Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΩΣ «ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ»
ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΔΙΑΣΤΡΟΦΗΣ
Ο Γάλλος συγγραφέας Pascal Bruckner δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Με σπουδές Φιλοσοφίας και με έντονες επιρροές από τον Roland Barthes, υπό την επίβλεψη του οποίου υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο Le corps de chacun est accessible à tous, ο Bruckner εντάχθηκε από νωρίς στους κύκλους των λεγόμενων «νέων Φιλοσόφων» που ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα στη Γαλλία από τη δεκαετία του 1970 κ.ε. ενώ ξεκίνησε το συγγραφικό του έργο εκδίδοντας αρχικά βιβλία φιλοσοφικού-κοινωνιολογικού περιεχομένου και κατόπιν γράφοντας μυθιστορήματα. Τόσο στο δοκιμιακό (π.χ. Η τυραννία της μεταμέλειας, Η μιζέρια του πλούτου, Το παράδοξο του Έρωτα κ.λπ.), όσο και στο λογοτεχνικό του έργο αποτυπώνονται με σαφήνεια οι φιλοσοφικές και θεωρητικές του ανησυχίες οι οποίες αφορούν κυρίως ζητήματα όπως η σεξουαλικότητα, οι διαπροσωπικές σχέσεις, ο καταναλωτισμός, οι σχέσεις μεταξύ Δύσης και Τρίτου κόσμου κ.λπ., δηλαδή θέματα που προβληματίζουν όχι μόνο τη σύγχρονη γαλλική κοινωνία, αλλά ολόκληρο τον δυτικό κόσμο· άλλωστε και η ίδια η καταγωγή του Bruckner (παιδί Αυστριακού πατέρα και Ισπανίδας μητέρας που μεγάλωσε στη Γαλλία) τον καθιστά «πολίτη του κόσμου» και πρωτίστως της Δύσης.
Το μυθιστόρημα εκείνο που τον καθιέρωσε και τον κατέστησε ευρύτερα γνωστό στο αναγνωστικό κοινό –καθώς μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Roman Polanski– είναι ασφαλώς τα Μαύρα φεγγάρια του έρωτα (Lunes de fiel – έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Αστάρτη» σε μετάφραση της Μαρίνας Λώμη και πιο πρόσφατα από τις εκδόσεις «Πατάκη» σε μετάφραση του Γιάννη Στρίγκου), μια κατάδυση στα σκοτεινά βάθη του έρωτα, στις διαστροφές που συχνά υποκρύπτονται εντός της σεξουαλικής επιθυμίας, στις ψυχολογικές μεταπτώσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε ακραίες καταστάσεις, τις οποίες πολλοί ενδεχομένως αναγνωρίζουν ενδόμυχα, λίγοι όμως τολμούν να παραδεχτούν φανερά· είναι ίσως το «μανιφέστο» της έκπτωσης στην οποία ενδέχεται να οδηγήσει μια μακροχρόνια ερωτική σχέση που καθίσταται «ρουτίνα», αλλά και ένα αποκαλυπτικό εγχειρίδιο για τη γύμνια και τη συντριβή του ιδιωτικού βίου μέσω της ίδιας της υπέρβασης των ορίων του, ενός βίου ο οποίος λυγίζει υπό το βάρος της αβάσταχτης ελαφρότητας που τον χαρακτηρίζει.
Σε αντίστοιχο μήκος κύματος κινείται και ένα άλλο –λιγότερο ίσως γνωστό- μυθιστόρημα του Bruckner, το οποίο τιτλοφορείται Οι κλέφτες της ομορφιάς (Les voleurs de beauté –κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αστάρτη» σε μετάφραση της Λόισκας Αβαγιανού). Πρόκειται για μια ιστορία εξίσου ακραία με εκείνη των «Φεγγαριών», η δε πλοκή παραπέμπει σε αστυνομικό μυθιστόρημα αγωνιώδες μεν, πλην όμως διανθισμένο με λυρισμό· η ακρότητα συνδυάζεται με την φιλοσοφική διάθεση του συγγραφέα, ο οποίος διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη βασιζόμενος στην ίδια την φύση της ιστορίας που περιγράφει, στη δύναμη και –κυρίως– στις αδυναμίες που χαρακτηρίζουν τους ήρωες του μυθιστορήματος.
Η κεντρική ιδέα αποκαλύπτεται στον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου και δεν είναι άλλη από την ομορφιά, διόλου τυχαία άλλωστε στην προμετωπίδα αναγράφονται οι στίχοι από το έργο Une Saison en enfer του Arthur Rimbaud: «Ενα βράδυ κάθισα την ομορφιά/στα γόνατά μου. / Και τη βρήκα πικρή. Και την έβρισα». Ο συγγραφέας βασίζει την ιστορία του επάνω σε ένα εκ πρώτης όψεως απλοϊκό αντιθετικό σχήμα ενοχής – αθωότητας που αντιστοιχεί στο ειδικότερο ζεύγος «Ομορφιά» (= ενοχή) – «Ασχήμια» (= αθωότητα). Η ομορφιά συνιστά ένα «προπατορικό αμάρτημα», ένα «εκ των προτέρων έγκλημα» το οποίο πρέπει να τιμωρηθεί, να παταχθεί αμείλικτα, να ξεριζωθεί ολοκληρωτικά και αυτό ακριβώς αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν κάποιοι εκ των πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος, οι οποίοι δεν παρουσιάζονται ως άμεσα δρώντα υποκείμενα, αλλά ως μέρος μιας εξομολόγησης που ξεκινά στο Νοσοκομείο Hôtel-Dieu του Παρισιού, ένα αυγουστιάτικο βράδυ και ολοκληρώνεται στον Καθεδρικό Ναό της Notre-Dame.
Ο αφηγητής, ο Μπενζαμέν, είναι ένας παράξενος άνδρας 37 ετών που κυκλοφορεί με καλυμμένο το πρόσωπο και ο αποδέκτης της εξιστόρησης η Ματίλντ, μια ψυχίατρος που εργάζεται στη νυχτερινή βάρδια του νοσοκομείου το βράδυ που ο Μπενζαμέν μεταφέρεται εκεί. Κοινό χαρακτηριστικό των δύο προσώπων είναι η ανασφάλεια: ο Μπενζαμέν είναι ένας συγγραφέας ο οποίος γράφει βιβλία που ουσιαστικά αποτελούν προϊόντα λογοκλοπής, καθώς αντιγράφει ή δανείζεται φράσεις κλασικών δημιουργών, ενώ παραδέχεται ότι ήδη από την παιδική του ηλικία αισθανόταν γερασμένος. Η Ματίλντ, από την άλλη πλευρά, απεχθάνεται την εργασία της και μολονότι εμφανισιακά είναι όμορφη και γοητευτική, αδυνατεί να ελέγξει τον πόθο που αισθάνεται για τον Φερντινάν, τον καλλιτέχνη σύντροφό της που απουσιάζει για τις θερινές του διακοπές και ο οποίος –εκτός από τις σεξουαλικές του διαστροφές– δεν παύει να την μειώνει με την πρώτη ευκαιρία και να διατηρεί εφήμερες σχέσεις με άλλες γυναίκες. Η εξιστόρηση του Μπενζαμέν καθηλώνει την αρχικά δύσπιστη Ματίλντ, καθώς αφορά μια παράξενη περιπέτεια που έζησε ο ίδιος μαζί με τη σύντροφό του, την όμορφη (και κατά δέκα χρόνια νεότερή του) Ελέν, όταν οι δυο τους εν μέσω σφοδρής χιονοθύελλας στην οροσειρά του Ιούρα, κοντά στα σύνορα με την Ελβετία, και κατόπιν βλάβης του αυτοκινήτου τους, αναγκάστηκαν να ζητήσουν βοήθεια από τους ενοίκους ενός γειτονικού απομονωμένου σαλέ. Οι τελευταίοι –που ανταποκρινόμενοι στην έκκληση του νεαρού ζευγαριού, προσφέρονται να τους φιλοξενήσουν για λίγο μέχρι να περάσει η κακοκαιρία και να επιδιορθωθεί η μηχανική βλάβη– απαρτίζονται από τρεις εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες: τον ευγενή και –κάποτε γοητευτικό– πλούσιο δικηγόρο Ζερόμ (χαρακτηριστικό εκπρόσωπο της εξεγερμένης γενιάς του Μάη του 1968), την φαρμακερή –και κάποτε πολύ όμορφη– σύζυγό του Φραντσέσκα και τον αλλόκοτο και υποτακτικό υπηρέτη τους, με χαρακτηριστικά νάνου, Ρεϊμόν. Όσο παρατείνεται η παραμονή του Μπενζαμέν και της Ελέν στο σαλέ, τόσο συνειδητοποιούν ότι κάτι περίεργο κρύβεται εκεί, κάτι το οποίο δεν θα αργήσουν να αποκαλύψουν με δυσάρεστο και επώδυνο για τους ίδιους τρόπο.
Η αφήγηση του Bruckner είναι χειμαρρώδης, σε ορισμένα σημεία σχεδόν εκστατική και η φαντασία του αστείρευτη, ενώ ο απώτερος σκοπός του είναι να αναδείξει ορισμένες σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης που συνδέονται με την λατρεία του ωραίου, την αποστροφή που μπορεί να προκαλέσει αυτή η θεοποίηση, η «δικτατορία» της ομορφιάς, αλλά και την αρρωστημένη καταστροφική μανία που εκδηλώνεται ως συνέπεια ανεκπλήρωτων πόθων, καταπιεσμένων διαστροφών και απογυμνωμένων από οποιονδήποτε ηθικό κανόνα συμπεριφορών. Η ιστορία που διαδραματίζεται είναι βίαιη και σκληρή, όπως άλλωστε και η ίδια η ανθρώπινη φύση· έχει χαρακτηριστικά δυστοπικά και συγχρόνως διαστροφικά, δεν παύει όμως στην πράξη να λειτουργεί διδακτικά ως μια αλληγορία για την καταπίεση που προκαλούν ο χρόνος, η ανελέητη φθορά, η αγωνία για τη διατήρηση της νιότης και της ομορφιάς.
Ποιος όμως ορίζει τι είναι όμορφο και τι όχι; Τα πρότυπα ομορφιάς ποικίλλουν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή. Ιδίως στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, τα πρότυπα ομορφιάς επιβάλλονται μέσα από τον κινηματογράφο, τον κόσμο μόδας, τον “lifestyle” τύπο, και υιοθετούνται από μεγάλο μέρος του κοινού χωρίς δεύτερη σκέψη, διότι επικρατεί η αντίληψη ότι αυτή είναι η αντικειμενική αλήθεια που αποκρυσταλλώνει τον πραγματικό κόσμο (υπάρχουν όμως πράγματι αντικειμενικά κριτήρια που ορίζουν την ομορφιά;). Η λογική όσων προβάλλουν τα πρότυπα αυτά εδράζεται στο επιχείρημα ότι στην «αγορά ιδεών και εικόνων» ο αναγνώστης-θεατής-καταναλωτής, ως «ελεύθερο» άτομο, διαθέτει την ικανότητα να τα κρίνει και το δικαίωμα να τα επιλέξει ή να τα απορρίψει. Πρόκειται για μεγάλη (αυτ)απάτη, καθώς ουδείς διαθέτει αυτή την δυνατότητα, εφόσον η εικόνα που προβάλλεται παρουσιάζεται ως κάτι το φυσιολογικό και, ακόμη χειρότερα, ως κάτι που κρίνεται αντικειμενικό, επειδή έτσι αποφάσισαν όσοι φέρουν τη σφραγίδα των «ειδικών» και της αναμφισβήτητης «εγκυρότητας». Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πιο απλή, καθώς η νιότη, η ομορφιά είναι έννοιες πεπερασμένες όπως ακριβώς και η ανθρώπινη ζωή που φθείρεται με την πάροδο του χρόνου· αυτό που μένει πίσω είναι ένα αποτύπωμα, είναι στιγμές.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]