Μάκης Τσίτας, Πέντε στάσεις, Μεταίχμιο, Αθήνα 2020.
Δεν ήθελα τα παιδιά μου πάνω στην εφηβεία τους να είναι δακτυλοδεικτούμενα, παιδιά χωρισμένων γονιών. Δεν ήθελα να διαλύσω το σπίτι μου. Με φαινόταν βουνό να ξαναφτιάξω τη ζωή μου, μην πω ακατόρθωτο. Και επίσης ντρεπόμουνα τον κόσμο. Δεν ήθελα να δώσω δικαιώματα. Και στην Τούμπα και στο χωριό. Κυρίως στο χωριό.
Ο Sir Philip Sidney υπήρξε ο πρώτος σημαντικός θεωρητικός λογοτεχνίας στα αγγλικά γράμματα. Το 1580 θέλησε να επεκτείνει τον αρχαίο ορισμό της λογοτεχνίας που είχε διατυπώσει ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος (43 π. Χ. -17 μ. Χ.). Ο Οβίδιος υποστήριζε πως αποστολή της λογοτεχνίας ήταν να διδάσκει ευχαριστώντας («docere delictendo»).
Σε μια βαθιά θρησκευόμενη εποχή, καχύποπτη σε κάθε μορφή μυθοπλασίας, ποίησης και αναπαράστασης, που μπορούσε εύκολα να αποκηρύξει κάθε ευφάνταστο έργο ως έργο του διαβόλου, ο Sir Philip Sidney πρωτοπόρησε, στρέφοντας το κέντρο βάρους της λογοτεχνικής ανάγνωσης από την ηθική διδασκαλία στην ευχαρίστηση. Με τον τρόπο αυτό, αφενός εκθείασε τη συναρπαστικότητα της λογοτεχνίας, αφετέρου τη διέκρινε από τις άλλες μορφές γραπτού λόγου, όπως τη φιλοσοφία, για παράδειγμα.
Και μπορεί οι απόψεις του Sir Philip Sidney να θεωρούνται σήμερα αναχρονιστικές -πολλά άλλαξαν στο μεταξύ- ορισμένα ωστόσο έργα συναρπάζουν τόσο με την ανάγνωσή τους, ώστε να δικαιώνουν τελικά τη ρήση του. Τέτοιο είναι η νουβέλα του Μάκη Τσίτα, Πέντε στάσεις, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Στο έργο αυτό έχουμε μια γυναικεία φωνή που αφηγείται τη ζωή της. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και μοιάζει να απευθύνεται στην ίδια. Ο χρόνος της αφήγησης είναι γραμμικός, με εγκιβωτίσεις παρελθόντων γεγονότων. Ο χρονότοπος στον οποίο μας εισάγει αποτελείται από τα επαναλαμβανόμενα γεγονότα της καθημερινότητας, του αρχέγονου χρόνου της φύσης, που εμπεριέχει τη ζωή, τον θάνατο, την αναγέννηση και βασίζεται εν πολλοίς στις κομφορμιστικές αντιλήψεις για το αρσενικό και το θηλυκό.
Η ωρίμανση του θηλυκού συμβαίνει σε χώρους εσωτερικούς, όχι εξωτερικούς, απεικονίζοντας παραστατικά τον για αιώνες εγκλεισμό των γυναικών στα του οίκου. Οι πέντε στάσεις, που δηλώνει ο τίτλος, είναι οι μόνες στάσεις (εξωτερικού χώρου) που θα γνωρίσει η πρωταγωνίστρια κατά την πορεία της από το σπίτι στην εργασία και αντίστροφα. Η τιτλική αναφορά του χώρου μέσα στον οποίο διαδραματίζεται η πλοκή μπορεί να φαίνεται κυριολεκτική, δημιουργεί ωστόσο συνειρμούς συμβόλου, εφόσον η ζωή της ηρωίδας περιχαρακώνεται στον κλειστό αυτόν ορίζοντα. Κατ΄ αυτό τον τρόπο το σκηνικό συνδέεται με τη δράση των ηρώων.
Η πλοκή εστιάζεται στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Κεντρική ηρωίδα η Τασούλα, μια νεαρή κοπέλα που έρχεται από την επαρχία στη Θεσσαλονίκη, για να σπουδάσει. Ο πρώιμος γάμος της με τον Θεόφιλο θα την κλειδώσει σε ένα κοινωνικό σύστημα που θα της στερήσει την αυτονομία. Ως ευφυής, θα δει πολύ καθαρά τι της συμβαίνει. θα παγιδευτεί ωστόσο στην επαρχιώτικη νοοτροπία του «φαίνεσθαι» και θα καταστρέψει τη ζωή της. Η επανάσταση που τόσο επιθυμεί ο αναγνώστης, δεν θα συντελεστεί. «Η πλάνη δεν είναι τύφλωση, η πλάνη είναι ανανδρία», έλεγε ο Νίτσε.
Ο Μάκης Τσίτας χειρίζεται πολύ έξυπνα το ζήτημα του κομφορμισμού. Δημιουργεί χαρακτήρες πειστικούς που κρατούν την αγωνία μας ως το τέλος. Ο Tomashevsky έλεγε πως είναι δύσκολο να αποφασίσουμε εάν η λογοτεχνία αναδημιουργεί φαινόμενα από τη ζωή ή εάν τα φαινόμενα της ζωής είναι το αποτέλεσμα της διείσδυσης των λογοτεχνικών κλισέ στην πραγματικότητα. Η Τασούλα ωστόσο, η βασική ηρωίδα στις Πέντε Στάσεις, δεν έχει καμία σχέση με τα λογοτεχνικά κλισέ. Είναι ένας απόλυτα πειστικός χαρακτήρας. Έχουμε ακούσει την ιστορία της πάμπολλες φορές στο ελληνικό χωριό, στην ελληνική επαρχία. Είναι μια τραγική γυναίκα, της οποίας η ταυτότητα καθορίζεται από τον κομφορμισμό, από το τι θα πει ο κόσμος.
Αν το προσωπικό είναι κοινωνικό, η προσωπική καταγραφή (life-writing) του βίου της Τασούλας ενέχει στοιχεία πολιτικά που αφορούν την ιδεολογία για τη γυναικεία ταυτότητα. Η προσωπική πορεία της Τασούλας αποτελεί αντανάκλαση της θέσης της γυναίκας στην Ελλάδα στο τέλος του 20ού αιώνα. Παρακολουθούμε με ανακούφιση τη διαφορά ανάμεσα στη συμπεριφορά αυτής και της κόρης της που αποτυπώνει και την εξέλιξη των αντιλήψεων που στο μεταξύ συντελούνται. Η Τασούλα θα υπομείνει καρτερικά τον άξεστο σύζυγο, στηρίζοντας με αυτοθυσία την οικογένεια. Η κόρη της δεν θα πράξει το ίδιο στον δικό της γάμο.
Η Τασούλα είναι η καθημερινή γυναίκα που παλεύει για να επιβιώσει. Ως προσωπικότητα, διαμορφώνεται μέσα στο παθογόνο περιβάλλον της υποκρισίας και της παρασιώπησης. Η προτεραιότητα που θα δώσει στην εικόνα θα τη φυλακίσει μέσα στο ψεύδος του προσωπείου (persona). Οι φιλελεύθερες αντιλήψεις της υποκειμενικότητας θα αντικατασταθούν από τη νοθεία της μάσκας. Το «εγώ» θα υποχωρήσει. Η ζωή θα θυσιαστεί για τους γείτονες και το χωριό.
Η Τασούλα παγιδευμένη μέσα σε έναν φαύλο κύκλο απογοήτευσης, προδοσίας, απιστίας, συγχώρεσης, θα αποτελέσει εν γνώσει της εύκολο κοινωνικό θύμα, άτομο ανελεύθερο, που ετεροκαθορίζεται από τη φυλετική ταυτότητα και την κοινωνική αντίληψη. Η ζωή της θα χωρέσει σε πέντε στάσεις. Οι χαρές της θα περιχαρακωθούν στον μικρό περίγυρο του σπιτιού και των παιδιών. Η επιστροφή του άνδρα, μετά από τις αλλεπάλληλες απιστίες, με φροϋδικούς όρους, αντιπροσωπεύει την επιστροφή των επιθυμιών του αληθινού της εαυτού.
Η προσωπογραφία της Τασούλας αποτελεί εν πολλοίς αναπαράσταση της γυναικείας ταυτότητας στην Ελλάδα. Εκτός του κομφορμισμού, βέβαια, στην ιστορία θίγονται και άλλα ζητήματα, όπως των σχέσεων γονέων-παιδιών, η σχέση θύματος-θύτη, η διαφορά μορφωτικού και ταξικού επιπέδου στον γάμο.
Η νουβέλα του Μάκη Τσίτα Πέντε στάσεις θυμίζει ταινία ιταλικού νεορεαλισμού. Έχει έντονο κινηματογραφικό και θεατρικό ύφος, και μπορεί κάλλιστα να αναπαρασταθεί. Οι παραλληλίες του έργου με τον κινηματογράφο σχετίζονται και με τη διάθεση της ηρωίδας να μείνει πιστή στην εικόνα. Το έργο ωστόσο μπορεί να αποτελέσει και έναν υπέροχο θεατρικό μονόλογο, με την Τασούλα να αφηγείται μετρώντας τον χρόνο της με απογοητεύσεις.
Η Nansy Chodorow, ψυχολόγος του εγώ, υποστήριξε ότι η γυναικεία προσωπικότητα εμπερικλείει έναν ορισμό του εγώ σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους περισσότερο από ό, τι η προσωπικότητα του άνδρα. Αν και η θεωρία της Chodorow έχει επικριθεί, λόγω του ότι παραβλέπει τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, πιστεύεται πως συνέβαλε στη θεώρηση της γυναικείας ταυτότητας ως διαμορφωμένης από τις διαπροσωπικές σχέσεις (Δημήτρης Τζιόβας, Ο άλλος Εαυτός, Αθήνα 2007, Πόλις).
Το θέμα αυτό φαίνεται να λειτουργεί και στο έργο του Μάκη Τσίτα. Η Τασούλα αφοσιώνεται σε ανθρώπους. Τοποθετεί τους άλλους πάνω από τον εαυτό της. Με τη στάση της αποδέχεται τον στείρο γάμο και αναπαράγει τα στερεότυπα για τους ρόλους των δύο φύλων: ο αναίσθητος άνδρας, η υποταγμένη γυναίκα. Ο ρομαντισμός ίδιον των γυναικών, ο άνδρας άπιστη φύση. Τα παιδιά πάνω από όλα.
Ο Θεόφιλος είναι η ανδρική φιγούρα του παρελθόντος -ίσως και του σήμερα. Η Τασούλα, η αγγελική μορφή: η γυναίκα της προσφοράς και της αυτοθυσίας. Η αυτοβιογραφία της εσωτερικεύει τη γυναικεία καταπίεση, τον έως τώρα ρόλο των γυναικών. Ο σχεδόν νομοτελειακός αυτός χαρακτήρας της γυναίκας ανατρέπεται στο έργο με τη στάση της νέας γενιάς. Και αυτό είναι το αισιόδοξο.
Η διαλεκτική της ρομαντικής αγάπης που μετατρέπεται σε τραγωδία αναπαράγει την αρχετυπική ιστορία της κοκκινοσκουφίτσας και του κακού λύκου. Η γυναικεία ταυτότητα στο τέλος της νουβέλας γίνεται φανερό ότι είναι ανάγκη να ανακτηθεί. Καθίσταται μελλοντική ανάγκη η διαπραγμάτευση ανάμεσα στη γυναίκα και την κοινωνία. Προσβλέπει στην υπέρβαση της πραγματικότητας και στην ανάληψη ευθυνών για την πλήρη αποκατάσταση του γυναικείου φύλου ως αντάξιου του ρόλου και της κοινωνικής του προσφοράς.
Η νουβέλα του βραβευμένου συγγραφέα Μάκη Τσίτα, Πέντε στάσεις, είναι ένα έργο ρεαλιστικό, βαθύτατα κοινωνικό και εξαιρετικό. Σκιαγραφεί την επιρροή που ασκεί η κοινωνία στον άνθρωπο. Αποκαλύπτει τη γεμάτη συμβάσεις επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, ενώ αναδεικνύει τη σχέση φύλου-κοινωνίας. Δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στο ιδίωμα της ηρωίδας, ο συγγραφέας δημιουργεί έναν λόγο φυσικό, ζωντανό, πειστικό. Προκρίνοντας το καθημερινό, ενσωματώνει στοιχεία του τόπου και της εθιμοτυπίας και με τον τρόπο αυτό συνθέτει μια σύγχρονη ηθογραφία. Το λογοτεχνικό αυτό ρεύμα άνθισε στην Ελλάδα από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ού. Ωστόσο συνεχίζει να εμπνέει και να δημιουργεί.
Ο Θεόφιλος, ο σύζυγος της Τασούλας, είναι νατουραλιστικός χαρακτήρας. Ο νατουραλισμός αποτελεί συνέχιση-επίταση του ρεαλισμού. Πιστεύει πως ο άνθρωπος, υπό την επήρεια των ενστίκτων και την πίεση των συνθηκών, εκφυλίζεται στην κατάσταση του κτήνους (θεωρία που παραπέμπει στις αρχές του Δαρβίνου και του Ιππολύτου Ταιν). Ο άνθρωπος παράγει το καλό ή το κακό χωρίς να ευθύνεται για αυτό. Ο Θεόφιλος, πριν γίνει θύτης, έχει υπάρξει θύμα του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Ντετερμινιστική θεώρηση της ζωής, αλλά και πατριαρχική συμπεριφορά, με την απιστία να γίνεται το σύμβολο της εξουσίας ή της ανασφάλειάς του.
Τριάντα χρόνια έμεινα στη Θεσσαλονίκη και δεν την έμαθα. Με έλεγε ο άντρας μου, αν σε κατεβάσω καμία μέρα στο κέντρο θα χαθείς. Αλήθεια ήταν. Ήξερα μόνο τη διαδρομή από το σπίτι στη δουλειά: Αγία Βαρβάρα – Αχέπα. Πέντε στάσεις. Με το 14.
Α, ήξερα και την Εγνατία, που πήγαινα, πάλι με το 14, από το σπίτι στο ΚΤΕΛ Ημαθίας και έπαιρνα το λεωφορείο για το χωριό.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. H φωτογραφία από την ταινία Una giornata particolare (1977) του Ettore Scola. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]