frear

Για το βιβλίου της Νιόβης «Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας» – γράφει ο Γιάννης Παπακώστας

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μεγάλες ενότητες. «Καβάλα» (1060) με 24 ποιήματα και «Πάρος» (1995-2015) με 31 ποιήματα. Δύο γεωγραφικοί προσδιορισμοί οι οποίοι δηλώνουν ή τόπο διαμονής ή καταγωγής ή τόπο από τον οποίο άντλησε το υλικό αν και κάτι τέτοιο δεν προκύπτει. Όσο για τον δεύτερο τίτλο «κούνια-μπέλα» δηλώνει καθαρά το παιδικό τραγουδάκι που λέμε στα παιδιά ή λένε τα μωρά πάνω στην κούνια, στην αιώρα. Αρχαία η κίνηση πέρα δώθε, μια κίνηση παλίνδρομη σαν να θέλει να υποδηλώσει την αντίστοιχη της ζωής. Της ζωής που πάει κι έρχεται σαν το κύμα της θάλασσας κι άλλοτε παίρνει μέσα κι άλλοτε διώχνει έξω, βάρκες, φύκια, σώματα.

Η ποιήτρια δεν μας δίνει όνομα και επώνυμο. Έτσι ανώνυμη η συλλογή με μόνο το όνομα μιας αρχαίας μάνας, της θλιμμένης και χαροκαμένης Νιόβης που υπερηφανεύτηκε για τα πολλά παιδιά της έναντι της Λητούς που είχε μόνο δύο. Και εδώ διαπράχτηκε ύβρις. Κανείς δεν δικαιούται να αμφισβητήσει ή να προσβάλει και πολύ περισσότερο να ασεβήσει σε θεό/θεά. Και έτσι το μέγα προνόμιο και πλεονέκτημά της η Νιόβη το έχασε. Έχασε όλα τα παιδιά της, από το τόξο του Απόλλωνα τα αγόρια και από το τόξο της Αρτέμιδας τα κορίτσια. Και επειδή, όπως μας έχει διδάξει ο Ανδρέας Κάλβος, «ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας», η αλήθεια είναι πως κανένας δεν ορίζει τη ζωή του και αυτή η ζωή ανά πάσα στιγμή μπορεί να αφαιρεθεί από τον Θεό ή από τη Φύση. Η Νιόβη έχασε τα δεκατέσσερα (ίσως και περισσότερα) παιδιά της, όπως και η μάνα με τους εννιά της γιους και τη μια της κόρη, όπως μας λέει και η γνωστή δημοτική παραλογή, κι απόμεινε μόνη να θρηνεί. Λένε πως το όρος Σίπυλο, πάντα χιονισμένο, δεν είναι παρά η μεταμόρφωση της μάνας που κλαίει πάντα για τα χαμένα παιδιά της.

Άλλωστε στο πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής «Αναπόληση» Ι, ζητά και για τον εαυτό της μια μεταμόρφωση:

Στην κορυφή του ήρεμου λόφου
ας ρίζωνα αγραπιδιά
για να ’ρχεσαι ν’ αναπολείς στον ίσκιο μου
τα περασμένα πριν γίνω το πιο τρελλό απ’ τα πουλιά
για να σου λέω κάθε πρωί
μ’ ανθρωπινή λαλίτσα
για της ζωής τα μυστικά
τραγούδια της αγάπης.

Είναι προφανές ότι ζητά τη μεταμόρφωση σε «αγραπιδιά» ή στο «πιο τρελλό απ’ τα πουλιά» για δύο λόγους: Ως αγριαπιδιά, με τον ίσκιο της θα σκεπάζει τον άγνωστο επισκέπτη που θα αναπολεί τα περασμένα, και ως πουλί εκείνη θα του λέει τα μυστικά της ζωής. Ούτως ή άλλως για τα περασμένα ο λόγος θα είναι διαρκής. Στο δεύτερο ποίημα με τον τίτλο «Αναπόληση» ΙΙ, η ιδέα «Πέρα απ’ το σχήμα σου/ το γαλάζιο άπειρο φως/ Περιστέρια ιερουργούν / ερωτικούς εωθινούς / περ’ απ’ το σχήμα σου», μου δίνει την εντύπωση πως η ποιήτρια αφενός μιλάει στον εαυτό της και αφετέρου επεκτείνεται στο άπειρο. Μεταμορφωμένη λοιπόν σε δέντρο, πουλί ή σε ά-σχημη ύλη (εις τα εξ ων συνετέθη, με άλλα λόγια) η τωρινή Νιόβη συνάδει με την αρχαία Νιόβη του μύθου.

Ο θάνατος είναι στο κέντρο της ποιητικής συλλογής, τα συναισθήματα είναι η παρουσία τους. Χίλιες μεταμορφώσεις θα πάρουν τη θέση του κακού που παραμονεύει. Η ποιήτρια αντλεί το υλικό της από τον περίγυρο, από τις προσωπικές της εμπειρίες, από τα απλά και συνήθη γεγονότα της ζωής, της καθημερινής ανθρώπινης στοχαστικής ματιάς, αυτής που χαρακτηρίζει συνήθως τα ώριμα άτομα. Η σοφία συναθροίζεται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, από την ιδιαίτερη παιδεία, από το ένστικτο και την ποιητική ευαισθησία. Και γράφει έχοντας συλλέξει ως θησαυρό εμπειρία και γνώση, έχοντας πιέσει μέσα στην καρδιά της όλα εκείνα που την έχουν πονέσει και τώρα της ζητούν να τα φανερώσει:

Η σκέψη μου παλινδρομεί
στων κυμάτων το αέναο κύλισμα
το ατελέσφορο.

(«Πάλι»).

Και η σκέψη πετάει στους νεκρούς που έπεσαν στα πεδία των μαχών και ζητούν το άγγιγμα των ζωντανών. Απαιτούν να ζήσουν μέσα από τη μνήμη τους. Στη συνέχεια τρέχει σε αγαπημένα πρόσωπα και φίλους καλούς, η απουσία των οποίων κάνει πιο οδυνηρή την ανάμνησή τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τη φιγούρα του πατέρα, με το σπίτι που ενοικιάζεται και το σπίτι που γκρεμίζεται. Η αφήγηση μοιάζει σχεδόν με χρονικό, με πληροφοριακό υλικό, το οποίο όμως επενδύεται με συναίσθημα και ανάμνηση οδυνηρή. Γιατί από μόνο του το πέρασμα των γονιών από το σπίτι, τού προσδίδει αγιότητα, ενώ η εικόνα τους είναι αποτυπωμένη στους τοίχους και στις οροφές. Το γκρέμισμα ιδιαιτέρως αποτελεί πηγή οδύνης:

Σε τίνος πατρικού σπιτιού τα σκαλοπάτια
θα κάτσουμε να κλάψουμε
εκείνα που έφυγαν…

Έντονη δραματικότητα παρουσιάζει το ποίημα «Σιωπή» και «Όστρια» σαν ένα πλήρες βιογραφικό με αρχή, μέση και τέλος, γεμάτα από στοχασμούς με αντικείμενο τη ζωή και στη κατάληξή της. Πέτρες και μνήμες ιερές. Πώς να τα αποχωριστεί;

Στη δεύτερη ενότητα –«Κούνια-μπέλα»– όλα πια έχουν περάσει από το φίλτρο της σύνεσης. Η γνώση, η κατασταλαγμένη εμπειρία, η αποδοχή και η παραδοχή των ανθρωπίνων είναι το χαρακτηριστικό της. Η ποιήτρια παρουσιάζει το υλικό της με σκηνές από τη φύση, από τη στεριά και τη θάλασσα. Πουλιά, καράβια, αμπέλια, κορίτσια, λευκά ανάλαφρα ρούχα, βάρκες, εικόνες – σύμβολα, μέσα από τις οποίες μεταπλάθει και μεταμορφώνει τα υλικά της. Ο θάνατος είναι μια κατάσταση εν όψει. Όλα κινδυνεύουν, η έσχατη ώρα πλησιάζει και η ζωή μοιάζει με καλοκαίρι που έληξε.

Μερικά ποιήματα έχουν σαφή παραδοσιακή μορφή, ομοιοκαταληξία και μέτρο, τα συναισθήματα ελέγχονται, το ίχνος του πένθους ανάερο, ο ρυθμός έχει ιεροπρέπεια, το διακείμενο προδίδει αφομοιωμένη παιδεία και το όλο υπακούει σε εσωτερικούς ρυθμούς και κανόνες. Γενικώς η ποιητική συλλογή και ως εκτύπωση και με τα εικαστικά της συμπληρωματικά ανάλογα των κειμένων αποτελεί μια σύνθεση καλλιτεχνική που υποστηρίζεται από τον καλαίσθητο λόγο, από την επιλεγμένη λέξη, την αφκιασίδωτη, και την επιλεκτική εικόνα.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Κωνσταντίνος Παρθένης. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.] 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη