frear

Γιὰ τὴν «Ὁδὸ ὀφθαλμιατρείου» τοῦ Εὐάγγελου Αὐδίκου – γράφει ὁ Ἠλίας Κεφάλας

Πρέπει νὰ εὐχαριστήσω θερμὰ τὸν συγγραφέα Εὐάγγελο Αὐδίκο ἐπειδὴ ἐνέταξε στὴ μυθιστορηματικὴ θεματική του τὸν βίο καὶ τὰ πάθη ἑνὸς ἀγαπημένου ποιητῆ τῶν ὑψηλῶν ὁριζόντων, ποὺ εἶχε τὴ μέγιστη ἀτυχία νὰ μὴ ζήσει τὴν ἐνήλικη ζωὴ τῶν ἐνεργῶν ἀνθρώπων, τότε δηλαδὴ ποὺ ἡ ἀκμή, ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ συσσωρευμένη γνώση ἀποδίδουν ἔργα ποὺ φτάνουν στὸ μέγιστο βεληνεκές τους. Ὁ ποιητὴς αὐτὸς εἶναι ὁ Κώστας Κρυστάλλης, τέκνο τοῦ ὁρεινοῦ χωριοῦ Συρράκου Ἰωαννίνων, ποὺ γεννήθηκε τὸ 1868 στὸ χωριό του καὶ πέθανε στὴν Ἄρτα τὸ 1894 σὲ ἡλικία μόλις 26 χρονῶν. Δυστυχῶς ὁ ποιητὴς αὐτὸς δὲν εἶναι τῆς μόδας σήμερα, δὲν συγκαταλέγεται δηλαδὴ στοὺς ποιητὲς ποὺ ἐπηρεάζουν τὸν περίγυρό τους κι ἀφήνουν πίσω τους μαθητές. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ κάνει πάντα τὸ ἐγχείρημα τῆς ἀνάσυρσης τοῦ ὁποιουδήποτε ἐνδιαφέροντος στοιχείου γι’ αὐτὸν πιὸ δύσκολο, ἐπειδὴ τὸ ἀποτύπωμα τοῦ λογοτεχνικοῦ του ἔργου εἶναι πολὺ ἀμυδρὸ καὶ δὲν διαμορφώνει καταστάσεις καὶ ζυμώσεις στὰ λογοτεχνικά μας πράγματα. Ὅμως ἡ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου καί, συνακόλουθα, τὸ πνευματικό του ἔργο πάντα ἔχουν ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ ἀναγνωστικὸ κοινό, εἰδικὰ ὅταν ἀφηγεῖται γι’ αὐτὰ ἕνας ἐγνωσμένος μάστορας τοῦ λόγου.

Ὁ συγγραφέας Εὐάγγελος Αὐδίκος δὲν εἶναι ξένος πρὸς τὸν τιμώμενο ποιητή. Ἡ ἀπώτερη καταγωγή του ἕλκει ἀπὸ τὸ Συρράκο καί, ἂν συναθροίσουμε τὸ ὁμόρριζο καὶ τὸ ὁμόγλωσσο, θὰ δοῦμε ὅτι πρόκειται γιὰ ἕναν πραγματικὸ συγχωριανὸ τοῦ ἀδικοχαμένου ποιητῆ μὲ μόνη διαφορὰ τὶς ἐποχὲς τοῦ βίου τους, ποὺ ἀπέχουν περίπου ἕναν αἰῶνα καὶ κάτι παραπάνω ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἀλλὰ τὰ ἅλματα στὸν χρόνο, εἰδικὰ ὅταν πρόκειται γιὰ ἅλματα πρὸς τὰ πίσω, εἶναι πολὺ εὔκολα γιὰ ἕναν σημερινὸ πνευματικὸ ἄνθρωπο κι ἔτσι ἡ συνάντηση Αὐδίκου-Κρυστάλλη πραγματοποιήθηκε κατὰ τὸν πλέον γόνιμο τρόπο. Ὁ συγγραφέας Εὐάγγελος Αὐδίκος ἔχει στὸ ἐνεργητικό του μέχρι τώρα 21 αὐτοτελῆ βιβλία πεζογραφίας. Οἱ συμμετοχές του σὲ συλλογικὰ ἔργα εἶναι ἀναρίθμητες, ὅπως πάμπολλοι εἶναι καὶ οἱ ἐπιστημονικοὶ τίτλοι τῶν βιβλίων τοῦ ἐπαγγελματικοῦ του κλάδου, καθόσον εἶναι φιλόλογος καὶ ὁμότιμος πλέον καθηγητὴς λαογραφίας στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Μὲ ἀναντίρρητες περγαμηνές, λοιπόν, στὴν ἀφηγηματογραφία εἶχε καὶ ἔχει ὅλα τὰ ἐχέγγυα γιὰ νὰ μᾶς παρουσιάσει μυθιστορηματικὰ τὸν ἐλάχιστο βίο τοῦ Συρρακιώτη ποιητῆ.

Εἶπα μόλις ξεκάθαρα τὴ φράση «νὰ μᾶς παρουσιάσει μυθιστορηματικά», ἀφοῦ καὶ τὸ βιβλίο ἀναγράφει στὸ ἐξώφυλλο τὴ λέξη «μυθιστόρημα». Εἶναι, ὅμως, ἔτσι; Πρόκειται ἀκριβῶς γιὰ μυθιστόρημα; Καταγίνεται ἐντελῶς μὲ τὴ μυθιστορηματικὴ βιογραφία, ὅπως τὴν ξέρουμε ὅλοι μέχρι τώρα, δηλαδὴ μὲ τὸ γραμμικὸ παρακολούθημα τῆς βιοτικῆς ἀνέλιξης ἑνὸς προσώπου ἀπὸ τὴ γέννηση μέχρι τὸν θάνατό του; Ὁπωσδήποτε ὄχι, ἤ τουλάχιστον, ἐν μέρει ὄχι. Εἶναι, μήπως, μιὰ πρωτότυπη μυθοπλασία μὲ φανταστικὰ πρόσωπα καὶ ἐπινοημένα γεγονότα; Καὶ πάλι ἐν μέρει ὄχι. Κι ἐπειδὴ ἀναλώνεται μὲ συχνὲς ἀνακυκλήσεις τῆς μνήμης, ἐπικαλυμμένες πάντα μὲ ποιητικὴ χροιά, μήπως εἶναι ἕνα παραλλαγμένο πεζοτράγουδο, ἕνα μακρόσυρτο ποίημα; Καὶ πάλι ἐν μέρει ναί, ἐν μέρει ὄχι. Ἤ, μήπως, ἀκόμα, πρόκειται γιὰ σελίδες δοκιμίου, ἀφοῦ μετέρχεται ἀξιολογικῶν διεμβολίσεων στὶς συγκυριακὲς μνημονεύσεις τμημάτων τοῦ ἔργου τοῦ ποιητῆ; Γιὰ νὰ τελειώνουμε μὲ τὶς ἐρωταποκρίσεις θὰ πῶ πὼς τὸ μυθιστόρημα μὲ τὸν τίτλο «Ὁδὸς ὀφθαλμιατρείου» ἀνήκει στὴ λεγόμενη γενικὴ λογοτεχνία ἤ ἐνιαία λογοτεχνία, ὅπως τὴν ὀνομάζει καὶ τὴ διακονεῖ ὁ ποιητὴς Γιῶργος Βέης, ἡ ὁποία δὲν ὑπολογίζει ὅρια καὶ φραγμοὺς μεταξὺ τῶν διαφόρων εἰδῶν τῆς λογοτεχνικῆς γραφῆς. Ἑπομένως τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι κυρίως μυθιστόρημα μὲ πυκνή, ὅμως, σπορὰ καὶ τῶν ἄλλων λογοτεχνικῶν εἰδῶν ἀνάμεσα στὶς σελίδες του.

Γιὰ νὰ βάλουμε τὰ πράγματα σὲ κάποια σειρὰ θὰ πρέπει νὰ ποῦμε δυὸ λόγια παραπάνω γιὰ τὸν ἥρωα τοῦ μυθιστορήματος αὐτοῦ, ποὺ ἀκούει στὸ ὄνομα Κώστας Κρυστάλλης. Πρόκειται γιὰ ἕναν ταλαιπωρημένο ἀπὸ κακὴ ὑγεία καὶ οἰκονομικὴ ἀνέχεια νέο ποιητῆ, τοῦ ὁποίου ὁ πρόωρος θάνατος ἐμπόδισε τὴν λογοτεχνική του ἐξέλιξη καὶ ὡρίμανση. Γεννήθηκε το 1868 στὸ Συρράκο, τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο στὸ χωριό του καὶ φοίτησε στὴ Ζωσιμαία Σχολὴ τῶν Ἰωαννίνων γιὰ λίγα χρόνια, ὅταν τὸ ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 πρωτόλειο στιχούργημά του μὲ τίτλο «Αἱ σκιαὶ τοῦ Ἅδου» ἔγινε αἰτία νὰ διωχθεῖ ὑπὸ τῶν Τούρκων καὶ νὰ καταφύγει στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Ὁ πατέρας του, στὸ μεταξύ, εἶχε χάσει τὰ ἐκ τοῦ ἐμπορίου πλούτη του καὶ ὁ Κρυστάλλης διῆγε βίον πένητα, ἀλλὰ μὲ ἀκάματη θέληση γιὰ γράμματα καὶ γιὰ ἐπιδόσεις στὴ λογοτεχνία. Ἡ κακή του ὑγεία ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὶς συνέπειες τῆς ἐργασίας του στὸ τυπογραφεῖο Παπαγεωργίου τῆς ὁδοῦ Ὀφθαλμιατρείου, ἐξ οὗ καὶ ὁ τίτλος τοῦ μυθιστορήματος, ἐπιδείνωσαν τὴν κατάστασή του καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Ἀθήνα, ψάχνοντας τόπο θεραπείας καὶ παρηγοριᾶς. Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε στὸ σπίτι τῆς ἀδελφῆς του στὴν Ἄρτα τὸ 1894. Σ’ αὐτὸ τὸ μικρὸ διάστημα τοῦ βίου του ἔγραψε ποιήματα, διηγήματα καὶ συνέλεξε ἱστορικὸ καὶ λαογραφικὸ ὑλικό. Οἱ πιὸ γνωστὲς ποιητικὲς συλλογές του, δηλαδὴ τὰ «’Αγροτικὰ» (1891) καὶ «Ὁ τραγουδιστὴς τοῦ βουνοῦ καὶ τῆς στάνης» (1893), τὸν ἐντάσσουν στὸ κλίμα τῆς Νέας Ἀθηναϊκῆς Σχολῆς, ἐνῶ τὰ «Πεζογραφήματά» του (1894) τὸν τοποθετοῦν ἀνάμεσα στοὺς ἠθογράφους τῆς γενιᾶς τοῦ 1880. Δὲν ξέρουμε ἄν, ζώντας περισσότερα χρόνια, τὸν κέρδιζε ὁλοκληρωτικὰ ἡ ποίηση ἤ ἡ πεζογραφία ἤ μοιραζόταν ἐξ ἴσου καὶ στὶς δύο ἐκφράσεις. Σήμερα ὅμως εἶναι περισσότερο γνωστὸς ὡς ποιητὴς κι αὐτὸ ἴσως νὰ ὀφείλεται στὸ θαυμάσιο ποίημά του «Στὸν σταυραητό», ποὺ χωρὶς ἀμφιβολία εἶναι ἕνα ἐπίτευγμα.

Ἔχοντας ἀρχικὰ αὐτὰ τὰ λίγα στοιχεῖα ὑπόψη του ὁ συγγραφέας Εὐάγγελος Αὐδίκος, στοιχεῖα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς τρέχουσες ἐγκυκλοπαιδικὲς γνώσεις, καὶ ἐπικουρούμενος ἀπὸ τὴν φιλολογικὴ περιέργεια, τὸ πάθος τοῦ ἐρευνητῆ, ἀλλὰ καὶ τὶς συναισθηματικὲς ἀνακλάσεις μέσα του, προερχόμενες ἀπὸ τὸ ὑφασμένο σὲ στίχους ἀσίγαστο παράπονο τοῦ συντοπίτη του, δὲν ἀρκεῖται σ’ αὐτά. Ἀρχίζει νὰ ψάχνει, νὰ σκαλίζει, νὰ προσανατολίζεται στὴν ἐποχὴ καὶ τὸν βίο τοῦ τραγουδιστῆ τοῦ βουνοῦ καὶ τῆς στάνης καὶ νὰ συλλέγει λεπτομερεῖς πληροφορίες, ποὺ εἶναι προσβάσιμες μόνο στὸν ἐπίμονο ἐπιστήμονα ἐρευνητῆ, ὅταν αὐτὸς ξέρει πῶς καὶ ποῦ νὰ ψάξει.

Μὲ ὑποδειγματική, λοιπόν, εὐαισθησία ὁ συγγραφέας ἐντοπίζει καὶ προσεγγίζει τὰ ἴχνη τοῦ βουνίσιου ποιητῆ, ἀφήνοντας ἐλεύθερο τὸν ἀναγνώστη νὰ τὰ ψηλαφήσει καὶ νὰ τὰ παρακολουθήσει μὲ τὸν δικό του τρόπο. Γιὰ νὰ κάνει πιὸ ἐνδιαφέρουσα τὴ μύηση τοῦ ἀναγνώστη στὰ πάθη καὶ τὰ δεινὰ τοῦ ἐξόριστου ποιητῆ συνθέτει μιὰ παράλληλη μυθιστορηματικὴ πλοκή, ποὺ φωτίζει τὰ ἐρωτήματα τοῦ «πῶς» καὶ τοῦ «γιατί». Ἕνας σημερινὸς νέος, ἂς τὸν ποῦμε πνευματικὸ ἀπόγονο τοῦ Κώστα Κρυστάλλη, ἀλλὰ ὅμως ἀμερικανὸς πολίτης δεύτερης γενιᾶς μὲ μέντορα τὸν θεῖο του, ποὺ εἶναι γνώστης καὶ θαυμαστὴς τοῦ λογοτέχνη πνευματικοῦ προγόνου, ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα ἐξ αἰτίας μᾶλλον μιᾶς ὑπολανθάνουσας λογοτεχνικῆς σπίθας ποὺ καίει μέσα του, κι ἀρχίζει νὰ ψάχνει ἐπίμονα τὰ νήματα ποὺ ὁδηγοῦν στὸν ἀπώτερο ἱστορικὸ καὶ λογοτεχνικὸ καμβά, ἐκεῖ ὅπου στολίδι κρυφοκεντημένο εἶναι ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τοῦ ποιητῆ. Ἔτσι ὁ συγγραφέας γιὰ νὰ δώσει ὑπόσταση στὴν μυθοπλασία του συνθέτει καὶ ξετυλίγει μπροστὰ στὰ μάτια μας τρεῖς ἐπάλληλες τοιχογραφίες: ἐκείνη τῆς ἐποχῆς τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνα στὴν ἐλεύθερη καὶ τὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα, τῆς σημερινῆς νεοελληνικῆς πραγματικότητας καὶ τῆς δονούμενης ἀπὸ τὴ νοσταλγία τῆς πατρίδας καὶ ὑποταγμένης στὰ νέα ἤθη εἰκόνας τοῦ ἀπόδημου Ἑλληνισμοῦ. Ἀναγκαστικὰ οἱ ἀφηγήσεις εἶναι πολλαπλὲς μὲ πισωγυρίσματα στὸν χρόνο καὶ πολλὲς ἐμβόλιμες ἀφορμὲς γιὰ νὰ σχολιαστοῦν τὰ δρῶντα πρόσωπα καὶ οἱ ἐποχές τους.

Μέσῳ τοῦ Κρὺστ/Χρήστου, τοῦ νεαροῦ υἱοῦ ἀποδήμων στὴν Ἀμερική, μὲ τὸ συγκεκομμένο μικρό του ὄνομα ἐκ τοῦ Κρυστάλλης, ἐπιχειρεῖται ἡ καταβύθιση στὴν πρὸ 150 ἐτῶν ἑλληνικὴ κατάσταση λογοτεχνικῶν, κοινωνικῶν καὶ ἐθνικῶν πραγμάτων καὶ ἡ ἐξερεύνηση τῆς ζωῆς τοῦ ποιητῆ. Ὁ τωρινὸς Κρὺστ εἶναι ἡ πλέον θετικὴ ἐκδοχὴ τοῦ παλαιοῦ Κρυστάλλη: ὅ,τι δὲν εἶχε ἐκεῖνος τότε, τὰ ἔχει τώρα αὐτὸς καὶ μάλιστα μὲ τὸ παραπάνω. Ἡ οἰκονομικὴ ἄνεση, οἱ σπουδές, οἱ ἔρωτες, ἡ καλὴ προπάντων ὑγεία, ἡ εὐοίωνη προοπτικὴ ζωῆς εἶναι τὰ κυρίαρχα στοιχεῖα ποὺ διαμορφώνουν τὴν προσωπικότητα τοῦ νεαροῦ ἑλληνοαμερικανοῦ. Στὴν προσπάθειά του νὰ βρεῖ τὸν ἀγαπημένο ποιητὴ καὶ νὰ τὸν κατανοήσει τοῦ δανείζει τὸ πρόσωπό του μυθοπλαστικά, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει ὁ πραγματικὸς Κρυστάλλης καὶ νὰ πεῖ μέσα ἀπὸ τὸ δικό του στόμα ὅ,τι δὲν πρόλαβε νὰ πεῖ ὅταν ζοῦσε. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ ἕνας νέος μιλάει καὶ ἀποφορτίζεται, ἐνῶ ὁ ἄλλος ὡριμάζει. Ἡ Ἀθήνα εἶναι τὸ σημεῖο συνάντησης, ἐκεῖ ὅπου ἐπιστρέφουν οἱ δύο νέοι ὄχι μόνο γιὰ νὰ γνωριστοῦν, ἀλλὰ καὶ νὰ ταυτιστοῦν. Ὁμοίως ἀναμιγνύονται καὶ οἱ μεμακρυσμένες ἐποχές: πλησιάζονται, ἀλληλοσυμπλέκονται καὶ ἀλληλοσυμπληρώνονται.

Ἡ πλοκὴ ἑστιάζεται στὶς ἐγγενεῖς φιλοδοξίες τοῦ Κρυστάλλη νὰ συμπληρώσει τὶς γνώσεις του καὶ νὰ γράψει ποίηση ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερα, γιὰ νὰ γίνει ἔτσι ἀνεπιφύλακτα δεκτὸς ἀπὸ τὴ λογοτεχνικὴ συντεχνία. Ἐπικεντρώνεται ἐπίσης στὴ μοναξιὰ καὶ τὸν ἄπορο βίο του, ποὺ τὸν ἐπέτεινε δραματικὰ ἡ προσφυγική του κατάσταση καὶ ἡ ἀγωνία του γιὰ ἐξεύρεση ἐργασίας. Ὑπεισέρχεται κι ἐξετάζει τὰ παράπονά του γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ ὑπέστη ἀπὸ τὶς κριτικὲς ἐπιτροπὲς τῶν λογοτεχνικῶν διαγωνισμῶν. Συμπαραστέκεται στοὺς ἄτυχους ἔρωτές του καὶ στὴν πάλη του μὲ τὸ σαράκι τῆς φυματίωσης, ποὺ τὸν ἔτρωγε καὶ τὸν ἔφθινε καθημερινῶς ἀπὸ μέσα του. Στὴν ἀπογοήτευσή του, ἀκόμα, ποὺ δὲν κατάφερε ἀπὸ τὴ γραφειοκρατία νὰ πολιτογραφηθεῖ Ἕλληνας καὶ πέθανε ὡς Ὀθωμανός. Ὅλα αὐτὰ εἶναι τὰ ἐπὶ μέρους σημεῖα γνωριμίας μὲ τὸν ποιητῆ, τὰ ὁποῖα ὅμως συμπυκνώνονται στὸ περισσότερο ἐξέχον καὶ κυρίαρχο σημεῖο του, ποὺ εἶναι πάντα ἡ ἀγωνία τῆς γραφῆς, αὐτὴ ἡ βαθύτατη ἐνσυναίσθηση ποὺ διακατέχει καὶ τὸν συγγραφέα τοῦ βιβλίου κι αὐτό, βέβαια, εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ τὸν βοηθάει νὰ συμπορεύεται σὲ κάθε σελίδα μὲ τὴν ψυχοσύνθεση τοῦ ἥρωά του. Γι’ αὐτὸ καὶ γίνεται λόγος γιὰ τὴν «ὑπερδιέγερση» τοῦ δημιουργικοῦ νευρωτισμοῦ, ποὺ «ἀνοίγει τὶς μπάρες τῆς γραφῆς», γιὰ νὰ ξεχυθεῖ στὸν ἔξω κόσμο ἡ ἀπὸ μέσα μας κρυμμένη θάλασσα. Καὶ ὁ δημιουργούμενος συγγραφέας νὰ ἀξιωθεῖ ἐν συνεχείᾳ «στὰ σπασμένα ταξίδια τῶν λέξεων», σ’ αὐτὴ τὴ σαγήνη τῆς δημιουργικῆς ἔξαψης.

Ὁ φακὸς τοῦ ἐρευνητῆ συγγραφέα καταβυθίζεται ἀκόμα πιὸ πολὺ πάνω στὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ μορφὴ τοῦ ποιητῆ: μᾶς τὸν περιγράφει παραστατικὰ ὡς «καχεκτικό, κοντοπίθαρο, ἀσθενικό, ἀλλὰ μὲ κρυμμένο σθένος». Τὸν βάζει νὰ συνομιλεῖ μὲ λογοτέχνες φίλους του γνωστούς ἤ ἀγνώστους , συγκαιρινούς καὶ μή, συντοπίτες καὶ μακρινούς, νὰ ἀκούει τὸν λόγο τους καὶ νὰ παίρνει τὴν ἐλάχιστη παρηγοριὰ μέσα ἀπὸ τοὺς καταγραμμένους στίχους τους. Ἡ συνομιλία γίνεται πάντα μέσῳ στίχων ἤ εὐρύτερων ποιητικῶν ἀποσπασμάτων. Ἔτσι, κατὰ στιγμὲς στὴν ἐξέλιξη τῆς ἀφηγηματικῆς ροῆς, συντελοῦνται διασταυρώσεις μὲ τὸν Μιχαήλ Μητσάκη, τὸν Μιχάλη Γκανᾶ, τὸν Χρῆστο Μπράβο, τὸν Γιῶργο Κοτζιούλα, γιὰ νὰ ἀναφέρω μερικοὺς ἀπὸ τοὺς πιὸ ὁμόλογους ὡς πρὸς τὴ σύνθεση τῆς προσωπικότητάς τους ποιητές, ἐνῶ ἀναφύεται καὶ πλῆθος ἄλλων (Παπαδιαμάντης, Ἐλύτης, Παλαμᾶς, Ρίτσος, Λειβαδίτης, Γκάτσος, Καρυωτάκης κ.α.) γιὰ νὰ συνεισφέρουν στὴν κατανόηση τῶν δεσμῶν τοῦ βίου του.

Τὸ μυθιστόρημα εἶναι μιὰ μηχανὴ τοῦ χρόνου, ποὺ πηγαινοέρχεται συνεχῶς καὶ μᾶς κάνει παρατηρητὲς μιᾶς διηθημένης ποιητικὰ νοσταλγίας γιὰ τὴν ἀθωότητα, τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν αὐθεντικότητα μιᾶς ἐποχῆς κι ἑνὸς κόσμου ποὺ πέρασε, χάθηκε καὶ πλέον ἀνασύρεται μόνο μέσα ἀπὸ τὰ φαράγγια τῶν λέξεων, ἐκεῖ ὅπου ἀξιώθηκε νὰ τὰ μεταφέρει καὶ νὰ τὰ διαφυλάξει ὁ ποιητής.

Στὴ συνάντηση τῶν δύο ἐντελῶς διαφορετικῶν ἀνθρωπίνων περιπτώσεων ἔχουμε μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἀντίθεση, ποὺ γίνεται πολὺ ἔντονη ἀπὸ τὴν συμπαράθεση τῶν ὁμοειδῶν τόπων ἀναφορᾶς τους. Ὁ ὀρεσίβιος Κρυστάλλης εἶναι ἕνας φτωχὸς χωρικός, ἐνῶ ὁ νεοϋορκέζος Κρὺστ εἶναι κοσμοπολίτης καὶ πάμπλουτος. Τὰ κοινά τους στοιχεῖα, ἀλλὰ πάντα κάτω ἀπὸ τὴν εἰδοποιὸ διαφορὰ τῆς ποιότητάς τους, εἶναι ἡ ἀποδημία καὶ ἡ προσφυγιά, ὁ ἕνας ὡς Ὀθωμανὸς ποὺ βιώνει τὴ μοναξιὰ τοῦ ξένου στὴν Ἑλλάδα καὶ ὁ ἄλλος ὡς ἀπόδημος ποὺ βιώνει τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς ἐθνικῆς του καταγωγῆς, ποὺ ὅμως ἀμβλύνεται ἀπὸ τὴν εὐελιξία τῆς οἰκονομικῆς του δύναμης.

Πέρα ἀπὸ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα μεγάλο ἐνδιαφέρον ἔχουν οἱ διεισδύσεις τοῦ συγγραφέα στὴν τοπικὴ ἱστορία, στὰ γλωσσικὰ θέματα, στὶς ἐθνικὲς μειοδοσίες ποὺ ἀνακαλύπτει ἀπὸ μιὰ παράπλευρη ὀπτικὴ γωνία, χάρις σ’ ἕνα βαθύτερο κι εὐρύτερο ἐρευνητικὸ βλέμμα. Ὁ ποιητής, γοητευμένος προφανῶς ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς Σούτσους καὶ τὸν Ἀχιλλέα Παράσχο, ξεκινάει καθαρευουσιάνος, ἐπιθυμεῖ νὰ ζητήσει βοήθεια ἀπὸ τὸν γνωστὸ ὑπέρμαχο τῆς καθαρεύουσας Γεώργιο Μιστριώτη τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἐνῶ παράλληλα τὸν ἀνακαλύπτει καὶ ἡ ρουμανικὴ προπαγάνδα καὶ τὸν πλαγιοκοπεῖ συνεχῶς γιὰ νὰ τὸν προσεταιρισθεῖ στὸ κουτσοβλαχικὸ ζήτημα. Τὸν ποιητή, ὅμως, τὸν κερδίζει ἡ πατριωτικὴ πνοὴ καὶ στὴν τέχνη του ἕνας ἁγνὸς ρομαντισμός, ἐνστικτώδης καὶ φυσικός, καθόλου προσποιητὸς ἤ διδαγμένος ἀπὸ σχολές. Προσχωρεῖ στοὺς νέους τρόπους τῆς ἔκφρασης, ὑπηρετώντας τὴν ἁπλῆ γλώσσα, μὲ τὴν ὁποία ὁ λαὸς συνέθεσε τὰ τραγούδια του, παίρνει τὰ χρώματα καὶ τὶς εἰκόνες ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ τὰ ἀναμιγνύει μὲ τὰ δικά του φαντασιακὰ ξεπετάγματα, ὥστε νὰ δικαιωθεῖ ἀργότερα ὁ Παλαμᾶς λέγοντας ὅτι μέσα στὸ ἔργο του ὑπάρχουν «στίχοι γιὰ τὸν λαὸν καὶ στίχοι κατὰ τὸν λαόν». Ὅλα αὐτὰ γίνονται ἀβίαστα καὶ φυσιολογικὰ καὶ ὁ Κρυστάλλης ἀναφύεται ὡς ἕνα γνήσιο ἐκβλάστημα τῆς ἀνόθευτης φύσης, γεγονὸς ποὺ ἐπιτείνει ἔτι περισσότερο τὴ μοναξιά του μέσα στὴν ἀκαταστάλαχτη ἑλληνικὴ πρωτεύουσα. Ἴσως σ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς νὰ ὀφείλεται καὶ ἡ τόσο λυρικογενὴς γραφὴ τοῦ μυθιστορήματος αὐτοῦ. Συντάσσεται δηλαδὴ μὲ τὸ ὁμόλογο κλίμα τῶν ποιημάτων του παραπονεμένου «ψωμοπάτη», ποὺ διαιωνίζει τοὺς παλιοὺς ἤχους τῆς ἀνθρώπινης ὁμιλίας, ὅπως αὐτοὶ ἀκούγονταν μέσα στὴν καρδιά του, ἀνακλώμενοι ἀπὸ τὰ μεσοχώρια καὶ τὶς στάνες.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ συντοπίτης συγγραφέας Εὐάγγελος Αὐδίκος δὲν διστάζει νὰ ἐπιτρέψει στὸ μυθιστόρημά του τὴν εἴσοδο στοιχειῶν τοῦ δάσους καὶ τῶν νερῶν, ἀπόκοσμων ὄντων ποὺ ὀμορφαίνουν τὴ φαντασία τῶν ἁγνῶν ἀνθρώπων καὶ μεταφέρουν μέσα στὴν ἐνεργὸ πραγματικότητα τοῦ σήμερα τὰ φασματικὰ συμπλέγματα μιᾶς χαμένης γιὰ πάντα τοπιογραφίας. Σ’ αὐτὴν τὴν κάτοψη τοῦ χωνεμένου χωροχρόνου ἠχοῦν ἐμβόλιμες οἱ βλάχικες προσφωνήσεις γιὰ νὰ προσελκύσουν καὶ νὰ ζωντανέψουν τὴν ἀθέατη τραγωδία τοῦ ποιητῆ ποὺ πόνεσε γιὰ ὅλα τὰ λειψὰ τῆς ἔκφρασής του, γιὰ ὅλα τὰ μειονεκτήματα τῆς ἄτυχης ζωῆς του.

Ὁ Αὐδίκος ἐνσωματώνει ἀριστοτεχνικὰ τὰ διασωθέντα τεκμήρια τῆς πορείας τοῦ ποιητῆ μὲ τὶς ἀληθοφανεῖς ἐκδοχὲς τῶν θραυσμάτων ποὺ λείπουν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὅλη ἀνάπτυξη τῆς βιογραφίας τοῦ ποιητῆ γίνεται ἕνα μυθιστόρημα κατὰ στιγμὲς εὐφάνταστο καὶ κατὰ στιγμὲς ρεαλιστικό. Σὰν διήγηση ἑνὸς ὀνείρου τοῦ ὁποίου προσπαθοῦμε νὰ θυμηθοῦμε ὅλες τὶς λεπτομέρειες καὶ νὰ μὴ χάσουμε τίποτα ἀπ’ τὴν εὐδαιμονία τῆς βίωσής του.

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
Μέλιγος 3 Αὐγούστου 2019

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.] 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη