Elizabeth Strout, Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον, μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2019.
Στο μυθιστόρημα Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον της Ελίζαμπεθ Στράουτ (Elizabeth Strout, 1956-), η αφήγηση είναι αποσπασματική και αναδρομική. Η συγγραφέας γράφει (το βιβλίο δημοσιεύτηκε το 2016) όσα διαδραματίστηκαν και αφορούσαν την προσωπική και οικογενειακή της ζωή προ πολλού καιρού και θεωρώντας τα πράγματα κάτω από άλλες πιο ψύχραιμες συνθήκες, τις σημερινές. Ίσως η χειρουργική πάθηση της Λούσυ Μπάρτον να καταλαμβάνει τον βασικό πυρήνα, αλλά στην πραγματικότητα απεικονίζεται η σφοδρή επιθυμία της συγγραφέως να αρθρώσει με μεγαλύτερη ένταση, όσα αφορούν τα παιδιά της, τη μητέρα της, τους έρωτές της και τόσα άλλα προσωπικά και οικογενειακά θέματα.
Το μυθιστόρημα ανοίγει με τη Λούσυ να θυμάται την παραμονή της στο νεοϋορκέζικο νοσοκομείο, όταν βρισκόταν σε νεαρή ηλικία, λόγω εγχείρησης σκωληκοειδεκτομής: «…βρισκόμουν σε μια παράξενη κατάσταση –σε μια κατάσταση κυριολεκτικά πυρετώδους αναμονής– και πραγματικής αγωνίας. Είχα αφήσει στο σπίτι τον άντρα μου και τα δυο μου κοριτσάκια. Μου έλειπαν οι κόρες μου τρομερά κι’ ανησυχούσα γι’ αυτές τόσο πολύ που φοβόμουν πως η ανησυχία με αρρώσταινε ακόμα περισσότερο…». Από εκεί εκφράζει τις επιθυμίες, τους πόθους και τους καημούς της, μαζί με το κάτι παραπάνω από τη δίμηνη νοσηλεία και την ανάλογη ταλαιπωρία της. Αυτό το ήρεμο, μυστικιστικό μυθιστόρημα με τη ντροπαλή και αποσυρμένη ηρωΐδα του, μας φέρνει στο νου μια μορφή ειλικρινούς και βαθιάς εξομολόγησης καθώς βλέπουμε κάποια θραύσματα της ζωής της Λούσυ να έρχονται στην επιφάνεια, βλέπουμε να περιγράφει όσα της πρόσφερε έως ετούτη την ώρα η ζωή, έστω προβληματική και ατελής όπως είναι, και την επιθυμία της να ξεφύγει από κάποιες όχι ευχάριστες καταστάσεις. Αν και μεγάλο μέρος της δράσης του μυθιστορήματος διαδραματίζεται στην πολύβουη και αεικίνητη Νέα Υόρκη, τα χαρακτηριστικά του είναι αργά και ήσυχα. Από την αρχή, το βιβλίο είναι ξεκάθαρο για την πρωταγωνίστριά του, σκιαγραφώντας αυτήν και την συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
«Μια φορά, πάνε πολλά χρόνια από τότε, χρειάστηκε να μείνω στο νοσοκομείο σχεδόν εννιά εβδομάδες. Αυτά στη Νέα Υόρκη, οπότε τη νύχτα, ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι μου, είχα θέα το κτίριο Κράυσλερ σε όλη την κατάφωτη γεωμετρική του λαμπρότητα…». Στο κείμενο, η μεγαλούπολη παρουσιάζεται ήσυχη και μαγική. Σε αυτό το απατηλά απλό μυθιστόρημα, η συγγραφέας υφαίνει μαζί τρεις διαφορετικές ιστορίες, αλλά με έναν κεντρικό αφηγητή. Την ιστορία της νεαρής Λούσυ που μεγαλώνει φτωχή στο αγροτικό Ιλλινόις, την ιστορία της επανένωσής της με την αποξενωμένη μητέρα της στο νοσοκομείο και την δρομολόγησή της ως συγγραφέως στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1980, εποχή που επλήγη βάναυσα από το AIDS. Έτσι συγκεντρωτικά θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε ως ένα ποιητικό, λυρικό και συνάμα σύντομο χρονογράφημα μιας γυναίκας. Ο τρόπος που θα συνδυαστούν, τώρα, όλα αυτά εναπόκειται στον αναγνώστη. Οι λεπτομερείς περιγραφές των τόπων, είτε πρόκειται για τα απέραντα χωράφια του Ιλλινόις, είτε για δρόμους της Νέας Υόρκης, συγκλίνουν περισσότερο στο σημείο της προσπάθειας κατανόησης της ηρωΐδας. Τι είναι εκείνο που στοιχειώνει τη Λούσυ, λοιπόν, και γιατί είναι τόσο μελαγχολική και λυπημένη; Το μυθιστόρημα της Ελίζαμπεθ Στράουτ δεν παρέχει κάποια άμεση απάντηση. Η ευαισθησία της Λούσυ, που παραπέμπει σε παλιές εποχές, μπορεί να προσελκύσει πολλούς αναγνώστες, ιδιαίτερα όσους αρέσκονται σε αυτά τα θέματα, αλλά κάποιες άλλες ιδιότητές της, όπως η γενικότερη υποτακτικότητα και οι επιθυμίες της, ίσως έρχονται σε αντίθεση με όλα. Η Λούσυ είναι ιδιαίτερα θηλυκό άτομο, αλλά πληγωμένη από προσωπικές, ψυχικές και κοινωνικές αντιλήψεις και παραμελήσεις.
Όταν συναντάμε τη Λούσυ, εκείνη θυμάται τη στιγμή που ήταν τόσο άρρωστη και που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο για διάστημα εννέα εβδομάδων, αλλά χωρίς να έχουμε χειροπιαστή διάγνωση για μια απλή εγχείρηση όπως αυτή που προαναφέρθηκε. Επιστρατεύοντας τις προσωπικές και πολύχρονες χειρουργικές γνώσεις, το πιθανότερο είναι «κάποια σηψαιμία» ελαφράς μορφής, ή μια ανεξήγητη και μυστηριώδης λοίμωξη, αφού ούτε το ενδοκοιλιακό απόστημα, ούτε η λοίμωξη του χειρουργικού τραύματος, ούτε και ο μετεγχειρητικός συμφυτικός ειλεός, φαίνονται ή πιθανολογούνται, από τα αναγραφόμενα τουλάχιστον, ως παρούσες δυνητικές μετεγχειρητικές επιπλοκές. Όμως ενώ νοσηλευόταν εκεί, λαχταρά να (επανα)συνδεθεί με τη μητέρα της, να γνωριστεί καλύτερα τις νοσηλεύτριες του ορόφου, τον γιατρό της, τα παιδιά της και, σε κάποιο βαθμό, με τον σύζυγό της. Η προσπάθειά της να ανοιχτεί σε επιφανειακή έστω συζήτηση με τις πολυάσχολες νοσηλεύτριες, αποτύγχανε και αυτό κατά κάποιο τρόπο παρέπεμπε στην μοναξιά που είχε τις ρίζες της στην παιδική της ηλικία. Στη φτώχεια της οικογένειάς της στο Ιλλινόις που αναγκαστικά οδηγούσε σε φρικτές καταστάσεις, όπως στο άγχος, την ψυχολογική και σωματική κακοποίηση και τη μεγαλύτερη απομόνωση από το άμεσο περιβάλλον, σε αντίθεση με το ζεστό μέρος του σχολείου της όπου τα βιβλία την έκαναν να νοιώθει λιγότερο μόνη, ενώ ταυτόχρονα άνθιζαν οι επιθυμίες της να γράψει και εκείνη, κάποια στιγμή, ένα μυθιστόρημα.
Η Λούσυ μπορεί να διαθέτει την καρδιά μιας ηρωΐδας του 19ου αιώνα, αλλά ζει, για το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος, στα τέλη του εικοστού αιώνα. Στρέφεται στους άντρες για αγάπη και στοργή και την ίδια στιγμή για συντήρηση και διατροφή. Τέτοιες διασυνδέσεις αποδίδονται με τρυφερή, θλιβερή και οδυνηρή γραφή και λεπτομέρειες. Σε ένα σημείο η Στράουτ καταγράφει με μια στροφή την ένταση της αγάπης των μικρών παιδιών της και την ξαφνική πτώση τους σε έναν κόσμο τον οποίο όμως δεν μπορούν με ευκολία να κατανοήσουν. Αλλά το ενδιαφέρον είναι πως και η Λούσυ βρίσκεται σχεδόν στην ίδια θέση. Οι δύο γυναίκες μιλούν γύρω από τις γεωγραφικές, και όποιες άλλες, αποστάσεις τους. Η Λούσυ ζει στη Νέα Υόρκη για χρόνια, χωρίς να επιστρέψει ποτέ στο σπίτι μετά το κολέγιο. Η μητέρα της, πάλι, δεν την επισκέφτηκε ποτέ. Η Στράουτ τροφοδοτεί θλιβερά την οδυνηρή αμηχανία που σηματοδοτεί την επανένωσή τους με τον ίδιο τρόπο που εκλαμβάνει την αγάπη μεταξύ αυτής και της κόρης της. Σε αυτό το σχετικά σύντομο μυθιστόρημα, υπάρχουν πολλά που δεν λέγονται για τα άλλα μέλη της οικογένειάς της. Για τον μεγαλύτερο αδελφό της και τον πατέρα της. Στα διάκενα της αφήγησης της μητέρας της, η Λούσυ μας εξιστορεί τις δικές της ιστορίες, για το πώς τα μέλη της οικογένειάς της συμπεριφέρονταν περίεργα, ακόμη και σε αυτή τη μικροσκοπική αγροτική περιοχή του Ιλλινόις. Απομονωμένα από τη φτώχεια, από τη φανερή δυσαρέσκεια των γονέων τους για κοινωνικούς κώδικες και επαφές, καθώς και από τις πολεμικές αναμνήσεις του πατέρα τους, τα παιδιά δεν βρίσκουν συμμάχους ο ένας στον άλλο, αλλά αντίθετα αποστασιοποιούνται μεταξύ τους.
Ποιο είναι το μυστήριο, λοιπόν; Η συγγραφέας υπονοεί μόνο την καταστροφή, προκλητικά και προσεκτικά, αρνούμενη να δώσει στους αναγνώστες της μια εστιασμένη απάντηση, ή περαιτέρω πληροφορίες. Ίσως η ιστορία είναι αυστηρά οικογενειακή, που αναδύεται μέσω των θραυσμάτων της μνήμης, όπως μέσα από τις φωτογραφίες ενός οικογενειακού άλμπουμ, αλλά το υπόβαθρο και το φόντο ξεδιπλώνονται πάνω σε διεθνή τραυματικά γεγονότα. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, το Ολοκαύτωμα και η επιδημία του AIDS στη δεκαετία του 1980, βρίσκονται ενδιάμεσα στις σελίδες, ενώ για λίγο γίνεται αναφορά και για την 11η Σεπτεμβρίου και την επίθεση στους δίδυμους πύργους του Μανχάταν. Όταν η Λούσυ έφυγε από το νοσοκομείο, ήταν τόσο λεπτεπίλεπτη ώστε οι άνθρωποι την κοίταζαν με φόβο όταν περπατούσε στο δρόμο. Ήταν η εποχή στην οποία βρίσκονταν στην επικαιρότητα τα θύματα του AIDS, και η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, Λούσυ Μπάρτον, εύθραυστη και βαθιά ανθρώπινη, ενσωματώνει τη βούληση να επιβιώσει, και μας δείχνει την αγάπη για τα παιδιά της, την αξιοπρέπεια και τον θυμό της, με άλλα λόγια μας δείχνει τις βαθιές προσωπικές συνέπειες εκείνων των γεγονότων που επηρέασαν ολόκληρη την ανθρώπινη κοινότητα.
Το μικρό μυθιστόρημα της Στράουτ, τελικά, παρουσιάζεται ως ένα φωτισμένος δρόμος σε εκείνους τους σκοτεινούς κόσμους οι οποίοι επανέρχονται στη μνήμη της Λούσυ με την παρουσία της μητέρας της και ειδικά όταν εκείνη καθόταν κοντά της στο νοσοκομειακό της κρεβάτι, για λίγες μέρες. Είναι προφανές πως η συγγραφέας προσπαθεί να μας εκφράσει με τα λόγια της κάποιους μυστηριώδεις και ανεπιθύμητους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι, σε ορισμένες περιπτώσεις, αγαπούν ο ένας τον άλλον.
Ειπώθηκε προηγουμένως ότι μέσα στο κείμενο υπάρχουν και άλλες ιστορίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ύπαρξη των πολυποίκιλων αναφορών στην Σάρα Πέϋν, στο ενδιάμεσο των αναμνήσεών της. Πολλά χρόνια πριν, ο Πολωνός πεζογράφος και συγγραφέας Τσέσλαφ Μίλος (Czeslaw Milosz, 1911-2004) έλεγε πως όταν ένας συγγραφέας γεννιέται σε μια οικογένεια, η οικογένεια τελειώνει, όχι μόνο επειδή το παιδί είναι υποχρεωμένο να πει την αλήθεια για τους γονείς της, αλλά επειδή πρέπει να πει την αλήθεια για τον εαυτό του. Το μυθιστόρημα αυτό της Ελίζαμπεθ Στράουτ είναι η ιστορία ενός συγγραφέα που έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την κληρονομιά της οικογενειακής του ζωής. Στο μυθιστόρημα της Ελισάβετ Στράουτ, η επώνυμη ηρωΐδα προσπαθεί να κατανοήσει την οικογενειακή και προσωπική της ιστορία, αρχικά μια παιδική ηλικία που ήταν πλημμυρισμένη από πολιτιστική και συναισθηματική στέρηση, και τώρα παρά τις δυσκολίες της μνήμης, τη δύναμη της συλλογικής άρνησης και την περίεργη αδυναμία εκείνων που βρίσκονται κοντά της να καλύψουν τις συναισθηματικές της ανάγκες, που τελικά την οδηγούν σε πολλαπλές παρεξηγήσεις και ταυτόχρονα ψυχολογική καταπίεση. Είναι τελικά οι σιωπές, εκείνες οι ελλείψεις, τα κενά ανάμεσα στις συνομιλίες που αρθρώνουν τις συναισθηματικές αλήθειες των πολυποίκιλων σχέσεων. Η μητέρα της Λούσυ δεν μπορεί να πει στην κόρη της ότι την αγαπά, με αποτέλεσμα να διαχέεται ήσυχα ανάμεσά τους μια καταστροφική τραγωδία, σε ένα μυθιστόρημα που κατά βάση αφορά κυρίως την περίπλοκη αγάπη μεταξύ μιας μητέρας και της κόρης της.
Η Στράουτ παρουσιάζεται ως συγγραφέας που βυθίζεται στις αποχρώσεις των ανθρώπινων σχέσεων, υφαίνει οικογενειακές ταπετσαρίες με ηρεμία, συμπόνια, σοφία και διορατικότητα. Έχει την ικανότητα να ανακαλύπτει εκ νέου και να εξαλείφει το παρελθόν. Είναι, ωστόσο, μια απλή, καθημερινή και συνηθισμένη ιστορία αγάπης, στη Νέα Υόρκη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, σχετικά με την αναμφισβήτητη αγάπη ενός κοριτσιού για τη μητέρα της και την αγάπη της μητέρας της σε αντάλλαγμα, αλλά το σπουδαιότερο εκείνη την αγάπη που δεν φαίνεται κι’ ούτε μπορεί να φανερωθεί, μεταδοθεί ή κοινοποιηθεί ανάμεσά τους και στους άλλους. Συζητώντας μητέρα και κόρη, περιστρέφονται γύρω από όλα εκείνα τα πράγματα που δεν μπορούν να ανοίξουν! Για το γόρδιο δεσμό της οικογένειας, που συνδέει τον φόβο και τη δυστυχία, την παρηγοριά και την αγάπη. Μαζί με τις αναμνήσεις της Λούσυ, βρίσκονται διάσπαρτα οι σχέσεις του γάμου της και της απόλυτης αποτυχίας του, μαζί με τα πορτρέτα του αγαπημένου της γιατρού και των φίλων της, εκείνη την εποχή, ενός γείτονα ακόμα που πέθανε από AIDS και μιας συγγραφέως που άκουγε στο όνομα Σάρα Πέϋν. Η ιστορία της Λούσυ Μπάρτον είναι, στην ουσία, ένα βιβλίο για τη γυναικεία μοναξιά, για την απομόνωση ενός ατόμου όταν το παρελθόν της και όλα εκείνα που τη διαμόρφωσαν και την έφτασαν έως εδώ, είναι αόρατα σε εκείνους που βρίσκονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο γύρω της!
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφίες: Robert Herman. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]