Ο κύκλος ως διαδικασία ίασης
Ένα απαιτητικό κείμενο επιφυλάσσει στους αναγνώστες του επάλληλες αναγνώσεις (που κάθε μια της εμπλουτίζει τις προηγούμενες, όπως θα μας διαβεβαίωνε ο Ίταλο Καλβίνο). Για το βιβλίο Γάτα στον κήπο της Αλίκης Στελλάτου, που εκδόθηκε το 2018 από τις εκδόσεις Κίχλη, το κείμενο αυτό αποτελεί μια επαν-ανάγνωση.
Το κείμενο της Στελλάτου πλέκεται γύρω από δύο αφηγηματικές φωνές. Η μια περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο στιγμιότυπα από τον κυκλικό χρόνο, τις σκέψεις και τις αναμνήσεις της βασικής ηρωίδας (η οποία έχει δηλώσει σ’ ένα ξενοδοχείο ημιδιαμονής, όπως μαθαίνουμε, ως παραποιημένο όνομα το Μάρθα, αντί για το δικό της, Μαρία ή για το Μάρα, μπροστά στο οποίο κόμπιασε – ονόματα μ’ ένα μόνο γράμμα διαφορά από το δικό της).
Αυτό το μαθαίνουμε στην τέταρτη σελίδα του κειμένου από τη δεύτερη φωνή, που είναι ανήκει επίσης σε γυναίκα και απευθύνεται στην ηρωίδα σε β’ πρόσωπο, περιγράφοντάς της γεγονότα στα οποία εκείνη έλαβε μέρος, επιχειρώντας να την επαναφέρει “στην πραγματικότητα”.
Η “αφήγηση Α” (ας την ονομάσουμε έτσι), είναι ήρεμη, αρμονική, επιφανειακά ανέμελη, συμμετρική. Ο ιστός της περιλαμβάνει κήπους, λεμονιές, αναμνήσεις από διακοπές, από τον νεανικό έρωτα με κάποιον Ηλία (που έχει το ίδιο όνομα με τον ήλιο – γλωσσοκεντρικές αναφορές αναδύονται σε όλο το κείμενο της Στελλάτου), στο σκέπασμα με σεντόνι με την πρώτη δροσιά του φθινοπώρου, σε μια ονειρική συνάντηση με τον θείο Βήσσο, αδελφό της μητέρας της, που δεν προλαβαίνει να της πει ποια ήταν η κατακλείδα της ζωής του πριν πεθάνει, ενώ η ηρωίδα κοίταζε προς μια ανοιχτή πόρτα, η οποία παρατηρεί “ουδέτερες” (ουδέτερες;) λεπτομέρειες του φωτός, των σταγόνων του νερού, των λεμονιών στον κήπο, ενός κενού στην πιατοθήκη, κλπ., με κυκλικά επαναλαμβανόμενες λέξεις και φράσεις-leitmotifs που ενισχύουν την εντύπωση της συμμετρίας και το αίσθημα του περίκλειστου.
(Ενδεικτικά, στις σελίδες 11 και 15-16, η λέξη “λεμόνι”: λεμονάτο τσάι, η πανσιόν της Κυρίας Λεμονιάς, οι λεμονιές στον κήπο με το ευωδιαστό άρωμά τους. Στις σελίδες 24-25, πάλι, η λέξη μισό: “ημιδιαμονή, μισή διαμονή, το μισό δεν είναι χρέος-ούτε το μισό, μισός έρωτας, ο έρωτας που θα μπορούσε να είναι ολόκληρος αλλά δεν είναι”, κοκ.)
Η “αφήγηση Β”, αντίθετα, εμφανίζεται ως φωνή της συνείδησης. Απευθύνεται στην αφηγήτρια “Α”, περιγράφοντας και υπενθυμίζοντάς της σε ακριβή τόπο και χρόνο, σκηνές έντασης ή σύγχυσης τις οποίες βίωσε, που πυκνώνουν σιγά σιγά, προσπαθώντας να τις επαναφέρει στο προσκήνιο της συγκέντρωσής της.
Είναι όμως ριζικά διαφορετικές μεταξύ τους η “αφήγηση Β” από την “αφήγηση Α”; Παρά την αρχική στάση τους που δείχνει διαφορετική, τα χαρακτηριστικά του λόγου τους τις προδίδουν: ο λόγος της Β μοιάζει μ’ αυτόν της Α, καθώς δεν είναι διαυγής αλλά το αντίθετο, εγκλωβίζεται με τη σειρά του σε ατέλειωτες μαιανδρικές λεπτομέρειες και κυκλικές επαναλήψεις.
Οι δύο ομιλίες, Α και Β, πλέκονται. Μέσα απ’ το σύνθετο σχήμα τους εξυφαίνεται η πλοκή.
(Η υπόθεση είναι μια ερωτική ιστορία, την οποία διαλευκάνουμε σιγά σιγά μέσα από σπαράγματα συμβάντων και εικόνων – λ.χ. μέσα από «την κλήση που κόβεται σ’ ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο στη Σόλωνος, κάτω από το δωμάτιο 18 ή 13, στο ξενοδοχείο των παράνομων ραντεβού»…).
Όσο προχωρεί η νουβέλα, η πλημμύρα της συνειδητής αφήγησης “Β” παίρνει σιγά σιγά τη θέση της ανέμελης αφήγησης “Α”, οδηγώντας στην αποκάλυψη του τραύματος του υποκειμένου-Μ (:Μαρία, Μάρθα, Μάρα). Πρόκειται για ένα ερωτικό έγκλημα (του οποίου οι φράσεις αν σ’ αγαπούσα, βροχή, γάτα, λεμονιά/σπασμένο κλαδί είναι τα σημαίνοντά του).
Η νουβέλα της Αλίκης Στελλάτου γίνεται έτσι, με αριστοτεχνικό τρόπο, ο χάρτης του ψυχισμού μιας γυναίκας, οδηγώντας, μέσα από ένα σύνολο από καλοσχεδιασμένες και ατάκτως εριμμένες επαναλήψεις, αριθμούς, σχήματα και γραμμές, κυκλικές και τεθλασμένες, στην αποκάλυψη μιας σειράς σημείων πύκνωσης νοήματος, που αποτελούν τόπους του ασυνείδητου: οι λέξεις κήπος, γάτα, βροχή, λεμονιά, χρυσόψαρο, αν/σ’ αγαπούσα – στον ίδιο βαθμό πληγές με πύον και πηγές θεραπείας και ίασης (πρβλ. A. Porchia, «Οι πληγές είναι φωλιές από άνθη»).
Σε προηγούμενες αναγνώσεις της νουβέλας της Α. Στελλάτου, στη συζήτηση λ.χ. που έγινε στο βιβλιοπωλείο Ιδιώνυμο, στον Κορυδαλλό, τον Φεβρουάριο του 2019, μια αναγνώστρια-συγγραφέας καταλόγισε στην ηρωίδα ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά (“μια γυναίκα που βασανίζεται γιατί δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από τις εμμονές της”, είπε). Ο λόγος της δισυπόστατης ηρωίδας της Στελλάτου, όμως, δεν είναι ψυχωτικός. Ίσα ίσα, στο πλαίσιο της αφήγησης “Α”, τα χαρακτηριστικά του είναι η ηρεμία, η τρυφερότητα και η κυκλικότητα στην οποία αξίζει να επανέλθουμε πιο κάτω (σε αντίθεση, λ.χ. με αφηγήματα όπως Η Κασσάνδρα και ο λύκος της Μαργαρίτας Καραπάνου, όπου ο τραυματικός λόγος εκφράζεται ευθύγραμμα, χωρίς απολύτως κανένα στοιχείο κυκλικότητας – μια ενδεικτική μόνο αναφορά).
Μια άλλη σημαντική παρατήρηση που έγινε ήταν: «πρόκειται για ένα ακραία επαναληπτικό κείμενο, στο οποίο δεν πρωταγωνιστεί η πλοκή αλλά η γραφή». Η παρατήρηση προϋποθέτει καταρχήν μια απάντηση στην ερώτηση «Τι είναι κείμενο/Τι είναι αυτό που κάνει η λογοτεχνία;»
Μπορούμε να περιγράψουμε, με μεγάλο βαθμό αφαίρεσης, το λογοτεχνικό κείμενο ως έναν τόπο συνάντησης αναπαραστάσεων και γλωσσικών γεγονότων. Οι αναγνώστες το διατρέχουν μέσα από πολλές διαφορετικές διαδρομές, με πολλά κλειδιά εισόδου. Το κείμενο διαβάζεται, λ.χ., γραμμικά, από την αρχή ως το τέλος του, χωρίς να γνωρίζουμε την έκβασή του, και ξαναδιαβάζεται με διαφορετική κατεύθυνση (λ.χ. από το τέλος προς την αρχή, ή από τη μέση προς το τέλος, ή από τη μέση προς την αρχή), η οποία το ανανοηματοδοτεί (ξεκαθαρίζοντας, λ.χ., τι ακριβώς σημαίνουν δισυπόστατες λεπτομέρειες στην αρχή του).
Ένα γνήσιο κείμενο είναι βιωματικό: ο συγγραφέας αποτυπώνει σ’ αυτό δικά του στοιχεία μεταμορφώνοντάς τα, όμως, με τρόπο που να αφορούν κάθε αναγνώστη, ακόμα κι όποιον δεν συμμερίζεται τα βιώματά του, προσφέροντάς του κλειδιά ώστε να μπορεί να χαράξει τη δική του πορεία ανακάλυψης μέσα σ’ αυτό.
Μια τελευταία παρατήρηση είναι ότι ο κυκλικός χρόνος τον οποίο οικοδομεί δεξιοτεχνικά η Αλίκη Στελλάτου είναι ο “αειφόρος” χρόνος της γυναίκας, του σώματός της, της γονιμότητας και της σεξουαλικότητας της, όπως τονίζει στη συζήτηση για τον σεξουαλικό επανακαθορισμό της έννοιας του φύλου (“a theory of gender as sexed”) η φιλόσοφος του 20ού αιώνα Luce Irigaray (πρβλ. Je, tu, nous, Grasset, 1990; αγγλ. Routledge, 1993).
[Επεξεργασμένη μορφή της παρουσίασης του βιβλίου που έγινε στο βιβλιοπωλείο Σπόρος, στην Κηφισιά, στις 19 Απριλίου 2019. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]