της ψυχής χιλιοστόγραμμα
Η εθελούσια ερυθρότητα των λέξεων. Μάλιστα.
Ερυθρότητα; Γιατί; Πώς μπορεί οι λέξεις να έχουν χρώμα; Γιατί κοκκινίζουν; Από ντροπή; Από θυμό; Από βιασύνη να εκστομισθούν; Ή είναι κόκκινες εν τη γενέσει τους, από το αίμα των σπλάχνων που τις έθρεψε; Αίμα; Ο ίδιος ο ποιητής αναφέρεται έμμεσα στο θέμα, εκστομίζοντας:
[ατάκες πρωτονίων / ξέχειλες αίμα]
βλέποντας τη ζωή των λέξεων και των συμπεριφορών πέρα και από τον θάνατο:
[αναγιγνώσκει / κηδευόμενο αίμα / επιτηδεύσεις].
Σωματοποιημένες φωνάζουν από τον πόνο:
[ουρλιάζει αίμα / καθώς βοσκάει τραύμα / πεπαιδευμένο]
ή φαντάζονται σκηνικά:
[με αίμα σκηνοθετεί / έριδες γλάρου]
γεγονός όμως είναι ότι στο τέλος τούτη η λεξισπορά θα έχει και επιτυχίες, αφού:
[η αιμάσσουσα πληγή / ριζοβόλησε]
και τότε ο πόνος μπορεί να γίνει μουσική:
[αιματόβρεχτα / εκ γενετής ταξίμια / ξεφλουδίζουνε].
Ερυθρότητα των λέξεων. Από το αίμα της καρδιάς, όταν εκπορεύονται από αυτήν. Από το βαθύ κόκκινο της στοματικής κοιλότητας, που γίνεται ηχείο κόκκινης ακουστικής κιθάρας για να αντηχήσει η μελωδία τους. Από το τελευταίο τους αντίο που μένει αποτυπωμένο πάνω στα άλικα χείλη. Από το κόκκινο του εσωτερικού των πνευμόνων, που τις χρωματίζει μαζί με την ανάσα. Από την οργή που δεν βγήκαν προς τα έξω αλλά γύρισαν πίσω στα φυλλοκάρδια περιμένοντας μια άλλη ευκαιρία εξόδου. Κόκκινες από τη φωτιά της ύπαρξης που τις ψήνει στο εσωτερικό της καμίνι προτού τις προσφέρει κεραμικές, φινιρισμένες, ζεστές ακόμη από της φλόγας τα φιλιά. Από τις κατακόκκινες πληγές που οδηγούν στον σχηματισμό ερυθρών λέξεων εμπειρίας, τριβής, φθοράς, προσδοκίας. Ίσως και από την κόκκινη σοφία των ίδιων των πληγών, που ζυμώνει λέξεις και ιδέες εντός μας.
Ερυθρότητα. Ας είναι. Εθελούσια όμως;
Γιατί δίνονται ανθρώπινες ιδιότητες στις λέξεις; Δίνονται ή αποκαλύπτεται πως τις έχουν; Γιατί να έχουν και αυτές το προνόμιο να θέλουν ή να μην θέλουν; Η λέξη εθελούσια παραπέμπει σε ένα σύγχρονο φαινόμενο του καπιταλισμού, στην εθελούσια έξοδο. Μήπως υπονοείται και ότι εκείνες επιλέγουν –και όχι εμείς– την εθελούσια έξοδό τους από το σώμα στον αέρα, από την αδράνεια της πληκτικής μισθοδοσίας στην ελευθερία κινήσεων της σύνταξης; Και λέω σύνταξης και με την άλλη έννοια, της σύνταξης προτάσεων. Ω, γλώσσα αγαπημένη ελληνική!
Μήπως κοκκινίζουν από εθελούσια παρθενική συστολή, αφού κάθε λέξη που εκστομίζεται είναι η πρώτη και μοναδική της φορά που βγαίνει στο έξω περιβάλλον, η πρώτη ελεύθερη πτήση στον αέρα και στα ώτα των άλλων;
Μήπως οι λέξεις αφήνουν την Τράπεζα φιλάσθενης νοσταλγίας (τίτλος της προηγούμενης ποιητικής του Νίκου Πουλινάκη) όπου καθόντουσαν προστατευμένες αλλά περιορισμένες για να κοινωνηθούν ως δάνειο, ως έμβασμα ή ως τόκος σε άλλους ανθρώπους; Άκρως ευρηματικός όσο και ποιητικός ο τίτλος.
Τα 168 χαϊκού της συλλογής έρχονται να δώσουν το παρόν χωρίς συστολή, χωρίς ερυθρότητα αλλά με τη σιγουριά του αποτελέσματος που έχει προκύψει μετά από προσηλωμένη, εμπνευσμένη και αμέτρητων ωρών δουλειά, υπό την έννοια της παραγωγής έργου απτού και καλοδουλεμένου, της δημιουργίας δηλαδή έργου τέχνης χωρίς συμβιβασμούς, βιασύνες, υποχωρήσεις. Αντικατοπτρίζουν το τάλαντο του ποιητή, τη μεγάλη του αγάπη για την ελληνική γλώσσα και τη συνακόλουθη αγωνία του γι αυτήν, την επιμονή του λέξη προς λέξη και τον έρωτά του για το αντικείμενο της ποίησης.
Πρόκειται για ψυχής «χιλιοστόγραμμα», για ποίηση βιωματική, υφασμένη με 17 κόμπους ανά τετραγωνικό εκατοστό (ντενιέ), με τριπλή πλέξη, οι οποίες συνθέτουν ένα αποτέλεσμα προσβάσιμο και οικείο, αφού οι προσωποποιήσεις και οι μεταφορές είναι τόσο αληθινές που ενώνουν πρόσωπα και πράγματα κάτω από τους ήχους ενός λεπτεπίλεπτου λυρισμού.
Σε κάθε χαϊκού κρύβεται εκτός από μια ολόκληρη ιστορία και μια συμπύκνωση τέχνης ποιητικής, η οποία είναι η δύναμη ακριβώς εκείνη που το εκτινάσσει από απλή αλληλουχία λέξεων συγκεκριμένων συλλαβών, σε στρόβιλο παραγωγής εικόνων, ιδεών, συνειρμών. Έτσι άλλωστε ορίζεται και το χαϊκού. Δεν αρκεί να έχει τρεις στίχους, δεκαεπτά συλλαβές, απλότητα, ταπεινότητα και νόημα αυτοτελές. Χρειάζεται να έχει και αυτό το κάτι, το άπιαστο μα τόσο ενεργό, αυτό που όταν έρθεις σε επαφή μαζί του σε ενεργοποιεί και πυροδοτεί εκείνη τη μοναδική διαδικασία αναγέννησης, εκείνη την κατάσταση εσωτερικής εγρήγοργης που μόνο η ποίηση μπορεί.
Και τι να πρωτοχαρείς;
Τις λεξιπλαστικές ικανότητες του ποιητή ή την πληθώρα χρήσης σύνθετων λέξεων;
[ λαμπαδοχυτή / ασημόγλαρο / παιζογελά / βροντόλυρα / ροδόφτερα / ληστοφυγόδικο / τροχοπεδιλοδρομεί / ριζοσπηλάκι / χαροκονταριά / λαδοβαφτισμένο].
Τη συμπύκνωση της φιλοσοφικής θεωρίας του σε τρεις στίχους;
[Ασθενήματα
εντιμότατων κλεφτών
οικοδομούμε]
ή
[Το πεπρωμένο
βουβά επαγρυπνώντας
αρθρώνει ρότες].
Τις υπέροχες εικονοπλασίες;
[Σήκω και νίψου
πέλαγος παινεμένο
με μαντινάδες].
Τους ύμνους στη φύση όπως τα πρώτα χαϊκού πριν από εκατοντάδες χρόνια;
[Ε κυρ κότσυφα
λαλιάς γονιδίωμα
κατοχυρώνεις].
Την αγνότητα του έρωτα;
[Πλεγμένα μαλλιά
με σαράντα πλεξούδες
νίβουν ανάσες].
Ή το πάθος για τη γλώσσα;
[Άβρεχτη λέξη
οι μύλοι μου αλέθουν
τα λιοπύρια σου].
Όλα κάτω από ένα υπέροχο εξώφυλλο και σε διαρκή αρμονικό εσωτερικό διάλογο με δωρικά, «χαϊκουίστικα» (ας μου επιτρεπεί ο νεολογισμός) σχέδια, όλα έργα των χειρών του εικαστικού Βαγγέλη Τζερμιά, ο οποίος εμπνεύστηκε γόνιμα από τον λόγο του Νίκου Πουλινάκη και έδωσε ένα αποτέλεσμα το οποίο επιβεβαιώνει περίτρανα ότι οι τέχνες συνυπάρχουν, συνομιλούν, αλληλοσυμπληρώνονται.
Το εξώφυλλο φέρει μια κόκκινη πινελιά στην αριστερή σελίδα ενός βιβλίου, με τη δεξιά σελίδα κενή. Είναι το κόκκινο πανί στην ταυρομαχία της γλώσσας; Είναι ξεραμένο αίμα πάνω στο γυαλί κάτω από το μικροσκόπιο του μικροβιολόγου; Είναι ένα ξεσκισμένο κομμάτι ύφασμα από το άλλοτε βασιλικό ένδυμα; Ή σάρκα κατακόκκινη που απέμεινε μετά τις όποιες απομειώσεις του χρόνου; Μήπως είναι στιγμιότυπο από φλοίσβο αίματος; Ή βράχος βαμμένος από το αίμα των ναυαγών; Τούτο το ιδεόγραμμα (κατά δήλωσή του ζωγράφου) έχει πολλές ερμηνείες, όλες φυσικά αποδεκτές, διότι οι εκδοχές και οι προσλήψεις στην τέχνη, ποτέ δεν είναι μονόδρομος.
Μίνιμαλ ο τρόπος των χαϊκού, μίνιμαλ το εξώφυλλο και τα υπόλοιπα σχέδια. Γιατί; Ας μη γελιόμαστε. Δεν υπάρχει ουσιαστική ευτυχία στην λουστραρισμένη επιφάνεια και στην υπερβολή. Κάτι απλό, τρεις μόνο στίχοι, μια πινελιά, λίγες γραμμές, μπορεί να είναι αρκετά για να σου δώσουν χαρά, να σε φέρουν σε κατάσταση αφύπνισης, να σου δώσουν αίσθηση πληρότητας, ισορροπίας, αρμονίας. Είναι τόσο απλό, όσο και ένα χαϊκού, αφού:
[Σε ξερολιθιές
εκτρέφονται της ψυχής
χιλιοστόγραμμα].
Μετά; Μπορείς να ονειρεύεσαι, να κάνεις σχέδια, να απολαμβάνεις τον ύπνο του δικαίου με όσα έχεις, λίγα ή πολλά, με αυτά που είναι σιμά σου ή με αυτά που ενδόμυχα επιθυμείς (και έρχονται από μακριά μέσω της ποίησης και του ονείρου –άλλωστε «σκιάς όναρ άνθρωπος» για να φέρουμε στο προσκήνιο και τον Πίνδαρο):
[Ξημερώματα
άφθαρτα ονείρατα
κεντάνε ζωή].
Και το πρωί ξεκινάς με τραγούδι και με την ελπίδα στα χείλη, αφού μπορείς να ντύνεις τις προσδοκίες σου με τρόπο ελεύθερο, απαλλαγμένο από «καθωσπρεπικούς» κανόνες, έτσι, με το τζιν γυρισμένο για να μην το πατάς, με το πουκάμισο στραβοκουμπωμένο, με τη φούστα ελεύθερη, χωρίς στρίφωμα, όπως και η ελπίδα:
[Χωρίς στρίφωμα
η φούστα της ελπίδας
μετακομίζει].
Άλλα είναι αυτά που γαντζώνονται στην ψυχή και την βαραίνουν. Οι συκοφαντίες, οι επικρίσεις, οι κατηγορίες. Πέρα από το αν είναι βάσιμες ή όχι, δεν παύουν να έχουν βαριά σκιά και να παραμένουν κολλημένες στο χέρι σου πάντα, ακόμα και την ώρα που κόβεις μια γωνίτσα ζεστό ψωμί και πας να το φέρεις στο στόμα σου. Γιατί; Διότι σε αντίθεση με την ελπίδα, η οποία δεν σηκώνει καν στρίφωμα, κάτι άλλο συμβαίνει:
[Ραφές ψέματος
γαζώνονται στο χέρι
της καταλαλιάς].
Και άντε να τις ξηλώσεις. Δύσκολο έως ανέφικτο, εκτός αν αλλάξεις στάση ζωής. Αφού διαρκώς παραφυλάει ένας εξαιρετικός ηθοποιός, καλά κρυμμένος και ακόμα καλύτερα μασκαρεμένος, ο οποίος αρέσκεται στο να βασιλεύει στα σκοτεινότερα σημεία της οντότητας. Το όνομα αυτού «Εγώ»:
[Ακμαία σκότη
στους δροσερούς λειμώνες
του εγωισμού].
Οι γύρω μας; Εποχή «κρίσης». Αντί να συσπειρωθούν οι πληγέντες, οι αδικημένοι, οι έχοντες υποστεί την ανελέητη φασιστική υφαρπαγή και λεηλασία τόσο του εισοδήματός τους όσο και του μέλλοντός τους, οι περισσότεροι από αυτούς είτε αδρανούν περιμένοντας τον από μηχανής Θεό είτε «περί άλλα τυρβάζουν» πέφτοντας θύματα στα δολώματα του συστήματος.
Εν τω μεταξύ, κάποιοι επωφελούνται στυγνά:
[Ξεκοκαλίζουν
προβατόσχημοι λύκοι
άφραγκα χρόνια].
Να ήταν μόνο αυτό! Η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι κυρίως κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική. Ευκαιρία ιδανική στους εκμεταλλευτές για ερμηνείες, παρερμηνείες, στρεβλώσεις και αναλύσεις «κατά το δοκούν»:
[Διασκευασμένη
νοητική έκπτωση
ερμηνεύεται].
Χάθηκαν όλα; Απελπισία; Δεν υπάρχει επιστροφή;
Σαφώς υπάρχει. Αρκεί να σηκώσεις λίγο ψηλότερα το κεφάλι ώστε να μπορέσεις να δεις. Αρκεί να αλλάξεις οπτική. Τότε, με την ακούσια ερυθρότητα των συνειδητοποιήσεων, μπορεί να δεις το υπέρλαμπρο φως που ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει, αυτό που άλλοι σου έκρυβαν ή πολλές φορές και μόνος σου ακόμη. Εκεί θέλει δύναμη γιατί όταν δεις τον συγκεκριμένο της φώτισης ήλιο κατάματα, μπορεί να μην είσαι έτοιμος να τον αντέξεις, μπορεί να τυφλωθείς. Με Καβαφικό τρόπο, «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος», ο ποιητής μεταφέρει μέρος της φιλοσοφίας του και δίνει ελπίδα:
[Στραγγίζουν συχνά
οι βαριές αλυσίδες
αβάσταχτο φως].
Πριν από αυτό μπορεί να υπάρχει ένα προαίσθημα, μια ανεξήγητη προσέγγιση, ένα έναυσμα από μια πλάγια αναφορά, η οποία σου δίνει όμως μια σχεδόν παράλογη βεβαιότητα. Μπορεί να υπάρχει κάποιος που:
[Προαισθάνεται
το ανέκκλητο βλέμμα
πλάγιου λόγου].
Έχεις ανάγκη να πιαστείς από κάπου. Να σηκωθείς. Να πολεμήσεις. Να σταθείς. Να διεκδικήσεις όσα σου ανήκουν. Πιάνεσαι από μια λέξη. Μια φωτεινή λέξη η οποία είναι ικανή να αλλάξει όλο σου το είναι. Εσύ ξέρεις ποια είναι για σένα. Έρωτας; Στοργή; Φιλία; Βιβλίο; Ταξίδι; Φύση; Χορός; Ιστιοπλοΐα; Μουσική; Ζωγραφική; Μία λέξη αρκεί για να σε κάνει ευτυχισμένο:
[Ανύμφευτη σκιά
κομποδένει την ψίχα
πάμφωτης λέξης].
Κι εμείς; Οι χαρακτηρισμένοι με τη σημερινή ρετσινιά του «συναισθηματικού» ή του «εμμονικού με τις λέξεις»; Αφήστε μας στην ησυχία μας. Δεν ενοχλούμε κανέναν. Απλά είναι τέτοια η σχέση μας με τη γλώσσα που ακόμα και την ύστατη στιγμή, ακόμα και στο τέλος:
[Ορεγόμαστε
χωματένιες λεξούλες
να μας κηδεύουν].
Τώρα, στο γήινο παρόν, απολαμβάνουμε μικρά καθημερινά στιγμιότυπα από το μεγαλείο της ζωής. Όταν θα έρθει η ώρα για εκείνες τις «χωματένιες» λέξεις, γνωρίζουμε πως η ζωή θα συνεχίζεται πίσω μας και ευτυχώς θα επαναλαμβάνεται επί γης το μέγα θαύμα της, θα διαλαλείται η Υπέρτατη Ομορφιά με αμέτρητους τρόπους.
Θα συνεχίσουν το ταξίδι
[Ήλιος πορθητής / μελόψωμο / φερσίματα κίτρων / γλεντζέδικο αστέρι / ανειδίκευτη βροχή / ξεκούρδιστα δειλινά / κυκλαδίτικα νερά / δαφνόφυλλα / νεραντζούλα / ανίδεα σύννεφα / λιοπύρια / αλέκτορες / σκεβρό δεντρί / γαλαζωπό φεγγάρι / μοσχοστάφυλο / γλυκομηλίτσα]
όπως και το μικρό σε μέγεθος έργο τέχνης ενός δέντρου που θα ερωτοτροπεί με τις μέλισσες και τον άνεμο:
[Λεμονανθάκι
τροχοπεδιλοδρομεί
σε μελισσώνα].
Έτσι και τούτα τα χαϊκού: λεμονανθοί, που τροχοπεδιλοδρομούν στον μελισσώνα της ελληνικής γλώσσας. Ας είναι καλοτάξιδα!
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]