Πικρή των στίχων μοναξιά
Πριν από κάποια χρόνια ένας μαθητής μου ρώτησε ‒σας διαβεβαιώνω, με απόλυτα ειλικρινή άγνοια‒ αν υπάρχουν σήμερα ποιητές. Προφανώς, θεώρησε ότι η Ποίηση αποτελεί κάποιου είδους παραδοσιακό επάγγελμα υπό εξαφάνιση, ενώ ο Ποιητής μια νοσταλγική φιγούρα του παρελθόντος. Μάλλον πίστευε ότι μετά τους Καβάφη και Ελύτη που διδασκόταν στο σχολείο, έπαψαν να γεννιούνται ποιητές. Παρ’ όλη την αφέλεια της ερώτησης και το ακραίο του συγκεκριμένου παραδείγματος ‒που σαφώς δε συνιστά τον κανόνα‒, εντούτοις οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο ποιητικός λόγος, ως συγγραφική και αναγνωστική πράξη, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στους νέους. Επομένως, η εμφάνιση ενός νέου ποιητή αποτελεί από κάθε άποψη ελπιδοφόρο νέο. Ο Γιάννης Ζαραμπούκας, εκ Κοζάνης καταγόμενος και εκ Λαρίσης ορμώμενος, μας συστήνεται με την πρώτη του ποιητική συλλογή, Το αναπόφευκτο της μοναξιάς, από τις εκδόσεις Πνοή.
Συνηθίζω να επισημαίνω ότι η ανάγνωση κάθε ποιητικής συλλογής ξεκινάει από τον τίτλο, ο οποίος λειτουργεί ως συνεκτικό σημείο τομής των ετερόκλητων στοιχείων μιας συλλογής. Ο τίτλος ξεκλειδώνει το περιεχόμενο της συλλογής, καθώς υποδεικνύει τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές, το κυρίαρχο συναίσθημα και τους δομικούς της άξονες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο τίτλος δεν αφήνει πολλά περιθώρια αμφιβολίας. Ο ποιητικός στοχασμός του Ζαραμπούκα ξετυλίγεται γύρω από εκείνο το συστατικό στοιχείο της μοναξιάς, που την καθιστά μονόδρομο. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι η φωτογραφία στο εξώφυλλο ‒ένα έρημο, εγκαταλελειμμένο βιομηχανικό τοπίο δίχως καμιά υπόμνηση της ανθρώπινης παρουσίας‒ πλαισιώνει αρμονικά τον τίτλο.
Στα ποιήματα της συλλογής η μοναξιά περιγράφεται και ορίζεται ποικιλοτρόπως, πάντα όμως φορτισμένη με το ανέκκλητο μιας τραγικής κατάληξης. Σε πολλά ποιήματα ταυτίζεται με το υγρό στοιχείο (επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην ποίηση του Ζαραμπούκα), ως πνιγμός, βάλτος, θάλασσα και κατακλυσμός· σε ορισμένα σημεία ο ποιητής παρομοιάζει τη μοναξιά με ανοιχτή αιμάσσουσα πληγή, ενώ αλλού την ταυτίζει με τη λήθη, το σκοτάδι ή τα ερειπωμένα χαλάσματα. Ακόμη και στους ακροτελεύτιους στίχους της συλλογής η αναμονή και η βεβαιότητα της μοναξιάς επιμένουν.
[…]
Με δυο μάτια κόκκινα
σε βρίσκει η αυγή
και την επίγνωση της προδοσίας
να κρέμεται πικρή στην άκρη της γλώσσας,
γιατί η πίστωση χρόνου έληξε
κι άφησε πίσω μια καρδιά
να ξεπληρώσει με μοναξιά τα χρέη.
(Αναμονή, σ. 46)
Ποια είναι όμως εκείνα τα στοιχεία που δημιουργούν τη μοναξιά στο ποιητικό σύμπαν του Ζαραμπούκα; Καταρχάς, ο προδομένος Έρωτας, ο έκπτωτος εφήμερος θεός, που αποζητά την πρόσκαιρη ηδονή και σε πολλά σημεία του προσδίδονται εύθραυστες ιδιότητες, καθώς περιγράφεται ως χάρτινος και γυάλινος. Έπειτα, η μνήμη που συνήθως αποτελεί ύστατο καταφύγιο και μας καλύπτει προστατευτικά με τον νοσταλγικό μανδύα των ευχάριστων αναμνήσεων. Εντούτοις, η μνήμη στην ποίηση του Ζαραμπούκα είναι γεμάτη τρύπες και χάσματα, από όπου εισχωρούν στην ψυχή ο πόνος και η τραγικότητα της πραγματικότητας. Τέλος, οι χαμένες ελπίδες που παρομοιάζονται με αποδημητικά πουλιά και τα όνειρα που σαν πεταλούδες τα φτερά τους σκίζονται και καταλήγουν στο πάτωμα.
Όνειρα κάηκαν στις φλόγες του ανεκπλήρωτου.
Επιθυμίες εξατμίστηκαν στην έρημο του φόβου.
Ελπίδες ναυάγησαν στα βράχια της δειλίας.
Κι η ζωή κενή·
ψυχορραγεί αιμόφυρτη στο πάτωμα.
(Το πάτωμα, σ. 18)
Η ποίηση του Ζαραμπούκα είναι σκηνογραφική και λυρική, ενώ ξεχωρίζει για τον εικονογραφικό της πλούτο. Ο ποιητής άλλοτε περιγράφει μεταφορικές εικόνες και σκηνές, ενώ άλλοτε αφηγείται σύντομες ιστορίες. Ακόμη και οι αφηρημένες έννοιες που επιστρατεύει αποκτούν υλικές διαστάσεις, γίνονται απτές, ώστε να επενεργούν πιο άμεσα στον αναγνώστη. Επίσης, όλο το τοπίο, αστικό και φυσικό, που λειτουργεί ως φόντο πίσω και γύρω από τις εικόνες, συμμετέχει ενεργά στο κυρίαρχο συναίσθημα των ποιημάτων και καταφάσκει στη μοναξιά. Σε ορισμένα ποιήματα ο λόγος του είναι περισσότερο στοχαστικός και πεζολογικός, χωρίς να υπακούει σε κάποιον προφανή ρυθμό· εκεί ο ποιητής περισσότερο διαπιστώνει και αναφέρει παρά υπαινίσσεται και υποβάλλει. Ωστόσο, σε άλλα ποιήματα κατορθώνει μια σπάνια λιτότητα και πυκνότητα έκφρασης, μια ανεπιτήδευτη απλότητα, μια ισχυρή συναισθηματική υποβολή των εικόνων και μια δυνατή παλλόμενη αίσθηση ώριμης ποίησης, όπως ενδεικτικά στο παρακάτω ποίημα. Στους συγκεκριμένους στίχους αξίζει να προσεχθεί πώς ο Ζαραμπούκας μας μεταφέρει την άμεση αίσθηση του δειλινού μέσα από μια φαινομενικά απλή ‒αλλά ιδιαιτέρως υπαινικτική‒ παράθεση μεταφορικών και κυριολεκτικών εικόνων.
Μια φούχτα με χρυσάνθεμα
και μια δέσμη με βιολέτες,
ένα σμάρι μεταξένια όνειρα,
κι ένα κουπάκι χάντρες
κεχριμπάρι,
μια γλάστρα φιλοδοξίες
ανθισμένες
κι ένα ποτήρι
έρωτα φίνου.
Αρκούν άραγε για να υφανθεί το δείλι;
(Το δείλι, σ. 30)
Η ποίηση του Ζαραμπούκα ‒αισθητικά και θεματογραφικά– εντάσσεται στην κυρίαρχη τάση της ελληνικής ποίησης των τελευταίων δεκαετιών, η οποία αποτυπώνει την αδιέξοδη προσπάθεια του Νεοέλληνα να επαναπροσδιορίσει τη θέση του στον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο της μετανεωτερικότητας, όπου εκλείπουν τα σημεία αναφοράς και οι τροχιοδεικτικές αξίες παλαιότερων εποχών. Αν προβάλλουμε στην ελληνική κοινωνία και ποίηση το ψυχολογικό μοντέλο της Elisabeth Kübler-Ross (On Death and Dying, 1969) για τα πέντε στάδια στη διαχείριση μιας απώλειας ή μιας δραματικής αλλαγής, τότε θα λέγαμε ότι η ελληνική ποίηση έχει ξεπεράσει τα δύο πρώτα στάδια της άρνησης και της οργής, καθώς έχει αποβάλλει την παρελθοντολογία και τους παροξυσμούς. Ωστόσο, ακόμη δεν έχει εισέλθει στο τελευταίο στάδιο της αποδοχής ούτε έχει κατορθώσει να σταθεί με αυτοπεποίθηση απέναντι στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου. Αναλώνεται στη σπουδή των ποικίλων αδιεξόδων και παραμένει καθηλωμένη στα ενδιάμεσα ψυχολογικά στάδια, διαπραγματευόμενη τις κατακλυσμιαίες αλλαγές και εκφράζοντας διαρκώς μια υπόρρητη ή συχνά νεφελώδη θλίψη.
Η πρώτη συλλογή του Ζαραμπούκα παρασταίνει με τον τρόπο της Ποίησης τα τείχη της σύγχρονης μοναξιάς. Βέβαια, ο προσεκτικός αναγνώστης ανακαλύπτει σε ορισμένα σημεία σκόρπιες ρωγμές, από όπου ξεπροβάλλει ερωτηματική η ελπίδα, έστω κι ως κραυγή αγωνίας, όπως στο ερώτημα που κλείνει το παρακάτω ποίημα.
Καφετιές λίμνες γεμάτη είν’
η άσφαλτος,
σαν ένα σουρωτήρι σκουριασμένο.
Όνειρα
–μπλεγμένα με γόπες και φύλλα κίτρινα‒
νεκρά.
Κι όμως, δες!
Κάτι επιπλέει…
Κάτι σερπαντίνες ξεφτισμένες,
απομεινάρια μιας γιορτινής στιγμής
που χάθηκε στη δίνη του χρόνου
στραφταλίζουν ακόμα·
ζωντανές;
(Ο δρόμος, σ. 22)
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: András Sümegi. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]