέχνη, ο οποίος αναπαριστά την πραγματικότητα αφαιρετικά.

ΧΤΥΠΑ ΞΥΛΟ
Θυμάμαι το πρώτο βράδυ, ένα κύμα μας σκέπασε.
Το μακρύ μου μάλλινο χαμόγελο χάθηκε στα νερά.
Έδεσες τα χέρια στον λαιμό μου, για να μην κρυώνω.

Έχει δυο μήνες,
είχες βρει ένα σουγιαδάκι στην καμπίνα,
ένα κοφτερό, που έγινε το παιχνίδι μας.
Όποιος το ’παιρνε, χαράκωνε τον άλλο.
Κόκκινες γραμμές κυλούσανε στα χέρια,
όποιος το ’παιρνε, ξεχνούσε τις δικές του.
Αίμα στην κουπαστή, στις σκάλες
αλλά και τα γέλια μας κοφτερά ήταν.
Γυάλιζαν και γλιστρούσαμε πάνω τους.
Χτύπα ξύλο. Δεν πέσαμε.
Τρεις φορές, μας χτύπησε ο καιρός.
Άσπρα βουνά σηκώθηκαν στη θάλασσα.
Κλεισμένοι οι δυο ζούσαμε, δεν ζούσαμε
στα σωθικά του κήτους.
Μια ανάσα γαντζωμένη στον λαιμό,
ένα ψαράκι σ’ όλο το πέλαγος -τίποτα.

Μα πήραμε χάρη
κι ακούμπησε το πόδι μας στο χώμα.
Χτύπα ξύλο. Θα χρειαστεί.
Τώρα στη στεριά,
που αρχίσαμε να μετράμε ζημιές και ευθύνες.

Έξω από κάθε προκατάληψη, αισθητική ή ηθική, ο υπερρεαλισμός βασίστηκε στο αδιάφορο παιχνίδι της σκέψης. Θεώρησε τον ψυχικό αυτοματισμό του ονείρου μέσο πρόσβασης στη θέαση του εσωτερικού κόσμου και πίστευε πως με τον τρόπο αυτό συνενώνονταν το συνειδητό με το ασυνείδητο. Η φαντασία και η πραγματικότητα γίνονταν μέρος μιας υπερπραγματικότητας (sur-réalité). Η Γάλβα οικειώνεται τον υπερρεαλισμό υιοθετώντας την αυτόματη γραφή.

ΔΑΣΟΣ
Δάσος πολυσέλιδο, φιλόσοφο,
δάσος βρυοκατοίκητο, κελαηδινό,
δάσος του νου και δάσος της ελάτης.
Δύσβατα μέρη, ανήλια και κοπιώδη
για μας που ζούμε στα μικρά αριθμημένα σπίτια,
κλεισμένοι και δύσβατοι και ανήλιοι.
Χρόνια γυρίζουμε, δουλειά -σπίτι
μα δεν πλησιάζουμε ποτέ το δάσος.
Μόνο παιδιά στέλνουμε να φέρνουν κάθε πρωί
άσπρα, πετρωμένα ρήματα και φρούτα που δεν τρώνε.
Λίγοι χάθηκαν μέσα του.
Γύρισαν κι είπαν πως είδαν λίγα.
Μετά, γεωμετρώντας τις λέξεις, έγραψαν στίχους,
έγραψαν πλατάνια, κύκλους και νερά.
Όμως εμείς, για το δάσος δεν θέλουμε ν’ ακούμε,
ότι οι έννοιες νηστικές γυρίζουν το πρωί
και εδώ κοντά, το ξέφωτο με τα φιλιά ανθίζει.

Στον ελεύθερο στίχο της η Γάλβα προκρίνει τη φαντασία και την πνευματικότητα. Χρησιμοποιεί τη μεταφορά, ενώ εστιάζει σε αντικείμενα, δημιουργώντας υποβλητικές εικόνες που συμβολίζουν ψυχικές καταστάσεις. Η τεχνική αντλεί από τον συμβολισμό.

ΑΝΑΤΟΛΗ 6.02
«Ανατολή 6.02 – Δύση 20.47»
Φως Ιούνιο… Ξαπλώνει η μέρα μου η μελαχρινή
και το κορμί της -τόξο και ασπίδα.

«Αλεξάνδρου και Αντωνίνης μαρτύρων».
Ώρες περιπλανιέμαι πάνω στο δέρμα της…
Χωρίς νερό διασχίζω την καυτή κοιλιά.

«Ο καιρός προβλέπεται αίθριος».
Δεν έχει σύννεφα το μέτωπό της -γαλανή
τα πόδια της διαλύονται στo κύμα -αφρόεσσα.

«Βόρειοι άνεμοι ασθενείς» …και άνθρωποι.
Εκεί πάνω στο στήθος της, άρχισε να φυσάει.
Πέφτω στα γόνατα και κρύβω το κεφάλι.

«Κατά τόπους καταιγίδες μέχρι το βράδυ».
Ο κεραυνός μαύρισε το Νησί μου.
Έμεινε με τα μαλλιά ζωγραφισμένα στο σεντόνι.

«23η εβδομάδα του έτους».
Τα δέντρα άνθισαν κι άδειασαν πολλές φορές.
Οι δρόμοι που περπατάω δεν μου μιλάνε πια.
Κι ένα πρωί μού κόβεται η ανάσα:
μπροστά μου η ανακομιδή εκείνου του φωτός!

Η Σύλβα Γάλβα στήνει τα ποιητικά της κάδρα με φόντο τη φύση ή το άμεσο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Οι στίχοι διαπνέονται από την αίσθηση του ανεκπλήρωτου. Η συχνή χρήση των αποσιωπητικών αποτυπώνει την αμηχανία και το αδιέξοδο του ποιητικού υποκειμένου. Οι σιωπές που δημιουργούν τα αποσιωπητικά προσδίδουν δραματικότητα στον λόγο. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής γίνεται συχνά πρωτοπρόσωπος. Το ύφος εντείνεται, ενώ η κοινωνική και πολιτική θεματική θίγει τα κακώς κείμενα με τρόπο εικαστικό. Η εικονοποιία είναι στιβαρή, το ίδιο και οι μετωνυμίες, τα σχήματα επαναφοράς, επανάληψης.

Με τις ενδείξεις του ημερολογίου (Ανατολή 6.02, Ισημερία), τη μουσική ορολογία (Κονσέρτο σε φως μείζον), τον περίπατο (Περίπατος), τις selfie, τις πολιτικές καταστάσεις, πλάθεται ποίηση. Οι ιστορίες προβάλλονται σαν μικρές κινηματογραφικές σεκάνς. Διαφορετικά πλάνα ταινιών που τέμνονται μεταξύ τους. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως αφορούν τίτλους αρχής. Κάθε πλάνο και ένα κινηματογραφικό σημείο (ορολογία δομιστών). Υποκειμενικά καδραρίσματα και flash back.

[…] Έβλεπα πάλι γύρω μου:
ένα αγόρι κάλπαζε πάνω στο ποδήλατο,
ένα ζευγάρι χέρι χέρι, στη μοναξιά του
και ένας γέροντας λιαζόταν και ξέφτιζε το παγκάκι. […]

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
Παρά τα διαφορετικά αφηγηματικά τους κέντρα, τα ποιητικά στιγμιότυπα συνδυάζονται και στήνουν σκηνές, με ανθρώπινους χαρακτήρες, κοστούμια, μακιγιάζ και φωτισμό. Το σενάριο που δημιουργούν μοντάρεται με βάση τον τίτλο. Τα ετερογενή μοτίβα αναμειγνύονται δημιουργικά και κατασκευάζουν τη δική τους μιζανσέν (Mise-en-scène).

Η ΜΟΔΙΣΤΡΑ
Σχεδόν μεσάνυχτα.
Ένας πόνος κάθισε στον ώμο της,
μια μαύρη φτερούγα πάνω στο χέρι.
Τότε, γύρισε τη μέρα από την ανάποδη
και είδε τα ξέφτια και τις ραφές.
Το πρωί, είχε να κάνει ρούχο
ένα κομμάτι ύφασμα,
που αθώο, στα χέρια της κοιμόταν.
Κεντημένο μετάξι. Θ’ άνοιγε δρόμο
θροΐζοντας, μέσα στο πλήθος.
Θα μπορούσε να κρυφτεί το κρύο στις πτυχές του;
Θα μπορούσε κανένα τραχύ χέρι να το απαγορέψει;

Όταν πήρε σχήμα, κόβοντας ψέματα κι αλήθειες,
το κράτησε για λίγο πάνω της, στον καθρέφτη.
Μετά, συνέχισε να σκύβει πάνω στη μηχανή.
Με τις καρφίτσες στο στόμα,
έπεφταν τα λόγια της κάτω.
Αργά… Παντού κουρέλια και κλωστές,
αλλά είχε τελειώσει.
Το άγγιξε με τα μάτια, μήπως της ξέφυγε κάτι.
Βρήκε μια σταγόνα κρυμμένη και τη σκούπισε.
Βράδιασε γρήγορα. Το τύλιξε και το παρέδωσε.
Κοίταξε το μαύρο πουλί και πήγε για ύπνο.

Η ποίηση της Σύλβα Γάλβα παρουσιάζει μπρεχτικές επιδράσεις και ωθεί σε ερμηνευτική ανάγνωση των στίχων. Ωστόσο παίζεται σε οθόνη τρισδιάστατη, με κύρια γωνία λήψης τον υπερρεαλισμό και λάιτ μοτίφ ένα εξπρεσιονιστικό τριζόνι που θρηνεί για την πάλη των τάξεων (Πεινασμένοι), τον μετέωρο άνθρωπο (Μια χώρα-ένα σώμα), τον εθνικισμό (Το αυγό του φιδιού). Από την άλλη, διεκτραγωδεί την αμείλικτη κλεψύδρα του χρόνου, τον αιώνιο κύκλο του θανάτου και της ζωής, τη μοιραία Άτροπο που θα κόψει κάποια μέρα το νήμα μας.
Το πολιτικό πλαίσιο αφορά τη μεταπολεμική Ελλάδα, με την αστικοποίηση, τον κομφορμισμό, τη μετανάστευση.
[…] Ήξερε ότι ήταν πολλοί αυτοί,
οι ερμοκοπίδες, οι μηδίσαντες,
οι φραγκοφορεμένοι,
με τα αργύρια στην τσέπη
και το μαχαίρι κρυμμένο […]

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

[…] Το νερό ήταν γλυφό, το παιχνίδι στημένο
και ο διαιτητής πουλημένος, όπως πάντα.

ΤΙΤΛΟΙ ΑΡΧΗΣ
Τραυματικές μνήμες αναδύονται από το βάθος του υποσυνειδήτου αποκαλύπτοντας τις προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις, την υποκρισία, την έλλειψη αγάπης. Ο σπαραχτικός ή σαρκαστικός τόνος συνοδεύεται από έντονο λυρισμό, στοιχείο που χαρακτηρίζει τη συλλογή. Πανδαισία χρωμάτων, οσμών, ήχων και ένας σχεδόν ανιμισμός της φύσης.
Παρατηρούνται επίσης επιρροές από τον Σεφέρη, ενώ το περιβάλλον σε κάποιες συνθέσεις θυμίζει ταινία του Μπέργκμαν και ιδιαίτερα το έργο Κραυγές και ψίθυροι, που εμπνέει την ποιήτρια.

ΚΡΑΥΓΕΣ ΚΑΙ ΨΙΘΥΡΟΙ
-Συστρέφεται, σκάβει τον λαιμό,
γδέρνει τα χέρια της,
τρέχοντας μέσα στη μικρή σπηλιά,
φεύγει με το όνομα στο χέρι.
Αυτή τη φορά θα την ακούσουν.
Λοξεύει, παραπατάει -μια μάγισσα,
μια κοκαλιάρα που ζητάει βοήθεια
και πέφτει στα γόνατα, μπροστά στη σιωπή.

-Τοίχο-τοίχο, ξυπόλητος
για να μην ταράξει τον ύπνο της σκόνης
και ανάλαφρος από την πολλή νύχτα
σκύβει στο αυτί,
αφήνει ένα πούπουλο,
μια αλμυρή υποψία,
ένα κουκούτσι, ένα «αν»
και φεύγει, πατώντας στα νύχια.

-Πόσο να κρατηθεί μια σταγονίτσα πάνω στην πλάτη,
ένας αναστεναγμός που γλιστράει ως τη μέση,
ένα βήμα ταγκό μέχρι το βαθύ κόκκινο,
κάτι λείο ως το μετάξι,
μια συλλαβή ως το πάθος…

Σήμερα, διατηρούνται μέσα σε οινόπνευμα.
Σώζεται μια πλήρης σειρά φωνών,
όλες σφραγισμένες σε γυάλινα βάζα.
Η κάθε μια, με το όνομά της
και την ανάγκη που τη γέννησε.
Η κάθε μια, με την ετικέτα της
ένα ολόκληρο ράφι στο μυαλό μου.

Η Σύλβα Γάλβα προσεγγίζει το μυστήριο της συγγραφής με επιτυχία, διαμορφώνοντας ένα προσωπικό ύφος, διακριτικά στοχαστικό, καίριο και βαθύ.


Βιβλιογραφία

Barry, Peter 2012. Γνωριμία με τη θεωρία, μετάφραση Αναστασία Νάτσινα. Βιβλιόραμα, σελ. 195-196
Βλαβιανού, Α., Γκότση, Γ. κ. ά. (2008). Ιστορία της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ΕΑΠ, τόμος Β΄, σελ. 212, 283.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη