Γιώργος Βέης, Εκεί. Μαρτυρίες από το Βιετνάμ, την Ινδονησία, την Ιαπωνία, την Κίνα, το Καμερούν, τη Γερμανία, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2019.
Προεκτείνοντας την προσωπική του πεζογραφική παράδοση των ταξιδιωτικών διηγήσεων και εμπλουτίζοντας την εν γένει ταξιδιωτική λογοτεχνία, ο Γιώργος Βέης προσθέτει με το Εκεί, έναν ακόμη σημαντικό σταθμό στην πορεία αποτύπωσης των εντυπώσεων και των εμπειριών του από τη διαμονή και την περιπλάνησή του στο εξωτερικό. Αυτή τη φορά, το βιβλίο περιλαμβάνει μαρτυρίες από το Βιετνάμ, την Ινδονησία, την Ιαπωνία, την Κίνα, το Καμερούν και τη Γερμανία, με τις τρεις πρώτες χώρες να διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος, ενώ παρέμβλητες παρατίθενται ποιητικές δημιουργίες και επιστολές που έστειλε ή έλαβε από φίλους και ομότεχνους.
Δεν θα σταθούμε εδώ στην ξεχωριστή θέση του βιβλίου αυτού μέσα στο σύγχρονο λογοτεχνικό τοπίο, ούτε στην συνεισφορά του Βέη στην καλλιέργεια ενός λογοτεχνικού είδους από τα πιο ενδιαφέροντα και ελκυστικά, τόσο σε αναγνωστικό, όσο και σε μελετητικό επίπεδο. Είναι άλλωστε αναμφισβήτητο ότι ο συγγραφέας έχει πλέον εξελιχθεί σε έναν ξεχωριστό εκπρόσωπο της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας ή, καλύτερα, μαρτυρίας όπως ο ίδιος αρέσκεται να τιτλοφορεί τις διηγήσεις του. Ο όρος αυτός, βέβαια, δεν είναι τυχαία επιλεγμένος. Προερχόμενος από το αρχαίο ελληνικό ρήμα μαρτυρέω-ω, καταδεικνύει την κινητήριο δύναμη και την πρόθεση του συγγραφέα να φανερώσει, να αποκαλύψει, να ξεδιπλώσει ό, τι, για τους περισσότερους Έλληνες αναγνώστες μένει άγνωστο, μακρινό, ανεξερεύνητο, ενδεχομένως και κωδικοποιημένο ή παρεξηγημένο. Παράλληλα, όμως, υποδηλώνει και τη διάθεση του συγγραφέα να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά σε αυτή τη μετάγγιση, να αφιερώσει μεγάλο μέρος της βιολογικής και συγγραφικής του ύπαρξης στον ρόλο του αυτό ως αγωγού της ασιατικής, εν προκειμένω, κουλτούρας στη νεοελληνική συνείδηση. Έτσι, ως άλλος «μάρτυρας», διαδηλώνει την πίστη του στην αποστολή του ως μεταδότη της γνώσης, αλλά και την βαθιά του πίστη στην αναπαραστατική αξία και λειτουργία της λογοτεχνίας.
Οι δύο αυτές πτυχές του έργου, η πραγματολογική και η λογο-τεχνική, συνυπάρχουν και συλλειτουργούν αρμονικά, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι σχεδόν αδύνατος ο διαχωρισμός του σημαίνοντος από το σημαινόμενο. Το περιεχόμενο, με άλλα λόγια, των εντυπώσεων και των εμπειριών του Βέη, έχει εμποτίσει στο μέγιστο την δομή και τη θεμελίωση του λόγου του και ο λόγος, ως ενδιάθετη σκέψη, καθοδηγεί την επιλογή και την παράθεση των εικόνων και των λεπτομερειών τους. Κάπου εδώ θα πρέπει να αναφερθεί και η εμπλοκή του στοχασμού και της ποιητικότητας που ενυπάρχει ακόμα και μέσα στα πιο «πεζά» σημεία της αφήγησης, σε περιστατικά ή στιγμιότυπα που δεν ξεφύγουν από το οικείο και το καθημερινό. Εδώ μάλιστα αναδεικνύεται και η δεξιοτεχνία του Βέη. Γιατί ο συγγραφέας αφορμάται από το σύνηθες, το απλό, το επικαιρικό, το απαρατήρητο και το αναγάγει σε ένα υψηλότερο επίπεδο εντάσσοντάς το στην αφηγηματική λειτουργία. Ο στοχασμός και η ποίηση λειτουργούν από κοινού, ο πρώτος στο επίπεδο της σκέψης, η δεύτερη στο επίπεδο της λέξης και ενοποιούνται όταν εκβάλλουν μαζί στην αναγνωστική συνείδηση.
Σε αυτό το σημείο έγκειται και το συγγραφικό επίτευγμα του Βέη. Στη σύζευξη δηλαδή της σκέψης και μιας διάθεσης στοχαστικής με την έκφραση και μια διάθεση συν-κινητική. Οι δύο αυτές τάσεις στις οποίες εξακτινώνεται η αφήγηση ενώ φαίνονται αντιθετικές ή αντιφατικές μεταξύ τους, στην πραγματικότητα αποτελούν τους δύο πόλους ανάμεσα στους οποίους κινείται, σαν εκκρεμές η γραφή του Βέη. Τα ερεθίσματα που προσφέρει ο τόπος και οι άνθρωποι κινητοποιούν και τροφοδοτούν την στοχαστική διάθεση του συγγραφέα, ο οποίος σχεδόν ασυναίσθητα ανασύρει περικοπές από έργα μεγάλων στοχαστών ή λογοτεχνών προκειμένου να εναρμονίσει τη γνώση με τη σκέψη, το ειπωμένο με το ανείπωτο. Ταυτόχρονα όμως αναδύεται και η ποιητική ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα που εκδηλώνεται τόσο στην πρόσληψη των ερεθισμάτων αυτών, όσο και στην λεκτική τους αποτύπωση. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο αναγνώστης διαμορφώνει την εντύπωση ότι πολλές από τις φράσεις της αφήγησης ή της περιγραφής συνιστούν αυτοτελείς στίχους που θα μπορούσαν κάλλιστα, αν απομονωθούν, να δώσουν αυτήν ακριβώς την εντύπωση. Πρόκειται στην ουσία για μία συνειδητή στάση του συγγραφέα ο οποίος τεχνουργεί το κείμενό του πάνω στη βάση της ποιητικότητας που ενυπάρχει στη σκέψη και την έκφρασή του.
Αυτό ακριβώς το δίπολο έχει μια καταλυτική επενέργεια πάνω στο αναγνώστη, ακόμα και τον λιγότερο ασκημένο στην τέχνη της ανάγνωσης. Γιατί το κείμενο του Βέη συμπαρασύρει τον αναγνώστη σε μια διττή εμπειρία. Από την μία οξύνει την περιέργεια και τη φιλομάθειά, την φιλέρευνη διάθεση και την αναζήτηση μέσα σε ένα κειμενικό σύμπαν που βρίθει από εκπλήξεις, από παράδοξα, από ασυνήθιστα ή ανοίκεια στοιχεία και από την άλλη λειτουργεί, όπως κάθε λογοτέχνημα, στην κατεύθυνση της απόλαυσης και της συγκινησιακής μέθεξης. Το βίωμα αυτό είναι ιδιαίτερα καίριο και καταλυτικό από τη στιγμή που προκρίνει και υπηρετεί τη γεφύρωση ανάμεσα στη νόηση και το θυμικό, ανάμεσα στο στοχασμό και το συναίσθημα, ανάμεσα στη γνώση και την αίσθηση. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως ολότητα, ως ένα σύμπλεγμα της όρασης του νου και της όρασης του οφθαλμού. Γιατί αυτός ακριβώς είναι και ο στόχος του συγγραφέα. Να ανοίξει το δρόμο προς τη βαθύτερη σημασία της μορφής που είναι η Ιδέα, να ανοίξει τις πύλες της νόησης και να καταστήσει τη μορφή εξεικόνιση της Ιδέας. Αφυπνιστική και διεγερτική η γραφή του Γιώργου Βέη δεν ξεχνά τον παραμυθιακό της ρόλο, την φιλοσοφική της διάσταση στο μέτρο που αποκαλύπτει και, ενδεχομένως, προτείνει μία άλλη όραση του εαυτού και του κόσμου.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]