ΜΕΤΑΞΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΥΔΟΣΙΑΣ
Η 3η Μαΐου έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα της Ελευθερίας του Τύπου. Ο Τύπος επιτελεί έργο σημαντικό στο πλαίσιο μιας δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας και η κατοχύρωση της ελευθερίας του είναι εκ των ων ουκ άνευ για την εδραίωση της κριτικής, της διαφάνειας και της θεμελιώδους ελευθερίας της έκφρασης. Ίσως όμως θα ήταν σκόπιμο να μην ξεχνά κανείς και τα καταστροφικά αποτελέσματα της Ασυδοσίας του (κακού) «Τύπου», εκείνου που χαρακτηρίζεται «κίτρινος», σκανδαλοθηρικός και μια μορφή του οποίου, τα τελευταία χρόνια έχει λάβει τον χαρακτηρισμό των «ψευδών ειδήσεων» (“fake news”).
Το 1974 ο βραβευμένος με Nobel Λογοτεχνίας (1972) Γερμανός συγγραφέας Heinrich Böll (1917-1985) δημοσίευσε το μυθιστόρημα με τίτλο Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ (Die verlorene Ehre der Katharina Blum), το οποίο έναν χρόνο αργότερα (1975) μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο από τους Volker Schlöndorff και Margarethe von Trotta. Το μυθιστόρημα πραγματεύεται ένα επίκαιρο για την εποχή του θέμα, την βία, τον κίτρινο Τύπο και τις συνέπειες του ψεύδους, της ασυδοσίας, της δήθεν αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας που κρύβεται πίσω από τον μανδύα της ελευθερίας του λόγου και του τύπου ως θεμελίων μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Αρκεί όμως η θεσμική εγγύηση της ελευθεροτυπίας για να δικαιολογήσει ανορθόδοξες μεθόδους δημοσιογραφικής «έρευνας» που, στο όνομα μιας δήθεν «ενημέρωσης του κοινού» (στην πραγματικότητα για να πουλήσουν περισσότερα φύλλα τα εκδοτικά συγκροτήματα), σπιλώνουν την τιμή και την υπόληψη ενός απλού πολίτη οδηγώντας τον στην καταστροφή και το έγκλημα; Υπάρχει κάποιο όριο στη γενική ρήτρα προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας; (το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α΄ του Grundgesetz, του γερμανικού Συντάγματος ορίζει ότι «Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη» – “Die Würde des Menschen ist unantastbar”, όπως περίπου και το αντίστοιχο άρθρο 2 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος ορίζει ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»). Αποτελεί η ελευθερία του Τύπου και κατ’ επέκταση του λόγου αντικείμενο στάθμισης; Η απάντηση μάλλον βρίσκεται στην παραπάνω ρήτρα, αν και τα ζητήματα που εγείρονται δεν είναι καθόλου εύκολο να απαντηθούν. Δεν πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην Δυτική Γερμανία των «μολυβένιων χρόνων» της δεκαετίας του 1970, σε μια εποχή κατά την οποία κυρίαρχο θέμα ήταν η αντιμετώπιση των τρομοκρατικών ενεργειών ομάδων όπως η Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF- Rote Armee Fraktion) –γνωστή και ως Ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ (Baader–Meinhof Gang). Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δεν ήταν δυνατό να μείνουν αμέτοχα στο σκηνικό αυτό, ενώ σημαντικό ρόλο στην «εκστρατεία» τρομολαγνείας που εξαπολύθηκε εκείνη ακριβώς την εποχή έπαιξε η γνωστή για τις αντιδεοντολογικές μεθόδους της υπερσυντηρητική εφημερίδα BILD. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στο μυθιστόρημα από ένα αντίστοιχο «κίτρινο» έντυπο που τιτλοφορείται “DIE ZEITUNG” (Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ), το οποίο στηρίζεται στην εξίσωση «όμορφη κοπέλα+καταζητούμενος για τρομοκρατικές ενέργειες = πολιτικό-ερωτικό σκάνδαλο» προκειμένου να κορέσει τη δίψα του αναγνωστικού κοινού για «ενημέρωση». Ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει –όχι τυχαία– στην αρχή του βιβλίου: «Αν όμως ο αναγνώστης διακρίνει κάποιες ομοιότητες με την εφημερίδα Μπιλντ στα σημεία όπου περιγράφονται ειδικές μορφές “δημοσιογραφικής δεοντολογίας”, ας λάβει υπόψη του ότι οι ομοιότητες αυτές δεν είναι ούτε σκόπιμες ούτε τυχαίες –αλλά, απλώς, αναπόφευκτες» επιθυμώντας με αυτόν τον τρόπο να στηλιτεύσει τις μεθόδους της BILD. Δεν είναι επίσης τυχαίο ούτε το γεγονός ότι ο συγγραφέας – αφηγητής – παρατηρητής της ιστορίας χρησιμοποιεί για το μυθιστόρημα τον υπότιτλο “oder Wie Gewalt entstehen und wohin sie führen kann” («ή πώς μπορεί να γεννηθεί η βία και πού μπορεί να οδηγήσει»).
Το έργο του Böll κάθε άλλο παρά ξεπερασμένο είναι αν το μεταφέρει κανείς από τη Δυτική Γερμανία του “Radikalenerlaß” και του “Berufsverbot” στην εποχή μας η οποία χαρακτηρίζεται από μια αντίφαση: από τη μια πλευρά μέσω της τάσης για ενίσχυση της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και μάλιστα σε ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο (GDPR), από την άλλη μέσω της όλο και πιο έντονης ροπής προς παρακολούθηση ιδιωτών (συστήματα βιντεοεπιτήρησης, καταγραφής μέσω καμερών στο όνομα της αντεγκληματικής πολιτικής, αλλά και μιας εκούσιας προβολής ιδίως στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Σε ό,τι την ενημέρωση και την ελευθερία του Τύπου, το μήνυμα που επιχειρεί να στείλει ο Böll είναι περισσότερο ίσως από ποτέ επίκαιρο σήμερα, την εποχή της κυριαρχίας του διαδικτύου, της διάχυσης των πληροφοριών, των «ψευδών ειδήσεων» (“fake news”). Και τούτο διότι αν τη δεκαετία του 1970 τα σκανδαλοθηρικά και τα «κίτρινα» έντυπα υπερέβαιναν κάθε όριο ασυδοσίας και αυθαιρεσίας προκειμένου να αυξήσουν την κυκλοφορία τους, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μέχρι ποιο σημείο μπορούν να φτάσουν οι διαδόσεις μέσω του διαδικτύου που δημοσιεύουν -ως επί το πλείστον ανυπόγραφα- τα κάθε λογής blogs, «ειδησεογραφικά» sites και λοιπές ιστοσελίδες.

Τόσο το βιβλίο, όσο και η ταινία παραδίδουν –μέσα από την εικόνα και τη στάση της κεντρικής ηρωίδας, της Katharina Blum– ένα απλό, πολύτιμο, αλλά και τόσο διαχρονικό μάθημα Δημοκρατίας, η οποία δεν επιτρέπεται να εκβιάζεται από κανενός είδους θρασύτατο συκοφάντη στο όνομα της δήθεν ελευθερίας του Τύπου. Το μυθιστόρημα του Heinrich Böll που έχει μεταφραστεί επανειλημμένα στα ελληνικά και κυκλοφορήσει από διάφορους οίκους (ενδεικτικά αναφέρονται οι εκδόσεις Ζάρβανος και Γράμματα), γνώρισε την πιο πρόσφατη (2019) έκδοσή του από τον εκδοτικό οίκο Μεταίχμιο σε μετάφραση του Δημήτρη Δημοκίδη.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία εξωφύλλου είναι από την ταινία που βασίστηκε πάνω στο βιβλίο. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]