Ο Patrick Modiano (βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2014) αποτελεί αναμφίβολα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές της σύγχρονης γαλλικής –και κατ’ επέκταση ευρωπαϊκής– λογοτεχνίας. Θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς –εμπνεόμενος από τον Μανόλη Αναγνωστάκη– μια «χαμηλή φωνή»ˑ πράγματι, ο λόγος του είναι λακωνικός, «μετρημένος», μακριά από ρητορικά σχήματα, βαρύγδουπες εκφράσεις και «υψηλά» νοήματα. Αν και στην πραγματικότητα, πίσω από την φαινομενική απλότητα υποκρύπτεται η αληθινή ουσία των πραγμάτων και της αφήγησης, όπως και οι σημαντικότερες ιδέες.
Το μυθιστόρημα Στο café της χαμένης νιότης (Dans le café de la jeunesse perdue) ανήκει σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της γραφής του Modiano. Τόπος: Παρίσι. Εποχή: δεκαετία 1960. Πρόσωπα που κινούνται γύρω από δύο κοινούς άξονες, ένα café και μια νεαρή γυναίκα –θαμώνα του café– η οποία εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Κάθε πρόσωπο περιγράφει την δική του εκδοχή των γεγονότων και ένα κουβάρι ξετυλίγεται σταδιακά χωρίς όμως να καταλήγει απαραιτήτως στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η γραφή εμπεριέχει –όπως και στα περισσότερα έργα του Modiano (π.χ. «Ναρκωμένες αναμνήσεις», «Η μικρή Μπιζού», όλα σε ελληνική μετάφραση από τις εκδόσεις «Πόλις»)– έναν νοσταλγικό τόνο, ο οποίος όμως δεν ολισθαίνει σε μελοδραματικά σχήματα, ούτε πολύ περισσότερο στην εξύμνηση ενός εξωραϊσμένου παρελθόντος. Αντίθετα, οι περασμένες εποχές αντιμετωπίζονται με σεβασμό και με μια διάθεση «εντοπισμού»ˑ εντοπισμού χώρων, προσώπων, στιγμών.
Η περιγραφή θα μπορούσε να πει κανείς ότι θυμίζει «αιχμαλωσία» εικόνων μέσα από τον ασπρόμαυρο φωτογραφικό φακό (όπως οι φωτογραφίες του Robert Doisneau ή του Brassaï) ή ότι συνθέτει το σκηνικό ταινίας της γαλλικής Nouvelle Vague. Κυρίαρχο στοιχείο η περιπλάνηση. Η περιπλάνηση σε ένα Παρίσι σε ασπρόμαυρο φόντο, στα café, στα μεγάλα βουλεβάρτα, σε δρόμους που κατακλύζονται από τις σκιές των πρωταγωνιστών-αφηγητών, που ξεγλιστρούν στο ημίφως, πολλοί εκ των οποίων έχουν διπλή ταυτότητα, όπως άλλωστε και η κεντρική πρωταγωνίστρια της ιστορίας, η Λουκί (το πραγματικό της όνομα είναι Ζακλίν Ντελάνγκ). Δεν είναι τυχαίο ότι η Λουκί κάνει την εμφάνισή της από την σκοτεινή πλευρά, από την πίσω πόρτα του café και εξέρχεται με τρόπο «αστραπιαίο», χωρίς να έχει ολοκληρώσει τη σύνθεση της εικόνας της, χωρίς εν τέλει οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι να έχουν συνθέσει τις ψηφίδες της προσωπικότητάς της. Παραμένει ως το τέλος σκοτεινή, μυστηριώδης, όπως και ολόκληρη η εξέλιξη τις ιστορίας. Άλλωστε, οι ήρωες του Modiano περισσότερο ψιθυρίζουν παρά μιλούν, οι σκέψεις τους μοιάζουν ανολοκλήρωτες, όπως και οι πράξεις τους. Τελικά, φαίνεται ότι όλα τα πρόσωπα του βιβλίου μάλλον αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό: την απόδραση. Απόδραση από την καθημερινότητά τους, από αυτό που είναι, από τον κόσμο στον οποίο ανήκουν, από τα δεσμά που τα περιορίζουν, το θέμα όμως είναι αν θα το κατορθώσουν ή αν θα παραμείνουν εγκλωβισμένοι σε αυτόν τον μικρόκοσμο. Το ίδιο ακριβώς επιχειρεί και η Λουκί και ίσως η εξαφάνισή της να σημαίνει ότι πετυχαίνει τον στόχο της, ίσως πάλι και όχιˑ ίσως απλά να μην σημαίνει απολύτως τίποτα. Στο σημείο αυτό πρέπει ο αναγνώστης να κρίνει αν επέρχεται κάποιου είδους «κάθαρση» ή αν τελικά όλα κινήθηκαν στην σφαίρα του ανέφικτου ή του ανικανοποίητου «ονείρου». Με το πέρασμα της Λουκί παρέρχεται οριστικά και ο χρόνος, το café (που αλλάζει χρήση), η ίδια η εποχή, παρέρχονται και τα πρόσωπα, αλλάζουν (πράγματι όμως αλλάζουν;), παραμένει όμως η μνήμη είτε ως θολή, ομιχλώδης ανάμνηση, είτε ως ιμπρεσιονιστικός πίνακας που ισορροπεί μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.
Η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη μεταφέρει αριστοτεχνικά όσα επιθυμεί να παρουσιάσει ο συγγραφέας, ενώ και η ίδια η καλαίσθητη έκδοση (εκδόσεις «Πόλις») προκαλεί το ενδιαφέρον του υποψήφιου αναγνώστη.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]