frear

Για τους «Ονειροπόλους» του Bernardo Bertolucci – γράφει ο Γεώργιος Θ. Ζώης

Όταν η πόλη κηρύσσεται σε κατάσταση διαρκούς ευτυχίας

Η ταινία The Dreamers (2003) είναι μια από τις τελευταίες του σπουδαίου Ιταλού σκηνοθέτη Bernardo Bertolucci (1941-2018), γνωστού επίσης για τις ταινίες του Il conformista (1970), Ultimo tango a Parigi (1972), Novecento (1976), The Last Emperor (1987) και πολλές άλλες.

Η υπόθεση –βασισμένη στο βιβλίο του Gilbert Adair The Holy Innocents– εκτυλίσσεται στο Παρίσι του 1968, το Παρίσι του γαλλικού Μάη, της φοιτητικής εξέγερσης, του Daniel Cohn-Bendit, των ιδεών, του αντιπολεμικού κινήματος, του ελευθεριακού πνεύματος, της αμφισβήτησης. Ο Matthew (τον υποδύεται ο Michael Pitt), ένας νεαρός Αμερικανός φοιτητής, φτάνει στο Παρίσι στο πλαίσιο ενός προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών και εκεί παρακολουθεί με πάθος τις κινηματογραφικές προβολές στην Cinémathèque Française. Εκεί, κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης εναντίον της απόλυσης από την Κυβέρνηση του Henri Langlois (διευθυντή της Cinémathèque) γνωρίζεται με τους πρώτους Γάλλους φίλους του· πρόκειται για δύο ιδιόρρυθμα αδέρφια, την Isabelle (την υποδύεται η γοητευτική Eva Green) και τον Théo (υποδειγματική ερμηνεία από τον Louis Garrel), που μοιράζονται το ίδιο πάθος με τον Matthew για τον κινηματογράφο. Κατόπιν πρόσκλησης, ο Matthew επισκέπτεται στο σπίτι τους τα δύο αδέρφια και γνωρίζει του γονείς τους, οι οποίοι όμως την επομένη αναχωρούν για ένα πολυήμερο ταξίδι στην εξοχή. Η Isabelle και ο Théo καλούν τον φίλο τους να εγκαταλείψει το δωμάτιο που έχει νοικιάσει στη φοιτητική εστία και να μείνει μαζί τους όσο διάστημα θα λείπουν οι γονείς τους, κάτι που ο Matthew πράττει χωρίς δεύτερη σκέψη. Όσο διαρκεί η παραμονή του Matthew στο σπίτι των δύο φίλων του, εκείνος αρχίζει να υποψιάζεται ότι η σχέση μεταξύ των αδερφών είναι περισσότερο στενή από το φυσιολογικό, ωστόσο αποδέχεται αυτή την ιδιότυπη σεξουαλικότητα, το ελευθεριακό τους πνεύμα και τα παράξενα παιχνίδια τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι περνούν τον χρόνο τους λύνοντας γρίφους σχετικούς με τον κινηματογράφο, ενώ ο «χαμένος» των παιχνιδιών που συνδυάζουν πνεύμα, σεξουαλικότητα και γνώση, πάντοτε υφίσταται μια «ποινή» την οποία ορίζει ο νικητής. Όταν ο Matthew χάνει έναν γρίφο που του έθεσε ο Théo, ο τελευταίος του ζητά να συνευρεθεί ερωτικά με την Isabelle, κάτι που κατόπιν δισταγμών όντως συμβαίνει. Παρατηρώντας όσα διαδραματίζονται μπροστά του και προσπαθώντας να κατανοήσει την ασυνήθιστη σχέση μεταξύ των δύο αδελφών, ο Matthew επιχειρεί χωριστές προσεγγίσεις και, σε μια σχετική συζήτηση, ο Théo του αποσαφηνίζει ότι είναι «σιαμαία» αδέρφια με την Isabelle, κάτι που και η ίδια αποδέχεται. Όταν στη συνέχεια, ο Matthew, που επιθυμεί μια πραγματική ερωτική σχέση με την Isabelle, την προσκαλεί σε ένα «κανονικό» ραντεβού χωρίς την παρουσία του Théo, εκείνη ανταποκρίνεται θετικά, αλλά πολύ σύντομα αρχίζει να κρατά αποστάσεις από τα δύο αγόρια. Σε μια απόπειρα «επανασύνδεσης» η Isabelle καλεί τον Théo και τον Matthew να κοιμηθούν μαζί σε ένα αυτοσχέδιο «αντίσκηνο» που έχει στήσει μέσα στο σαλόνι του σπιτιού. Την επόμενη μέρα όμως τους περιμένει μια αλληλουχία εκπλήξεων που θα αλλάξει οριστικά τη σχέση τους.

Μέσα από την ταινία αναδεικνύονται τα μηνύματα μιας ολόκληρης εποχής και μιας γενιάς που επιχείρησε να αλλάξει τον κόσμο με οδηγό τα οράματα, τις ιδεολογικές και καλλιτεχνικές της αναζητήσεις και άξονα τις ελπίδες αναγέννησης του κόσμου μέσω ενός επαναστατικού ρομαντισμού, σε αντίθεση ίσως προς τις σημερινές γενιές της πνευματικής απονεύρωσης, των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης και της εικονικής πραγματικότητας –αλήθεια, πως θα ήταν δυνατό να συμβεί κάτι τέτοιο σήμερα, την εποχή της θεοποίησης του χρήματος και της «επιτυχίας» (την οποία ορίζουν άλλοι εξωγενείς παράγοντες που υποτίθεται ότι φορούν τους κοθόρνους της αυθεντίας και ότι κατέχουν τα κλειδιά μιας «αντικειμενικής» αλήθειας);. Με πολύ ευφυή τρόπο ο σκηνοθέτης δεν επικεντρώνεται στα γεγονότα του Μάη καθαυτά –κάτι τέτοιο θα καθιστούσε την ταινία documentaire περιγραφικού ή αφηγηματικού τύπου–, αλλά τα τοποθετεί στον βασικό άξονα της ιστορίας των τριών νέων, μέσα από τους διαλόγους και τις εμπειρίες των οποίων, αποτυπώνεται ολόκληρο το πνεύμα της εποχής, είτε πρόκειται για τις μουσικές επιλογές, είτε για τις κινηματογραφικές ταινίες τις οποίες σχολιάζουν, είτε για τις πολιτικές ανησυχίες που συνάδουν με το πνεύμα του γαλλικού Μάη. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας είναι εμφανές και διάχυτο το κλίμα που είχε καλλιεργήσει η Nouvelle Vague, γεγονός που ίσως μαρτυρά την πρόθεση του Bertolucci να τιμήσει όχι μόνο τους δημιουργούς της σπουδαίας αυτής ευρωπαϊκής κινηματογραφικής «σχολής», αλλά και την ίδια την εποχή, μια εποχή ανησυχίας, αλλά και αισιοδοξίας, προβληματισμών, αλλά και της πεποίθησης ότι όλα είναι εφικτά, ότι τα όρια υπάρχουν για να τα υπερβαίνει ο άνθρωπος, ότι «κάτω από το λιθόστρωτο υπάρχει παραλία» (για να θυμηθούμε ορισμένα από τα συνθήματα του Μάη). Θα μπορούσε ίσως να ισχυριστεί κανείς ότι η ταινία αυτή δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αριστουργήματα του κινηματογράφου ή στις καλύτερες του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, είναι γεγονός, ωστόσο, ότι αποτυπώνει με μαεστρία, με τρόπο πειστικό και ενδιαφέροντα ολόκληρο το πνεύμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της πολιτικοποίησης, αλλά και της σύγχυσης που χαρακτηρίζει το τέλος της δεκαετίας του 1960. Αναμφίβολα, ο Bertolucci φαίνεται πως εμπνέεται εν μέρει από παλαιότερες ταινίες του (είναι χαρακτηριστικές –τηρουμένων των αναλογιών– οι επιρροές που συναντά κανείς από το «Ultimo tango a Parigi»), ενώ η παρεμβολή σκηνών από κλασικές ταινίες κορυφαίων σκηνοθετών (π.χ. Godard, Truffaut, Resnais κ.ά.) που σημάδεψαν την ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου δημιουργεί ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό, το οποίο ενισχύεται και από τις προσεγμένες μουσικές επιλογές (αναφέρονται ενδεικτικά οι Jimi Hendrix, Doors, Françoise Hardy κ.α.) οι οποίες μεταφέρουν τον θεατή αμέσως στο κλίμα της εποχής. Πάντως, η «κληρονομιά» του Μάη –την οποία με μάλλον πλάγιο και έμμεσο τρόπο επιχειρεί να αναδείξει ο σκηνοθέτης- γίνεται κατανοητή αν ληφθεί υπόψη η αποστροφή του φιλοσόφου και κοινωνιολόγου Edgar Morin, ότι «Μετά τον Μάη τίποτα δεν άλλαξε, όλα άλλαξαν, όλα είναι όπως πριν, τίποτα δεν είναι όπως πριν».

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη