Καρολίνα Μέρμηγκα, Κάτι κρυφό μυστήριο, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2019.
Η Κατερίνα Μέρμηγκα δεν είναι ιστορικός και έτσι δεν δεσμεύεται από τις αρχές της ιστορικής επιστήμης στην καταγραφή μιας μονογραφίας. Είναι νομικός και καλή λογοτέχνις, συνδυασμός πολύ καλός για να δουλέψει την προσωπογραφία του ήρωά της με λογισμό και μ’ όνειρο. Ήρωάς της ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ένας άνθρωπος που ήρθε στην φτωχή, ξυπόλητη και καθημαγμένη Ελλάδα με την ευγενή φιλοδοξία να την ανασυστήσει από τις στάχτες της, να την οργανώσει, να την εντάξει στην οικογένεια των ευρωπαϊκών κρατών, να εφαρμόσει το πρωτόκολλο, να παρερμηνευτεί και, τέλος, να προκαλέσει τον θάνατό του.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο ευγενής Κύριος με τη ρεντικότα και το λευκό κολάρο, με την καθαρή ψυχή και τις ηθικές προθέσεις και με Κάτι κρυφό μυστήριο (τίτλος με κρυμμένο μήνυμα στη διατύπωσή του), ήρθε, όπως είχε έρθει και ο Λόρδος Μπάυρον, τέσσερα χρόνια προτύτερα, για να πολεμήσει. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον μια παράλληλη μελέτη των δύο διαφορετικών προσωπικοτήτων που ήρθαν με την προσωπική τους περιουσία, από διαφορετικούς κόσμους, για τον ίδιο σκοπό, να φτιάξουν την Ελλάδα και βρέθηκαν στη δίνη ενός Εμφυλίου που δεν ήταν δικός τους. Φατρίες, κατεστημένο, παλαιά νοοτροπία αναδείχτηκαν σε μοίρα. Και δεν άντεξανˑ ο ένας το φυσικό κλίμα κι ο άλλος το πολιτικό.
Η σορός του Μπάυρον επέστρεψε στην Αγγλία. Του Καποδίστρια στην Κέρκυρα. Και των δυο η φήμη εκτοξεύτηκε.
«Ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον
σκοτώσουν και τον σκοτώνουν».
Είναι το μότο του βιβλίου ειλημμένο από το Murder in the Cathedral του Τ.Σ.Έλιοτ.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1776. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια, γραμμένη στο Λίμπρο ντ’ όρο. Οι ρίζες της έφταναν στην Ιστρία της Αδριατικής ή στη Βενετία. Στα χρόνια του ξεσπά η Γαλλική Επανάσταση, ακούγεται η λέξη «λαός», που στα Επτάνησα λέγεται «πόπολο», και ο Ιωάννης αντιλαμβάνεται πως, όπως κι αν λέγεται, αυτός ο κόσμος ζητά δικαιώματα στη ζωή. Βενετοί, Άγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι, Τούρκοι, όλοι έχουν βλέψεις στα Επτάνησα, δημιουργούν ξεσηκωμούς και επιφέρουν αλλαγές στον πολιτικό χάρτη της περιοχής.
Η Μέρμηγκα ερευνά κάθε γραπτή πληροφορία, αλληλογραφία, επίσημο ή ανεπίσημο έγγραφο και ανασυστήνει το ιστορικό πλαίσιο σαν σκηνικό θεάτρου μέσα στο οποίο δρα ο ήρωάς της. Προσωπεία της δύο αφηγητές: ο Δημήτριος Αρλιώτης, Κερκυραίος νομικός και λόγιος (1777-1860), παιδικός φίλος του Καποδίστρια, δικαστής, επαρχιακός σύμβουλος, μέλος της Ιονίου Ακαδημίας και μέλος επαναστατικών πατριωτικών λεσχών της Κέρκυρας, και ο Νικόλαος Σπηλιάδης (1785-1862), φιλικός, πρωτεργάτης και πρωταγωνιστής της Επανάστασης, συγγραφέας, πολιτικός και γραμματέας επικρατείας στην κυβέρνηση Καποδίστρια.
Το βιβλίο μοιράζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο, η Μέρμηγκα (με το προσωπείο του Δημήτριου) θα παρακολουθήσει τον Ιωάννη από τα πρώτα του χρόνια στις σπουδές και τα ταξίδια του, μέχρι να γίνει διπλωμάτης και, τέλος, κυβερνήτης στην Ελλάδα. Μια οδύσσεια η ζωή του: από την Κέρκυρα και τα γειτονικά νησιά, στην Αγία Πετρούπολη, στα ανάκτορα, στη Γκέσνα, στο Ελφενάου, στη Βιέννη, πάλι και πάλι, στο Παρίσι, στην Αυστρία, πίσω στη Βιέννη, και πάλι στο Παρίσι, στην Οδησσό, στο Λονδίνο, στην Ελλάδα, στην Αίγινα και, τέλος, στο Ναύπλιο που του έταξε η μοίρα.
Η σημαίνουσα αναφορά τόπων και προσώπων θα φωτίσει το μέγεθος των δυσκολιών, τα διαπλεκόμενα πολιτικά συμφέροντα, τις πλάγιες μεθόδους και όλα όσα καταπονούν έναν άνθρωπο που είναι ευθύς και αγωνίζεται να πείσει και τους άλλους για την αλήθεια του: δεν είναι πράκτορας ούτε των Ρώσων ούτε των Άγγλων. Πάσχει και αγωνίζεται για την πατρίδα του. Τα γεγονότα διαδέχονται άλλα γεγονότα, τα πρόσωπα εναλλασσόμενα στην πολιτική σκηνή προκαλούν ανατροπές, και ο Ιωάννης, ταξιδεύοντας με άλλο αξίωμα κάθε φορά, μπαίνει μέσα σ’ ένα σύννεφο που θολώνει τον ορίζοντά του. Έχει εκλεγεί Κυβερνήτης, αλλά ακόμη δεν έχει κατεβεί στην Ελλάδα. Περιέρχεται τις Αυλές της Ευρώπης ζητώντας βοήθεια. Οι Έλληνες στρατιώτες είναι «ντυμένοι με κουρέλια και οπλισμένοι με παλιοντούφεκα δεμένα με σχοινιά» και άλλοι με σπαθιά που είχαν φτιάξει μόνοι τους. Ο Βουτιέ που έχει πολεμήσει με τον Υψηλάντη και τον Γκόρντον, στην Τρίπολη και στην Αθήνα, του εξηγεί πώς μια χούφτα άντρες γινόντουσαν στρατός, αλλά και πώς ένας στρατός ξαναγινόταν μια χούφτα άντρες που έκαναν ό,τι ήθελαν.
«Τύχη χωρίς φτερά. Τύχη με μολυβένια πόδια»
Γεμάτος εμπόδια ο δρόμος του. Όμως, παρά τα εμπόδια, την εξαντλητική αναμονή στην Ανκόνα του πλοίου που θα τον φέρει στην Ελλάδα, παρά τις 71 επιστολές σε επιφανείς, τις δεύτερες και τρίτες σκέψεις πίσω από γελαστά ή σκυθρωπά έως εχθρικά πρόσωπα, θα φτάσει, επιτέλους, συνοδευόμενος και από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, για να μην υπερέχει η μία της άλλης.
Στο δεύτερο μέρος, ο Νικόλας έχει τώρα τη σκυτάλη της αφήγησης και μας ενημερώνει. Ο Καποδίστριας πατάει πλέον σε ελληνικό έδαφος. Στο πλευρό του στέκει ο Γέρος του Μωριά, ο οποίος απορεί: «Μωρέ γιατί οργάνωσες είκοσι τάγματα απ’ τα ρουμελιώτικα στρατεύματα κι απ’ τα μωραΐτικα κανένα; Γιατί δεν κάνεις κι απ’ την Πελοπόννησο τάγματα; Τ’ άρματα της Πελοποννήσου τι θα γίνουν; Τι θα γίνουν οι κόποι τους;» κι εκείνος απάντησε: «Είναι για τα σύνορά μας, Θόδωρε. Η εξωτερική πολιτική δεν είναι ποτέ απλή…» και του εξηγεί αναλυτικά. Ο Γέρος καταλαβαίνει και σιγοτραγουδά.
Ο Κυβερνήτης ταξίδεψε σε όλα τα μέρη της επικράτειάς του, να δει τα προβλήματα από κοντά. Ίδρυσε Τράπεζα, διευθέτησε τα της Εκκλησίας, οργάνωσε τον στρατό και τη ναυτιλία, πάταξε την πειρατεία, έφτιαξε σχολεία και ορφανοτροφείο, γιατί είναι πάμπολλα τα ορφανά του πολέμου. Νοιάζεται για τη μεταξοσκωληκοτροφία και τη γεωργία. Παράγγειλε δέντρα από την Κρήτη για μεταφύτευση στον Πόρο και στην Αίγινα, έφερε τις πατάτες. Και δεν κοιμάται ποτέ. Κανείς από όσους δουλεύουν γύρω του δεν κοιμάται. Δεν υπάρχει χρόνος και όλα πρέπει να γίνουν κατεπειγόντως. Γιατί ο Κυβερνήτης ήρθε σε μια χώρα χωρίς σύνορα, ο Αιγύπτιος πρέπει να φύγει, η Βρετανία πρέπει να υπογράψει το Πρωτόκολλο και είναι αδιαπραγμάτευτες οι απαιτήσεις των αντρών του Αγώνα και οι κατηγορίες εναντίον του για αυταρχισμό.
«Απέκαμα. Αλλ’ όμως θα παραμείνω στη χαλάστρα μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής μου, κι ας κινδυνεύω να χαθώ…».
Είχε συμπληρώσει 3 χρόνια, 8 μήνες και 21 μέρες Κυβερνήτης…
Η Καρολίνα Μέρμηγκα, με τα μάτια τα δικά της πίσω από τα μάτια όλων εκείνων που έζησαν από κοντά τον Κυβερνήτη (για όλους έχει βιογραφικό σημείωμα), με αγάπη και απόλυτη προσήλωση στα κείμενα (με πλούσιο υπομνηματισμό κάθε σελίδα), θα στήσει το πλαίσιο και θα φωτίσει στη σκηνή του δράματος τον ήρωα που θα πεθάνει γιατί
«χρειάζεται κάποιος να πεθάνει. Για να μπορούν να λένε, μετά,
ότι αυτός ο κάποιος ήταν ο πιο καλός».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]