«…Συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να κάνω χωρίς τη συντροφιά των γυναικών. Μου χρειάζεται να είμαι μαζί τους, ή τουλάχιστον να τις κοιτάω. Το βάδισμά τους είναι η πεμπτουσία της χάρης, αρκεί το φόρεμά τους ν’ ακολουθεί τον ρυθμό των βημάτων. Μερικές βαδίζουν προς έναν σκοπό, ίσως ένα ραντεβού. Άλλες περνούν απλώς την ώρα τους. Ορισμένες είναι τόσο όμορφες από πίσω που δεν τις προσπερνώ για να μην απογοητευτώ. Μα δεν απογοητεύομαι ποτέ. Όταν τυχαίνει να είναι άσχημες, ανακουφίζομαι κατά κάποιον τρόπο γιατί, δυστυχώς, δεν μπορώ να τις έχω όλες δικές μου. Μιλιούνια από δαύτες προχωρούν στο δρόμο καθημερινά. Ποιες είναι όλες αυτές οι γυναίκες; Που πηγαίνουν; Σε ποιο ραντεβού; Αν οι καρδιές τους είναι ελεύθερες, τα κορμιά τους μιλούν και δεν χάνω την ευκαιρία. Επιζητούν το ίδιο πράγμα μ’ εμένα. Τον έρωτα. Όλοι επιζητούν τον έρωτα. Κάθε είδος έρωτα –σωματικό, συναισθηματικό, ή απλώς την τρυφερότητα κάποιου που δεν θα κοιτάξει πια καμία άλλη. Αλλά όχι εγώ. Εγώ έχω μάτια για όλες. Όπως ορισμένα ζώα, οι γυναίκες πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Εξαφανίζονται για τέσσερις μήνες. Μετά, με την πρώτη λιακάδα του Μάρτη, ως δια μαγείας, σαν να τις διέταξε η μητέρα Φύση, πλημμυρίζουν τους δρόμους με ανοιξιάτικα φορέματα και ψηλοτάκουνα. Κι η ζωή ξαναρχίζει. Επιτέλους ανακαλύπτουμε ξανά τα κορμιά τους, που χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στις λυγερόκορμες και στις στρουμπουλές. Τα κολονάτα πόδια είναι ωραία, αλλά μ’ αρέσουν κι οι χοντροί αστράγαλοι. Με ελκύουν, θα έλεγα, επειδή υπόσχονται μεγαλύτερη αρμονία με τη γάμπα και τον μηρό. Τα μυστήρια του ταχυδρομείου είναι ανεξιχνίαστα. Τα γυναικεία πόδια είναι διαβήτες που κυκλώνουν την υδρόγειο, προσδίδοντάς της ισορροπία και αρμονία».
Αυτά είναι τα λόγια του Bertrand Morane, του κεντρικού ήρωα της ταινίας Ο άνδρας που αγαπούσε τις γυναίκες (L’Homme qui aimait les femmes), που σκηνοθέτησε το 1977 ο François Truffaut. Περί τίνος πρόκειται όμως; Για δράμα; Για κωμωδία; Για φάρσα; Για ντοκουμενταρίστικη προσέγγιση μιας προσωπικής μαρτυρίας; Δύσκολο να δοθεί μια σαφής απάντηση. Το βέβαιο είναι ότι ο Truffaut παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τις σχέσεις του με το ωραίο φύλο ο ήρωας της ταινίας Bertrand Morane, μηχανικός αεροσκαφών που ζει στο Montpellier. Ο Bertrand, εργένης μεσήλικας, αρέσκεται να παρακολουθεί τις γυναίκες που κυκλοφορούν στους δρόμους της πόλης με έναν ιδιαίτερο τρόπο: ψυχαναγκαστικό και συγχρόνως διακριτικό. Ενίοτε τις προσεγγίζει, εμμένει όμως στην επιλογή του να παραμείνει αδέσμευτος (πολύ καλή η ερμηνεία του Charles Denner) θεωρώντας αδιαπραγμάτευτη την «ελευθερία» του. Ο Bertrand, εκτός από τις γυναίκες λατρεύει επίσης τα βιβλία και την συγγραφή. Έτσι, αισθανόμενος την ανάγκη να εκφραστεί και να μοιραστεί τις σκέψεις και τις εμπειρίες του, αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο, το οποίο εκτός από προσωπική μαρτυρία, θα αποτελέσει ένα είδος «μανιφέστου» για όσα ο ίδιος πιστεύει, βιώνει και αισθάνεται. Μανιφέστο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ίδια η ταινία: κυνική, αλλά και ευαίσθητη, ανατρεπτική, αλλά και «υποχωρητική». Ο Truffaut συμπυκνώνει όλους τους «δαίμονες» που κυνηγούν κάθε άνθρωπο –όχι μόνο τους άνδρες, αλλά και τις γυναίκες- καθώς, πιο συγκεκριμένα, ο ήρωας στο βιβλίο του περιγράφει το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα με την μητέρα του, καθώς ζήλευε τους εραστές της, δεν ταχυδρομούσε τα γράμματά της προς αυτούς κλπ. Στη συνέχεια επιστρέφει στο παρόν, σκιαγραφούνται ο φόβος της ασθένειας, ο γιατρός, η συγγραφή και η έκδοση βιβλίων που δεν ενδιαφέρουν κανέναν ή σχεδόν κανέναν. Μέχρι την στιγμή που η ζωή του Bertrand φαίνεται να παίρνει άλλη απρόβλεπτη στροφή. Αποτέλεσμα σύμπτωσης ή μήπως ανάδυση υποσυνείδητων επιθυμιών; Όπως η ζωή έτσι και τα βιβλία βρίθουν από ανεκπλήρωτες επιθυμίες και, βεβαίως, όπως στη ζωή τα πιο σημαντικά πράγματα δεν τα ζούμε σχεδόν από αμέλεια, έτσι και στα βιβλία, από αμέλεια και μόνον, τα πιο σημαντικά «επεισόδια» δεν τα γράφουμε…
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]