γράφει η Ανθούλα Δανιήλ
Πολύ πριν φτάσει ο στρατηγός στην πλατεία του θεάτρου έχει κάνει φασαρία στο γραπτό κείμενο του Μάκη Τσίτα. Το έργο διαδραματίζεται σε χώρο εσωτερικό –καθιστικό- και χώρο εξωτερικό –πλατεία- όπως σηματοδοτούν το παγκάκι ή το τραπέζι του καφενείου και τα κελαηδίσματα των πουλιών.
Ο στρατηγός, που επανέρχεται σχεδόν και στα πέντε μονόπρακτα, και κάνει το κείμενο να μοιάζει ενιαίο και το κάθε μονόπρακτο πράξη μια ολότητας, δεν υπάρχει· και κανείς δεν έπνιξε κανέναν στρατηγό στο πηγάδι. Ούτε περιστέρια, ούτε άλογα, ούτε στρατιώτες, ούτε πηγάδι, ούτε νερό, κι ας ακούγεται ο ήχος του. Το μόνο που υπάρχει σε αφθονία είναι τα πορτοκάλια, τα τσιγάρα και φυσικά το παράλογο.
Η ασυνεννοησία, η επιθετικότητα, η ένταση, η βίαιη συμπεριφορά και γλώσσα, ο αλληλοσπαραγμός, η ανυπαρξία κοινού πεδίου για συνεννόηση, το μη αναμενόμενο, εν γένει, είναι αυτό που κυριαρχεί στη σκηνή, η οποία δεν είναι άλλο από τη μεγάλη σκηνή του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε. Κι όπως, όταν ρίξουμε μια πέτρα σε μια λίμνη το νερό κάνει κύκλους που όλο πλαταίνουν, έτσι και η παράσταση αρχίζει γύρω από ένα τραπέζι μέσα σε ένα διαμέρισμα για να ανοίξει στη συνέχεια σε ένα ευρύτερο κύκλο, στην πλατεία, όχι του θεάτρου, αλλά της πόλης, όπου θα διαδραματιστούν τα επεισόδια του έργου, τα οποία, αν και έχουν διαφορετικά θέματα, υποδορίως, όλα επικοινωνούν και μας οδηγούν σε ένα ξέφωτο που δείχνει ολοκάθαρα την ανθρώπινη δυστυχία, τη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας, την απομόνωση, τη δυστυχία, την παρανόηση, τη διαστρέβλωση.
Όπως λέει ο ταλαντούχος Μάκης Τσίτας στο Πρόγραμμα της παράστασης «Μέσα από τους ήρωές μου, καταλαβαίνω κι εγώ την εποχή μου, ερμηνεύω αυτά που συμβαίνουν γύρω μου και σε μεγάλο βαθμό συνειδητοποιώ και τις δικές μου πράξεις, τις πτυχές του παλιού και του νέου εαυτού μου». Γιατί ο άνθρωπος είναι αυτός που μέσα από την εμπειρία γίνεται· ο Οδυσσέας είναι ο ήρωας που επιστρέφει στην Ιθάκη πολύ περισσότερο από εκείνον που έφυγε για την Τροία. Ο συγγραφέας αφηγείται τη ζωή που κινείται γύρω. Παρατηρεί τους ανθρώπους, καταγράφει συμπεριφορές, κινήσεις, λεξιλόγιο, αντιδράσεις και υπαινίσσεται πολλά ακόμα που δεν λέγονται ούτε φαίνονται αλλά υπονοούνται.
Η έμπειρη και ικανότατη σκηνοθέτης Ρούλα Πατεράκη που σκηνοθέτησε τα μονόπρακτα , ανέδειξε ευρηματικά την ιδιαιτερότητά του καθενός αλλά και τους αθέατους, στην επιφάνεια, δεσμούς του ενός με το άλλο.
Οι ηθοποιοί μπαίνουν στο κοίλον του θεάτρου, κάνοντας πράγματι φασαρία όχι μόνο με τις φωνές και τις κινήσεις αλλά και με τα κραυγαλέα κοστούμια και χτενίσματα, επιβάλλοντας μια αήθη εικόνα, εικόνα που «βγάζει μάτι» θα λέγαμε. Κι όμως όλα είναι από σκοπού. Όλα συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην υπόθεση και όσα η γλώσσα παραλείπει ολοκληρώνονται με τα εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά στοιχεία της.
Η μουσική επένδυση της εισαγωγής με το ρομαντικό κλασικό χαλί του 19ου αιώνα – ένας Σοπέν, ας πούμε– ερχόταν σε αντίστιξη με τα κραυγαλέα λαϊκά άσματα, τα οποία με τη σειρά τους ήταν σε απόλυτη αρμονία με την κινησιολογία και το λεξιλόγιο.
Το ανδρόγυνο που διαπληκτίζεται με έναν περιθωριακό τρόπο στο σπίτι του, η στάση του σώματος, οι επιθετικές κινήσεις, ο χυδαίος λόγος· ο κύριος που πίνει τον καφέ του και διαβάζει την εφημερίδα του, όταν εφορμά ο άλλος, που έρχεται και επανέρχεται για να δανειστεί ένα τσιγάρο, πάλι και πάλι, και για να τον κατηγορήσει για ανύπαρκτο έγκλημα· η νοικοκυρά που πληρώνει κάποιον άγνωστο μόνο και μόνο για να την ακούει να του λέει τον πόνο της, γιατί δεν έχει άνθρωπο να μιλήσει· οι δυο φίλες που ζουν βλέποντας ένα ανούσιο σίριαλ στην τηλεόραση σαν υποκατάστατο της αληθινής ζωής· η κοπέλα με τα μανταλάκια στο κεφάλι, η άλλη με το τολμηρό μίνι, το προκλητικό ντύσιμο και περπάτημα που προσελκύει το λιγούρικο βλέμμα του περαστικού· όλοι άνθρωποι περιθωριακοί αλλά και κανονικοί, vulgaire και επαμφοτερίζοντες επιδεικτικά, συγχρωτίζονται με άλλους, ζουν βίους παράλληλους που εκκινούν φυσιολογικά για να τεντωθούν σε λίγη ώρα ως τα ακρότατα όρια της επικοινωνίας, εκεί που η λογική και η παραλογική αγγίζονται, εκεί που η παραλογική κάνει τη λογική να το βάζει στα πόδια.
Το κάθε μονόπρακτο διατυμπανίζει το τέλος του με εκκωφαντικά σφυρίγματα, ενώ σε όλη τη διάρκεια της παράστασης ήχοι ενισχυτικοί υποστηρίζουν την κυρίαρχη ιδέα. Η παράσταση τελειώνει χωρίς κάθαρση και χωρίς λύση, με κάθε επίπεδο επικοινωνίας καταλυμένο, με όλα τα θέματα, που ανέδειξε, χάσκοντα, αφήνοντας σημάδια από βαθιές, ψυχικά, τραυματικές, ανεπούλωτες πληγές.
Να επισημάνουμε πως τα μονόπρακτα αυτά δεν βρίσκονται μακριά από τον πασίγνωστο, πλέον, ήρωα του Τσίτα, τον Χρυσοβαλάντη στο μυθιστόρημά του, Μάρτυς μου ο Θεός. Ο Μ. Τσίτας, σταθερός στη γραμμή του, έχει ασκήσει τη ματιά του να βλέπει το παράξενο και ενοχλητικό και να το προβάλει σαν να ζητά από την κοινωνία να δει τους αδύνατους και δυστυχείς «αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία», όπως ιδεωδώς σκέφτεται και ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Γιατί ο Μ. Τσίτας δεν καταγγέλλει τα πρόσωπα, αλλά τις καταστάσεις που ευτελίζουν τους ανθρώπους και τη συνήθεια που κατατρώει τις αντιστάσεις μας στο κακό, στο άσχημο, στο βέβηλο. Η ευρηματική σκηνοθεσία της Ρούλας Πατεράκη αναδεικνύει τις προθέσεις του συγγραφέα, θέτει τον θεατή μπροστά στο κοινωνικό πρόβλημα και του ζητά να πάρει θέση. Ας μην ξεχνάμε ότι το θέατρο, από την ώρα της γέννησής του, ήταν σχολείο και λόγος αντίστασης στην όποια εξουσία.
Συντελεστές της παράστασης: στη Σκηνοθεσία η Ρούλα Πατεράκη, στα Σκηνικά και στα Κοστούμια η Λίζη Πεζανού, στους Φωτισμούς η Άννα Σαμπώκου, στη Μουσική ο Νίκος Βασιλείου και στη Διανομή οι: Ελισάβετ Γιαννακού, Μαρία-Νεφέλη Δούκα, Τρύφων Ζάχαρης, Νίκος Μαυράκης, Ιωάννα Μπιτούνη, Λευτέρης Παπακώστας, Δανάη Παπουτσή, Βαγγέλης Ρόκκος, Μυρτώ Σαρρή, Δημήτρης Τσικούρας.
(Η παράσταση δόθηκε, με ελεύθερη είσοδο, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Η ΔΥΝΑΜΙΚΉ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ» που εντάσσεται στο πρόγραμμα «Αττική 2014-2020» στον Άξονα Προτεραιότητας «Βελτίωση της Ποιότητας Ζωής στο Αστικό Περιβάλλον».
Πρόκειται για μια καινοτομία του Δήμου Πειραιά και του Δημάρχου κ. Γιάννη Μόραλη που καινοτομεί καθιερώνοντας ένα τριετές τρίμηνο φεστιβάλ για την ανάδειξη του ελληνικού θεατρικού κειμένου, αξιοποιώντας πόρους από το ΕΣΠΑ, όπου κάθε χρόνο παρουσιάζονται δύο κλασικά έργα της νεοελληνικής δραματουργίας και ένα νέου συγγραφέα. Φέτος το πρόγραμμα περιλαμβάνει τον Φονιά του Μήτσου Ευθυμιάδη, το Με δύναμη από την Κηφισιά των Δημήτρη Κεχαΐδη – Ελένης Χαβιαρά και το Ο στρατηγός κάνει φασαρία στην πλατεία του Μάκη Τσίτα.
Στο Πρόγραμμα συστεγάζονται κρίσεις και σχόλια επιφανών ανθρώπων του θεάτρου, καθώς και συνεντεύξεις και πολύ ενδιαφέροντα συνοδευτικά κείμενα).