Ανθούλα Δανιήλ, Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα, Βακχικόν, Αθήνα 2020.
Όπως δηλώνει και ο τίτλος του, το πρόσφατο βιβλίο της Ανθούλας Δανιήλ αποτυπώνει μια συγχρονία βιωμάτων, αναμνήσεων, σκέψεων, συγκινήσεων, αντλημένων από όλες τις δεκαετίες της ζωής της συγγραφέως, από τα πρώτα παιδικά χρόνια της ως τις μέρες μας. Αν και η ίδια αναφέρεται στον προυστικά «ξανακερδισμένο χρόνο» της (σ. 17, 59-60), ο χρόνος μοιάζει στην περίπτωσή της να μη χάθηκε ποτέ για να χρειαστεί να επανακτηθεί. Στην «τεθλασμένη» πορεία που ακολουθεί η αφήγησή της, όπως η ίδια σημειώνει, ο χρόνος κινείται μπρος-πίσω· πολλά πράγματα που γεννήθηκαν σε ένα λιγότερο ή περισσότερο μακρινό «τότε» παίρνουν απάντηση αργότερα ή τώρα, καθώς το παρελθόν της δεν είναι «ούτε λησμονημένο ούτε νεκρό» (σ. 15)· ζει μέσα της σε εγρήγορση, με τα ερωτηματικά και τα θαυμαστικά του, για να επαναπροσδιοριστεί, να φωτιστεί, να επανερμηνευτεί, να βιωθεί και πάλι μέσα από τη γραφή. Η συγχρονία που ξεδιπλώνεται στο βιβλίο της Δανιήλ είναι, θα έλεγε κανείς, πανηγυρική, πλημμυρισμένη από ευφορία και ευγνωμοσύνη για τα δώρα της ζωής, της παιδείας και της τέχνης. Γνήσιο τέκνο του Ελύτη, με τον οποίο τη συνδέουν δεσμοί όχι μόνο φιλολογικοί (μας έχει δώσει τη μονογραφία Μια αντίστροφη πορεία, Από το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου στους Προσανατολισμούς, Επικαιρότητα 1986, ενώ έχει εκπονήσει και την προσώρας ανέκδοτη διδακτορική διατριβή Ο Οδυσσέας Ελύτης ανάμεσα στις αντινομίες του καιρού του) αλλά και ιδιοσυγκρασιακοί, η συγγραφέας έχει μια ριζικά θετική στάση προς τη ζωή («στο βιβλίο μου δεν υπάρχει τίποτα αρνητικό ή σχεδόν τίποτα», σ. 15) και μια ευδαιμονική σχέση με το ελληνικό φυσικό τοπίο. Με τον υπερρεαλισμό, εξάλλου, από τον οποίο και ο Ελύτης άντλησε επιλεκτικά πολύτιμες ουσίες, μοιράζεται, εκτός από την προγραμματική αισιοδοξία, την αγάπη για το παράδοξο, για «τις απρόσμενες συμπτώσεις, άλλοτε τυχαίες και άλλοτε σκηνοθετημένες» (σ. 16) και την πίστη στην αξία της έκπληξης και του θαυμασμού. Η Δανιήλ διατηρεί μέσα της μια παιδικότητα που δωρίζει πλουσιοπάροχα το δώρο της έκστασης απέναντι στις ομορφιές του κόσμου και την πίστη στο θαύμα, έτσι που ηχεί πειστική όταν γράφει: «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων θα μπορούσα να είμαι εγώ» (σ. 17).
Τι είναι, εντέλει, το βιβλίο αυτό, το οποίο η συγγραφέας του αρνείται να προσδιορίσει ως αυτοβιογραφία, ακόμη και ως «κάτι συναφές» με αυτοβιογραφία; (σ. 15). Είναι ένα κείμενο ελεύθερων συνειρμών, όπου βιώματα όπως μια νυχτερινή βόλτα με βάρκα, ή, συνηθέστερα, πνευματικά και αισθητικά ερεθίσματα οδηγούν σε μια ελεύθερη πλοήγηση στον χρόνο, τον χώρο, τις ιδέες, τις τέχνες κάθε είδους· ένα κατακλυσμικό πανηγύρι απόλαυσης της φύσης, των όμορφων ανθρώπων που μπορεί να συναντήσει κανείς στον δρόμο, των αρχαίων μνημείων, των βιβλίων, των παραστάσεων, των ταινιών, των εικαστικών έργων, της μουσικής. «Ένας ιδιότυπος μονισμός», όπως παρατηρεί στον πρόλογό του ο Γιώργος Βέης διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου πιστοποιώντας «τις κοινές αφορμές, τις κοινές πηγές, τις κοινές προοπτικές» (σ. 11).
Πριν περιηγηθούμε παραδειγματικά στην ευφάνταστη συνειρμικότητα του βιβλίου, ας δούμε συνοπτικά το προφίλ της συγγραφέως, όπως αποσπασματικά σκιαγραφείται στις σελίδες του: στα παιδικά χρόνια της δεν έπαιξε σχεδόν καθόλου, όμως αθλήθηκε πολύ, διάβασε πολύ, άκουσε ραδιόφωνο – γαλουχήθηκε από το τρίτο πρόγραμμα – πήγε θέατρο και σινεμά. Ορατές είναι οι οφειλές της στην καλλίφωνη και προτρεπτική μητέρα («Διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε», ήταν η μόνιμη προτροπή της που αφομοίωσε) και τον αεικίνητο πατέρα, που χόρευε ιεροτελεστικά το τσάμικο (σαν τον Φέρτη στο σίριαλ Βίος ανθόσπαρτος) και δήλωνε ότι «μόνο οι πεθαμένοι δεν πονάνε, κι εγώ είμαι ζωντανός». Λάτρεψε το σχολείο, από το δημοτικό μέχρι και το πανεπιστήμιο, και από τον ζήλο της διάβαζε ακόμη και την αδίδακτη ύλη· όπως χιουμοριστικά σχολιάζει, ήταν «φυτό» που «άνθιζε» διαβάζοντας (σ. 50). Λάτρεψε από μικρή τους αρχαίους Έλληνες («Πίστευα πως όλοι οι αρχαίοι ήταν συγγενείς μου και τις νύχτες επικοινωνούσα στα όνειρά μου μαζί τους», σ. 39), ήθελε να γίνει «φιλόλογος με εγκιβωτισμένο μέσα μου έναν αρχαιολόγο» (σ. 42). Και έγινε, σπουδάζοντας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ. Στο βιβλίο αυτοπροσδιορίζεται συχνά μέσα από αγαπημένους της ποιητές και λογοτεχνικούς ήρωες. Έτσι,
«Τις καλύτερες ώρες μου τις περνώ μπροστά στο τραπέζι μου» έγραφε ο Σεφέρης στις Μέρες Β´ και συμφωνούσα μαζί του πριν τον γνωρίσω
(σ. 51),«Η βιβλιοθήκη μου ακουμπούσε στο κρεβάτι μου» λέει ο Μποντλέρ και η δική μου επίσης, λέω εγώ
(σ. 56),Κορίτσι ανθισμένο για βιβλία και σινεμά. Κρατούσα μπλοκάκι και σημείωνα, όπως ο συγγραφέας στον Γλάρο του Τσέχωφ
(σ. 60).
«Σε ό,τι και να έβλεπα ή να διάβαζα ή να άκουγα έπρεπε να βρίσκω τα καλλιτεχνικά ανάλογα», γράφει η Δανιήλ αναθυμούμενη τον νεανικό εαυτό της (σ. 73). Και αυτό κάνει στο μεγαλύτερο μέρος τού Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα. Θυμάται, ας πούμε, πώς ένα όμορφο κορίτσι στο μετρό της έφερε στον νου την «Άνοιξη» του Μποτιτσέλι· πώς ένας δεκαεννιάχρονος που τη φώναξε σε ένα κατάστημα γιατί τη γνώρισε από μια ομιλία της ανακάλεσε μέσα της ένα καβαφικό ποίημα. Οι ανακλήσεις και οι συνειρμοί πυκνώνουν, ενίοτε ιλιγγιωδώς, όταν ερέθισμα είναι ένας πίνακας ζωγραφικής, μια κινηματογραφική ταινία, ένα μουσικό κομμάτι. Έτσι, το γαλλικό τραγούδι «Πάνω στη γέφυρα της Αβινιόν», του Jean Francois Alexandre, της θυμίζει τον Πικασό και τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν», αλλά και τη γέφυρα που έστησε ο Ξέρξης στον Ελλήσποντο για να περάσει από την Ασία στην Ευρώπη, και τους «γεφυρισμούς» των αρχαίων Ελλήνων κατά τις διονυσιακές γιορτές τους, και την ταινία Η γέφυρα της αμαρτίας (Waterloo Bridge, 1940) του Μέλβιν Ρελόι με τον Ρόμπερτ Τέιλορ και τη Βίβιαν Λι (σ. 82-84). Κι ακόμη, ο εμβληματικός πίνακας του Πικασό την ταξιδεύει στο κολάζ του Ελύτη «Ο φυλλένιος» (από την Ιδιωτική οδό), στους πίνακες με τις φτωχές πόρνες του Τουλούζ Λωτρέκ, στους φτωχούς που ζωγράφιζε ο Βαν Γκογκ (σ. 84-85), και, εξ αντιθέτου, στις όμορφες και προκλητικές χορεύτριες του καν-καν, οπότε «η ατμόσφαιρα μεταμορφώνεται», όπως η ίδια σχολιάζει, και το βιβλίο μάς ταξιδεύει στους ρυθμούς του Παρισιού στα τέλη του 19ου αιώνα μέσα από τις μουσικές του Ζακ Όφενμπαχ, από εκεί στην ταινία του Ρομπέρτο Μπενίνι Η ζωή είναι ωραία (όπου η ηρωίδα παρακολουθεί Όφενμπακ στην όπερα), και στη συνέχεια στις μπαλαρίνες του κινηματογραφικού μιούζικαλ του Μπαζ Λούρμαν Μουλέν Ρουζ (2001), οι οποίες πάλι μας επιστρέφουν στον Τουλουζ Λωτρέκ, καθώς και στον Μανέ του πίνακα Μπαρ στο Φολί Μπερζέρ (σ. 87-91). Τέτοιες και άλλες σερπαντίνες ξετυλίγει στο βιβλίο της η Δανιήλ, διανθίζοντας τους συνειρμούς της με κάθε είδους σχόλια πάνω στην τέχνη και τον ανθρώπινο βίο, αλλά και με ποιήματα και στίχους, πολλούς στίχους νεοελλήνων, κυρίως, ποιητών (με πρώτιστο ανάμεσά της τον Ελύτη) καθώς και δικούς της, στίχους που δεν δίνουν την αίσθηση του εμβόλιμου σώματος αλλά μοιάζουν φυσική προέκταση του πεζού λόγου της σε στιγμές που η συγκίνηση εντείνεται.
Η ηρωίδα του ανά χείρας βιβλίου, που απόλαυσε την τέχνη αχόρταγα, σε όλες τις μορφές της, ξέρει και να απολαμβάνει τη ζωή και τη φύση. Θεωρεί ως «τη σημαντικότερη εμπειρία» της τον βραδινό ύπνο στην παραλία του Λεωνιδίου ένα καλοκαίρι (σ. 98) και παρατηρεί κλείνοντας την αφήγηση της περιπέτειάς της: «Τι να τις κάνεις τις ουτοπίες όταν υπάρχουν τέτοιοι τόποι!» (σ. 99). «Η ουτοπία ως τόπος» θα μπορούσε να είναι ένας ταιριαστός υπότιτλος για το βιβλίο της, σε κάποιες από τις ωραιότερες σελίδες του οποίου αφηγείται πώς ένα ταξίδι της στη Δήλο ολοκλήρωσε μέσα της ερεθίσματα από σχολικά βιβλία και πώς, εντέλει,
Η Δήλος αποδείχτηκε ότι ήταν τα δικά μου Κύθηρα, έκανα το υπέροχο ταξίδι μέσα στο εκτυφλωτικό φως και δεν αναδύθηκε η Αφροδίτη, η Άρτεμις, ο Απόλλων· εγώ αναδύθηκα από την παιδική μου μνήμη, όπως η Δήλος (σ. 42)
Το βιβλίο της Δανιήλ, μιας γυναίκας εσωτερικά και εξωτερικά αεικίνητης – στο γυμνάσιο «σταμάτησα [τα αθλήματα] χωρίς να σταματήσω. Χοροπηδάω μέσα μου», γράφει χαρακτηριστικά (σ. 29) – είναι ένα βιβλίο χορευτικό, που σε παρασύρει στον στρόβιλό του. Καλλιεργεί, ερεθίζει την περιέργεια και οδηγεί σε κάθε είδους αναζητήσεις: ποιημάτων, μυθιστορημάτων, πινάκων ζωγραφικής, ταινιών, μουσικών εκτελέσεων, αρχαιολογικών τόπων. Κι ακόμη, τονώνει τη διάθεση και μας εκπαιδεύει σε μια θετική αντίληψη για τη ζωή· ο ενθουσιασμός της συγγραφέως για την εκρηκτική ποικιλία της ομορφιάς – τόσο της φυσικής όσο και, κυρίως, της δημιουργημένης από τον άνθρωπο – είναι μεταδοτικός.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Leigh Palmer. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]