frear

Για τη συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη «Το ωραίο το φτιάχνεις» – γράφει η Ευσταθία Δήμου

Δέκα χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα, η Κυριακή Λυμπέρη επανέρχεται με τη νέα της ποιητική συλλογή, έκτη κατά σειρά, που φέρει τον πρωτότυπο και ευρηματικό τίτλο Το ωραίο το φτιάχνεις (2019). Η φράση αυτή μπορεί να διαβαστεί ως ένα είδος συνθήματος ή, καλύτερα, ως ένα κέντρισμα προς τον αναγνώστη να διερευνήσει και να διαμορφώσει ο ίδιος τους όρους και τα όρια της αισθητικής, τόσο της δικής του, όσο και του κόσμου. Βεβαίως, και με δεδομένο ότι η ποίηση της Λυμπέρη χαρακτηρίζεται από πολυσημία, είναι δυνατόν η απόφανση αυτή να μην εκληφθεί ως προτροπή, αλλά ως η παραδοχή μιας βεβαιότητας, ένα απόσταγμα ζωής και μια συμπύκνωση της βιοθεωρίας της ποιήτριας. Και, πραγματικά, τα ποιήματα, στο σύνολό τους, έχουν ως αφετηρία και κατάληξη μαζί τον στοχασμό και την περισυλλογή πάνω στο ζήτημα της ομορφιάς στη ζωή και την τέχνη, νοούμενης και με την ηθική της διάσταση, ένα ζήτημα που προϋποθέτει, αν δεν καλλιεργεί, τη συναισθηματική και συγκινησιακή μέθεξη του ποιητικού υποκειμένου.

Το βιβλίο περιλαμβάνει σαράντα ποιήματα, γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, τα περισσότερα από τα οποία είναι ολιγόστιχα. Η επιδίωξη και η επίτευξη της συντομίας στην ποιητική έκφραση προσδίδει μια ιδιαίτερη δύναμη και δυναμική στα ποιήματα και καθιστά την εντύπωση και το αποτύπωμά τους πάνω στην αναγνωστική συνείδηση καίριο και, ταυτόχρονα, καταλυτικό. Παρά την επιλογή του ελεύθερου στίχου ως οχήματος της ποιητικής σκέψης ή, μάλλον, ακριβώς γι’ αυτό, τα ποιήματα συνέχει ένας εσωτερικός ρυθμός που τα διαπερνά και δημιουργεί την εντύπωση μιας ιδιάζουσας μουσικότητας η οποία δεν προκύπτει από τη χρήση κάποιου μέτρου, αλλά από μια λειτουργία του λόγου που έχει στη βάση της τη συγκίνηση.

Θεματικά τα ποιήματα της συλλογής εκκινούν από διάφορες κατευθύνσεις οι οποίες, όμως, έχουν κοινό παρανομαστή υπαρξιακούς – φιλοσοφικούς προβληματισμούς που στρέφονται γύρω από την ανθρώπινη φύση και τις εκδηλώσεις της. Η έννοια της προσωπικής ευθύνης του ανθρώπου για τη ζωή του, η χάραξη της πορείας του από τον ίδιο ακόμα κι όταν αυτή τον οδηγεί σε αδιέξοδο ως επιλογή και στάση ζωής προτιμότερη από την απάθεια και την παραίτηση, αλλά και θέματα ευρύτερα όπως η συνύπαρξη, η αλληλεξάρτηση και η πάλη του καλού με το κακό, το δίπτυχο της ζωής και του θανάτου, η δυσκολία της ύπαρξης, κυρίως όμως η αναζήτηση και η επίτευξη της ομορφιάς, αποτελούν τις σταθερές γύρω από τις οποίες σαρκώνεται η ποιητική σκέψη. Στο πλαίσιο του προβληματισμού αυτού, κάποιες φορές, εντάσσεται και μία απόπειρα παραμυθίας, μια διάθεση της ποιήτριας να ενθαρρύνει και να καθησυχάσει χωρίς κανένα ίχνος, όμως, στείρου διδακτισμού. Έτσι, για παράδειγμα, δεν διστάζει να εκφράσει τη βεβαιότητά της για την ανταμοιβή και την ευόδωση των προσπαθειών του ανθρώπου, όταν αυτές υποκινούνται από γνήσια και ειλικρινή διάθεση και πίστη. Το ωραίο το φτιάχνεις, δεν υπάρχει από μόνο του·/ μου έλεγε η εσωτερική αδελφή μου./ Ό, τι έχασες μπορείς να το ξανακερδίσεις·/ ό, τι σου πήραν, σπείρε να φυτρώσει καινούργιο./ Λοιπόν τον κήπο τώρα να καλλιεργήσω/ να φύγουν τ’ αγριόχορτα/ και να κοπούνε όλα τα ξερά, ανάμεσα/ σε σάπιους σπόρους άνοιξη να μελετάω./ Κι ίσως η αιωνιότητα μου κάνει χάρη/ ίσως ο Άδης να με λυπηθεί/ μπορεί κι ο νοτιάς να καταθέσει/ στο τέλος παράσημα στις πατούσες μου. («Το ωραίο το φτιάχνεις»).

Παρά την εμφανή βούληση της ποιήτριας να τεχνουργήσει τα ποιήματά της πάνω στη βάση ενός υπαρξιακού προβληματισμού, αυτό δεν λειτουργεί ανασταλτικά στην ανάδυση μιας αυτοαναφορικότητας, στην προβολή ενός αισθήματος προσωπικού που προκύπτει από την αναμέτρηση με τα θεμελιώδη ζητήματα της μοναξιάς, του χρόνου και της καταλυτικής του δύναμης, του θανάτου, της λήθης, του έρωτα και της ματαιότητάς του ή της αδυναμίας του να σημάνει κάτι πέρα από το «ουδέν». Σε αυτήν την περίπτωση η τέχνη της Λυμπέρη λειτουργεί γεφυρωτικά και συμφιλιωτικά με τα παραπάνω, όσο κι αν, κάποιες φορές, αυτό μοιάζει δύσκολο ή και ανέφικτο. Η ποιήτρια στέκει εμπρός στις απειλές αυτές, διότι περί απειλών πρόκειται, με θάρρος αλλά και με την πικρή επίγνωση της παντοδυναμίας τους. Εδώ είναι η χώρα των λησμονημένων./ Στοργικά κρατάω τα κρανία στις παλάμες μου/ νανουρίζω τις άδειες κόγχες από μάτια που έλιωσαν/ και δε φοβάμαι, δε φοβάμαι, δε φοβάμαι. («Ήσυχα κοιμάται το σκοτάδι»).

Το ύφος της ποιήτριας υπαγορεύει και υπαγορεύεται από το περιεχόμενο του ποιήματος και δημιουργεί με αυτό μια σχέση ακατάλυτη και αρραγή. Έτσι, ανάλογα με το θέμα, το ύφος του ποιήματος διαγράφεται άλλοτε φωτεινό και αισιόδοξο, άλλοτε γκρίζο και απαισιόδοξο. Στα αισιόδοξα ποιήματα εντάσσονται αυτά τα οποία προκρίνουν τη νίκη απέναντι σε κάθε τι κακό που στοιχειώνει την ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι, για παράδειγμα, η παιδική αθωότητα που έχει τη δύναμη όχι απλώς να αλλάξει τον κόσμο, αλλά ακόμα και να ανατρέπει τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Είναι σοφά τα παιδιά κι αφήνονται / στις χαρές της κάθε μέρας ολόσωμα / κι έχουν θαυματουργά δάχτυλα που ξέρουν / να ζωντανεύουν τους πεθαμένους. / Α, είναι τα παιδιά ρυάκια που καθαρίζουν τον κόσμο / και το κάθε γελάκι τους πρόκα στο μάτι του κακού («Τα παιδιά»). Η ελπίδα υπάρχει πάντα, ακόμα και εκεί που φαίνεται πως είναι ανενεργή, ξεπηδά, στο τέλος συνήθως του ποιήματος, για να απαλύνει, να γλυκάνει, να γιατρέψει τις πληγές της ψυχής. Αυτή η ελπίδα, σε όποια περίσταση κι αν απαντάται, με όποια μορφή κι αν εκδηλώνεται, σαρκώνεται πάντα ως ποίηση, ως η τέχνη της λήθης του απεχθούς, αφού όπως παραδέχεται η ποιήτρια την κάνει «να ξεχνά τον αχόρταγο λύκο/ καθώς ουρλιάζει τη νύχτα στις λοφοσειρές». («Πρωτομαγιά»).

Άλλες στιγμές πάλι, η ποιήτρια ρέπει εμφανώς προς τη μελαγχολία, την απαισιοδοξία και τη θλίψη, μια θλίψη όμως που δεν λιμνάζει αλλά, αντίθετα, πυροδοτεί την περίσκεψη και την περισυλλογή γύρω από ζητήματα όπως η ματαιότητα των ανθρωπίνων, η αναπόφευκτη και αναπότρεπτη πορεία του ανθρώπου προς την πτώση και την ανυπαρξία, η σχέση του με το θάνατο που, κάποιες φορές, μοιάζει ως η άλλη όψη του έρωτα, η γυναικεία φύση και η έλξη της προς το δίπτυχο αυτό του έρωτα και του θανάτου, αλλά και γύρω από ζητήματα κοινωνικού προσανατολισμού και προβληματισμού, όπως η μοίρα και η τύχη των απόκληρων της ζωής που τροφοδοτούν το αίσθημα αλληλεγγύης της ποιήτριας και κινητοποιούν τη γραφίδα της να αποτυπώσει το δράμα τους ως παρατηρήτρια και συμμέτοχος μαζί. Αυτές ακριβώς τις στιγμές, η Λυμπέρη αποκαλύπτει το νήμα που την ενώνει με τους ποιητές της γνήσιας μελαγχολίας, που καλλιέργησαν με τον στίχο τους έναν λυρισμό ελεγειακό, μία ποίηση που, όπως καταδεικνύει και η ετυμολογία της λέξης μελαγχολία, γράφεται, κυριολεκτικά, από τη μαύρη μελάνη της ψυχής. Η διαφορά βέβαια είναι ότι η ποιήτρια δεν αφήνεται σε αυτό το κλίμα, αλλά κατορθώνει να αναχθεί σε ένα επίπεδο υψηλότερο, εκλογικεύοντας το συναίσθημα και το πάθος που την έχει αρχικά κινητοποιήσει και φιλτράροντάς το μέσα από μια διεργασία καθαρά διανοητική.

Μια πικρή παραδοχή της άσχημης πλευράς της ζωής, μια πικρή γεύση από όλα όσα μας απογοητεύουν, μας θλίβουν, μας καταρρακώνουν, αλλά και μια ελπίδα, μια φωτεινή χαραμάδα απ’ όπου ξεχύνεται λίγο φως που είναι ικανό να διώξει το σκοτάδι. Όλα τα παραπάνω συνυπάρχουν και λειτουργούν από κοινού μέσα στη συλλογή αυτή της Κυριακής Λυμπέρη που μεταπλάθει σε ποίηση όλα εκείνα τα αντιποιητικά που κυριαρχούν στη ζωή μας. Από αυτήν την άποψη το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί μόνο μια ποιητική κατάθεση, αλλά και ένα εγχειρίδιο ζωής που διδάσκει ότι ο δρόμος προς το άσπρο περνάει μέσα από το μαύρο, ότι για να ανέβεις ψηλά θα πρέπει να κατέλθεις χαμηλά, ότι για να κατορθώσεις να χαρείς θα πρέπει πρώτα να έχεις βιώσει τη λύπη. Ποιήματα που έχουν στο κέντρο τους τον άνθρωπο, τα πάθη και τις αδυναμίες του, αλλά και τις δυνατές, υψηλές και αξιοθαύμαστες στιγμές του. Ποιήματα που προξενούν αναγνωστική απόλαυση ακριβώς γιατί φτιάχνουν το ωραίο τη στιγμή ακριβώς που το συλλαμβάνουν ως ιδέα.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Έργο: John Connell. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: