frear

Για τη συλλογή της Μαρίας Τοπάλη «Μαζί τ’ ακούγαμε» – γράφει ο Γιάννης Παλαβός

Μαρία Τοπάλη, Μαζί τ’ ακούγαμε, Πατάκης, Αθήνα 2018.

Η έκτη ποιητική συλλογή της ποιήτριας και μεταφράστριας Μαρίας Τοπάλη (Θεσσαλονίκη, 1964) με τίτλο Μαζί τ’ ακούγαμε, που κυκλοφόρησε στην εκπνοή της περασμένης χρονιάς από τις εκδόσεις Πατάκη, διακλαδίζεται προς δύο κατευθύνσεις: από τη μια αποτελεί ένα ποιητικό ντοκουμέντο του ελληνικού –και ιδίως του αθηναϊκού– παρόντος, δηλαδή των χρόνων που συμβατικά αποκαλούνται «εποχή της κρίσης»∙ κι από την άλλη λειτουργεί παράλληλα ως μια πλάγια, χαμηλόφωνη, κεκαλυμμένη αυτοβιογραφία μιας γυναίκας που διαπλάσθηκε με το κοσμοείδωλο της μεταπολίτευσης και πλέον έρχεται αντιμέτωπη με τις διαψεύσεις του συλλογικού ελληνικού «τώρα», αλλά και με τη σκιά που ρίχνει σταδιακά το πέρασμα του χρόνου. Η διαρκής παλινδρόμηση του ποιητικού βλέμματος από τη μεγάλη κλίμακα στη μικρή, από τον κοινό χώρο στον ιδιωτικό, είναι η μία μορφή κίνησης της συλλογής. Η δεύτερη είναι η περιδιάβαση από το ένα ύφος στο άλλο, καθώς τα ποιήματά της οργανώνονται σε τέσσερις ενότητες (Ι. Εποχιακά χαϊκού, ΙΙ. Τα καινούρια ρούχα του βασιλιά, ΙΙΙ. Οι λέξεις μου, ΙV. Το βιβλίο Ιούλιος Βερν) που αντιστοιχούν σε διαφορετικές εκφραστικές φόρμες: ο πρώτος κύκλος ποιημάτων περιλαμβάνει χαϊκού, ο δεύτερος αποτελείται από ποιήματα που γειτνιάζουν με το παραδοσιακό εξομολογητικό ποίημα, η τρίτη ενότητα είναι ένα ορατόριο –ένα λιμπρέτο για μια λαϊκή όπερα τσέπης, θα λέγαμε– και η τέταρτη μια λόγια αυτοβιογραφική σύνθεση και συνάμα ένας αυτοσαρκαστικός, πικρά τρυφερός φόρος τιμής στην ανάγνωση.

Αυτός ο αδιάκοπος κυματισμός της συλλογής –από την πλατεία στο σπίτι, από το παιγνιωδώς οξύ βλέμμα επί της κοινής κακοδαιμονίας στην αναδίπλωση προς τον μύχιο φόβο μιας γυναίκας απέναντι στη φθορά κι από την απαιτητική διακειμενικότητα στην ανάλαφρη απλότητα ενός χαϊκού που καταφάσκει στην άνοιξη–, αυτός ο ευφυώς δομημένος κυματισμός είναι που διεκδικεί, κερδίζει και διατηρεί το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Η πολλαπλή εστίαση της συλλογής, θεματικά και από άποψη φόρμας, αποτυπώνει πειστικά το στίγμα μιας κοινωνίας και ταυτόχρονα την αγωνία και το πείσμα ενός ενεργού μέλους της να την κατανοήσει και να υπάρξει εντός της, έστω και ματαιωμένο. Και παρότι ίσως ο τίτλος, απηχώντας μια από τις πιο πλέον εμβληματικές εκφράσεις της τελευταίας δεκαετίας, μοιάζει να υπαινίσσεται πως η έμφαση δίνεται στον σχολιασμό της πολιτικής επικαιρότητας, η δική μας αναγνωστική αίσθηση είναι πως το κέντρο βάρους της συλλογής βρίσκεται αλλού: εκείνο που μετράει είναι η συνομιλία που ενορχηστρώνει η ποιήτρια ανάμεσα στο έξω και στο μέσα και η συγκρατημένη, πολύτιμη συγκίνηση που παράγεται πρωτίστως όταν το βλέμμα στρέφεται ένδον∙ όταν ο φακός κοντοστέκεται στην αμηχανία και στη βουβή απελπισία των επιβατών ενός αστικού λεωφορείου, όταν η ποιητική φωνή μοιάζει να αναρωτιέται πώς η ζωή της έφτασε εδώ που έφτασε, όταν αφήνεται στο ξαναμάγεμα του σώματος και παραδίνεται σε μια λησμονημένη χορευτική τελετουργία, όταν γέρνει γενναία προς τον ήλιο για να ζεστάνει τον λαιμό της, όταν αναψηλαφεί το νήμα της υπόκωφης οικογενειακής λύπης («κυοφορούμε όλοι τους γονείς και τους παππούδες μας για πάντα», έλεγε ο προσφάτως εκλιπών Άμος Οζ), όταν ψιθυρίζει στις κόρες της για να τις νανουρίσει κι όταν στον ουρανό το φθινόπωρο τρέχει και γεμίζουν τα φωνήεντα νερό. Τότε το πρόσωπο που διαγράφεται πίσω από τις ιδέες και η συγκίνηση που γεννά το βλέμμα του μας τέμνουν. Άραγε, η συγκίνηση δεν είναι η βασιλική οδός προς την άλλη γλώσσα, εκείνη που αρδεύει τις λέξεις μυστικά, ερήμην τους; Αυτή δεν είναι το στοίχημα του ποιήματος, η όντως επαλήθευσή του; Πιστεύουμε πως είναι. Και πρόκειται για ένα στοίχημα που η Μαρία Τοπάλη το κερδίζει, προς όφελος και τέρψη του αναγνώστη.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Robert Doisneau. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη