Ηλίας Μαγκλίνης, Είμαι όσα έχω ξεχάσει. Μια αληθινή ιστορία, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2019, σελ. 264.
Έχει ήδη προστεθεί στη μεγάλη, στη συλλογική παρακαταθήκη ιδεών η άποψη ότι δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά «ένα όνειρο που δεν το ονειρεύεται κανένας, ένα ελεύθερο όνειρο. Kι αυτό το απρόσωπο όνειρο ονομάζεται παγκόσμια ιστορία: εμείς είμαστε σύμβολα ή σημεία αυτού του ονείρου, είμαστε τα πρόσωπα αυτού του μοναδικού έργου». Την εν λόγω επιχειρηματολογία του Χόρχε Λουίς Μπόρχες φαίνεται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει υπόψιν του στο σύνθετο αυτό έργο του, μεικτού αλλά γόνιμου κειμενικού είδους, ο δόκιμος πεζογράφος Ηλίας Μαγκλίνης. Εξ ου και η άμεση ομολογία του για τη βαρύνουσα σημασία του ονείρου στην όλη σημειολογική τάξη «[…] ήξερα ότι συχνά οι αναμνήσεις, η υπερμνησία, αυτή η υπερτροφία της καταγραφικής μνήμης εμποδίζουν και δεν απελευθερώνουν τη μνήμη, σε αντίθεση με το πώς επιτελεί την ουσιαστική εργασία της το όνειρο, βαθιά μέσα στο άδηλο υποσυνείδητο, με τις αλλόκοτες διασυνδέσεις του». Γι΄ αυτό προβάλλεται δεόντως η παρατεταμένη καταβύθιση του πατέρα, του κατά κανόνα αμίλητου, απόστρατου πλέον πιλότου μαχητικών αεροπλάνων, Κώστα Μαγκλίνη, στον ατομικό του, σφραγισμένο εξωτερικά, ονειρόκοσμο. Εκεί ακριβώς όπου δεν μπορεί κανείς απολύτως να υπεισέλθει. Όσες προσπάθειες κι αν, κατά καιρούς, καταβάλλει ο κάθε τρίτος, απωθείται από την ισχυρή αντίσταση ενός εξωτερικά τουλάχιστον απροσμάχητου εγώ. Άλλωστε η μοναχικότητά εδώ δεν φθείρει τον χρήστη της, δεν τον εξαντλεί, όπως θα περίμενε καταρχάς ο αναγνώστης του άρτια συγκερασμένου αυτού έργου αξιώσεων. Η σχεδόν αυτιστική μόνωσή του στα ασπρόμαυρα τετραγωνάκια των σταυρολέξων, τα οποία με έκδηλη αφοσίωση επιλύει, με άκρα μεθοδικότητα σε καθημερινή μάλιστα βάση, συνιστά επαρκώς υπολογισμένη άμυνα και όχι την αρχή μιας ηθικής φθοράς. Δεν μπορεί παρά να ονειρεύεται τον βιολογικά Απόντα πλέον Πατέρα, ενώ εξακολουθεί να παραμένει άγνωστη η ταυτότητα του δολοφόνου του. Η υπέρβαση αυτής ακριβώς της σύγχυσης προτού καν καταλήξει σε νεύρωση συνιστά τον πραγματικό άθλο του πατέρα.
Η δραστική διπλή ανίχνευση αφορά σε εκείνη, στην οποία έχει εξ ολοκλήρου επιδοθεί ο συγγραφέας. Δηλαδή πρώτα στην αναζήτηση του όντος αληθινού προσώπου του δικού του πατέρα, ο οποίος έχει έντεχνα κρυφτεί στον κατά τα άλλα παροπλισμένο λύτη των ποικίλων κόμπων που κομίζουν αυτά τα ενίοτε ιδιαίτερα απαιτητικά σταυρόλεξα. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η αναζήτηση του δολοφόνου, την οποία οφείλει στην οικογένειά του ο Κώστας Μαγκλίνης, έχει εν ολίγοις μεταβιβαστεί στην επίλυση λεκτικών αινιγμάτων. Ίσως έτσι να ικανοποιείται ο όλος ψυχικός μηχανισμός του. Ο ίδιος σημειώνεται ότι εξ αντικειμένου υπήρξε στην ακμή της δράσης του σύμβολο καρτερίας, μαχητικότητας και αφοσίωσης στο καθήκον ως ιπτάμενο στέλεχος της Πολεμικής μας Αεροπορίας. Τρία μάλιστα χρόνια προτού εγγραφεί στη Σχολή Ικάρων, ο πατέρας του Νίκος, φιλελεύθερος βενιζελικός, ο οποίος πρόλαβε να γνωρίσει για λίγο το θεωρητικό πεδίο δράσης του ΕΔΕΣ, δολοφονείται από μέλος του ΕΛΑΣ. Η ακατονόμαστη, η δυσοίωνη ημέρα: η 24η Ιανουαρίου του 1944.
O διάκοσμος του αίματος είναι παρών. Η μαύρη τρύπα του εμφυλίου μίσους δεν έχει κλείσει. Είναι διαχρονική. Απλώς τώρα έρχεται καταπάνω μας. Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής: «Στο Αγρίνιο εκείνης της εποχής όλα αποτελούνται από βαριά, πηχτή ύλη: τα σώματα, τα πρόσωπα, οι σφαίρες, οι στολές, τα γένια, τα μαχαίρια, κυρίως το μίσος όμως, που μπορεί να μη φαίνεται, αλλά το μίσος αποτελείται από βαρύ μασίφ υλικό…». Στις δεκαετίες που ακολουθούν ο δολοφόνος ίσως παραμένει ατιμώρητος. Κανείς άλλωστε διηγητικός παράγων δεν προσφέρει στους αναγνώστες έναν ποθητό μίτο, προκειμένου να αποκαλυφθεί πανηγυρικά ο ένοχος. Ο κατ’ εξοχήν φορέας του ιδιαίτερα βασανιστικού ερωτήματος, το οποίο μεταφέρει το άγος του απο γενιά σε γενιά, ο περίκλειστος Κώστας φαίνεται απροσπέλαστος. Συγκρατώ μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις υποχώρησης της παρατεταμένης αυτής σκλήρυνσης του εγώ, του εγκλεισμού σε μιαν απεγνωσμένη σιωπή σωτηρίας: όταν διαλύθηκε ο εγκέφαλος του σκύλου του από κτύπημα αυτοκινήτου, δήλωσε στην εμβρόντητη σύζυγό του ότι: «είχε να νιώσει τέτοιο πόνο από εκείνη τη νύχτα που έφεραν τον πατέρα του στο σπίτι πάνω σε μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα».
Ο συγγραφέας θα σπεύσει αποφασιστικά και στη δεύτερη ανίχνευση. Ασφαλώς την ως εκ των πραγμάτων πλέον επιβεβλημένη. Να διερμηνεύσει δηλαδή με ακρίβεια τα αίτια και τα αιτιατά της εγκληματικής αυτής πράξης και στη συνέχεια να κατονομάσει εν τέλει τον δράστη του όντως στυγερού αυτού εγκλήματος, το οποίο, τονίζω τελέστηκε εν ψυχρώ, πισώπλατα, κατά αόπλου. Παρά τις δυσκολίες του εγχειρήματος και παρά τη δεδηλωμένη άρνηση του πατέρα του να βγει από το όνειρό του, να δει δηλαδή τον κόσμο με μια πιο διευρυμένη συνείδηση, οι προσπάθειες του Ηλία Μαγκλίνη θα στεφθούν από επιτυχία. Τα τριάντα δύο κεφάλαια του βιβλίου και τα ισάριθμα σύντομα, λυρικά κυρίως, ιντερμέδια μαρτυρούν όλες τις φάσεις της οδυνηρής αυτής διαδικασίας για την απόδοση ευθυνών. Το αίτημα της δικαιοσύνης θα ακυρώσει το αίτημα της έως τον τάφο σιωπής.
Παραθέτω την ώριμη κρίση του συγγραφέα, η οποία συνοψίζει ένα σαφές αντιπολεμικό credo: «Ούτε η δολοφονία του Νίκου ήταν κάτι σημαντικό. Ένας ασήμαντος φόνος ήταν, μια ανθυπολεπτομέρεια, μια κοινοτοπία, μια επανάληψη, μια παρανυχίδα στο Αγρίνιο του 1944, στην Ελλάδα του 1944, στην Ευρώπη του 1944, στον κόσμο του 1944. Μια δολοφονία ανάμεσα στις τόσες, στις πολλές, στις άπειρες. Απλώς ήταν η δική μου δολοφονία- μάλλον ένας φόνος που έγινε δικός μου, που τον έκανε δικό μου άθελά του ο πατέρας μου, με η σιωπή του, με την αφηρημάδα και τη λύπη του, με τον περίκλειστο εσωτερικό κόσμο που ήταν ο ψυχισμός του. Άθελά μου κι εγώ- ή ηθελημένα με έναν υποσυνείδητο τρόπο την κληρονόμησα. Θα μπορούσα να είχα ζήσει τη ζωή μου χωρίς ποτέ να με απασχολήσει αυτή η λεπτομέρεια στην ιστορία μιας χώρας όπου ο φόνος ενός ανθρώπου δεν είναι τίποτε σπουδαίο». Τεκμαίρεται ότι η συγγραφική σύνεση δεν απευθύνει κατηγορητήριο σε μια μόνον πλευρά του Χορού. Πρόκειται δηλαδή για μια σαρωτική πρόταση απόρριψης του γενέθλιου στίγματος της εμφύλιας ρήξης στο σύνολό της. Κάτι που έχει ήδη επισημάνει, μεταξύ άλλων, η κριτική. Δεν πρόκειται ακριβώς για αξιολόγηση του ξεπεσμού της ύπαρξης σε επίπεδο κανιβαλιστικού εξανδραποδισμού, αλλά για απλή έκθεση πεπραγμένων: εδώ ακριβώς επαληθεύεται η συγκεκριμένη συγγραφική δεινότητα. Μακριά από φρούδα κηρύγματα οποιουδήποτε είδους, το Είμαι όσα έχω ξεχάσει λειτουργεί ως ο αδιάψευστος καθρέφτης πάθους. Το δε ομοιοπαθητικό κοίταγμα-βύθιση στον καθρέφτη αποτελεί με τη σειρά του την ίαση, την κάθαρση, την οποία πεισματικά ονειρεύτηκε ο ευπατρίδης Κώστας Μαγκλίνης.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Στη φωτογραφία ο Ned Thomas με Stearman PT-17. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]