frear

Οι «Μποζιάρες» της Τζούλιας Φορτούνη – γράφει ο Αντώνης Ζέρβας

Πηγαίνουμε στα βιβλία με ό,τι είμαστε, ό,τι κουβαλάμε συνειδητά και ασυνείδητα. Τις περισσότερες φορές γυρίζουμε πίσω, δηλ. στον εαυτό μας, με ό,τι ακριβώς κουβαλούσαμε, πηγαίνοντας.

Είμαστε πρόθυμοι να επαινέσουμε. Αλλά ο έπαινος σπανίως είναι έπαινος. Κατά κανόνα είναι εφησυχασμός. Επαινούμε ό,τι εφησυχάζει και εφησυχάζει αυτό που κατά κανόνα θεωρείται αποδεκτό, καλό και έγκριτο. «Αυτό είναι λογοτεχνία» λέμε θαυμαστικά! Άλλωστε, υπάρχει μια ολόκληρη πνευματική οργάνωση εγκρίσεων και αδειών συμμόρφωσης. Γι’ αυτό και ακούμε στους διαδρόμους θεάτρων και κινηματογράφων: «Μα δεν ήρθα αδιάβαστος. Διάβασα όλες τις κριτικές.» Δηλαδή είμαι έτοιμος να επαινέσω αυτό που ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μου, διαφορετικά δεν θα πλήρωνα για να δυσαρεστηθώ!

Κανόνας απαράβατος: Αυτό που μου αρέσει αναλογεί στο γούστο μου, το οποίο έχει διαμορφωθεί από το σπίτι, την παιδεία μου, την καλλιέργειά μου, με λίγα λόγια από το πολιτιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναθράφηκα και ζω. Αλλά η λογοτεχνία που αξίζει τον κόπο μπαίνει σαν σφήνα στη συνείδηση. Για ν’ ανεχθούμε τη σφήνα, πρέπει να τη σκεφθούμε, ν’ αναρωτηθούμε δηλ. πάνω στις αρχές που διέπουν το γούστο μας. Γι’ αυτό και η σοβαρή κριτική είναι κατά βάθος αυτοκριτική. Η λογοτεχνία που αξίζει τον κόπο συνιστά ακριβώς ένα μεταίχμιο, ένα ξαφνικό ξεκρέμασμα σ’ έναν χώρο εξουθενωτικής ομοιότητας.

Υπάρχουν πάμπολλα κριτήρια για την αξιολόγηση ενός βιβλίου: η καλή και πλούσια γλώσσα, ή εύστροφη διατύπωση, τα προσωπικά βιώματα, οι «ανθρωπιστικές» ή «προοδευτικές» ιδέες. Πλην όλα τούτα επαναλαμβάνουν απλώς την ιστορία της λογοτεχνίας, δηλ. την ιστορία του γνωστού και δεδομένου.

Όποιος παιδεύει λίγο τα πράγματα, θα διαπιστώσει ότι ένα αξιόλογο λογοτεχνικό κείμενο, εμμέσως ή όχι, θέτει σε ερώτημα την ισχύ των ηθικών ή αισθητικών συμβολαίων, δηλ. το γνωστό και δεδομένο, χωρίς όμως να καταρτίζει νέα συμβόλαια. Δικό του μέλημα είναι να εμβαθύνει στο νόημα κάποιας βαθύτερης ανησυχίας, ενός κάτιτί που διαρκώς πιέζει και δεν αναπαύει, ενώ όλα γύρω φαίνονται επιδεκτικά απαντήσεων, τροποποιήσεων, βελτιώσεων.

Αν λ.χ. τα ψυχωφελή αναγνώσματα αναπαύουν, η λογοτεχνία των κοινωνικών προτάσεων είναι κατά κανόνα φτωχή και δεν αντέχει στο χρόνο. Αντιθέτως, η κρίσιμη λογοτεχνία είναι κάτι παράλληλο με τη φιλοσοφική αναρώτηση που δεν αξιολογείται από τα άμεσα αποτελέσματά της. Χωρίς να εκλογικεύει με έννοιες, παρουσιάζει μέσω του φανερού, αυτό που δεν φαίνεται, πλέκει με άλλα λόγια σιωπηρά ερωτήματα.

Θα ήταν μεγάλη παρανόηση να πιστεύουμε πως αξίζει ένα λογοτεχνικό έργο που δεν σκέπτεται. Το γνήσιο, το πρωταρχικό αίσθημα δεν είναι αντίθετο με τη σκέψη∙ ίσα ίσα, αντιλαμβάνεται συχνά πράγματα που η λογική δυσκολεύεται να εννοήσει με την πρώτη. Το γνήσιο αίσθημα δεν είναι αυτό που μάθαμε να αισθανόμαστε, αλλά αυτό που ξεσκεπάζει κι εμάς και τον δεδομένο κόσμο.

*

Η Τζούλια Φορτούνη ξεκίνησε ως ποιήτρια. Μετά από δυο συλλογές που δεν πέρασαν απαρατήρητες, φαίνεται να έπεσε σε περισυλλογή. Σιώπησε λες και κατάλαβε πως κάτι δεν πάει πολύ καλά με τη σύγχρονη ποίηση, κάτι έχει στραβώσει μ’ αυτό το είδος καλαισθητικού αυτισμού που επαναλαμβάνεται μέχρι κορεσμού. Όποιος καταλαβαίνει, νοιώθει να διανοίγονται δυνατότητες διαφορετικής αντιλήψεως των πραγμάτων. Άρα και αλλάζει κατά έναν τρόπο. Αποφάσισε λοιπόν να γυρίσει σε κάτι που δεν έπαψε να την καίει, στις παιδικές της μνήμες. Το μέλλον μας βρίσκεται στο παρελθόν μας, πρέπει να σκέφθηκε. Πώς αισθανόμουν τον κόσμο, πριν ταυτισθώ με τον κόσμο μέσω της παιδείας, των πιστεύω μου, των συμφερόντων μου; Ποιο είναι το πρώτο πρώτο νεύμα της επαφής μου με τον κόσμο; Το πρωταρχικό μου αίσθημα; Τί μου έλεγε που θυμάμαι, το ξεχνώ αλλά με στοιχειώνει; Κάτι διαφορετικό ίσως απ’ αυτό που ζω σήμερα. Αυτό θέλω να σκεφθώ κι αυτό εξιστορώ πρώτα πρώτα στον ίδιο μου εαυτό. Προσπαθώ να κατανοήσω τον εαυτό μου πάει να πει κατανοώ και τον κόσμο.

Όποιος νομίζει ότι μόνο ο αναγνώστης μετράει, όποιος δηλαδή σώνει και καλά θέλει να γίνει δάσκαλος είναι μακριά από την ουσία της καθαυτό λογοτεχνίας. Η Τζούλια Φορτούνη το ξέρει γιατί είναι εκπαιδευτικός. Αλλά η συγγραφή του είδους δεν είναι για εκπαιδευτικούς που παραμένουν εκπαιδευτικοί.

Μια συλλογή διηγημάτων ή ποιημάτων έχει, ή οφείλει να έχει, εσωτερική δομή. Οφείλουμε να την παρακολουθήσουμε από την αρχή έως το τέλος, αν μας ενδιαφέρει η κατανόηση του συνόλου. Δεν είναι μόνη, αλλά πρωτογενής απαίτηση της σοβαρής ανάγνωσης.

Εκτός σπανίων εξαιρέσεων, μια συλλογή δεν αποτελείται από 10 ή τριάντα αριστουργήματα. Λίγα είναι τα κεντρικά κείμενα, όπου αποκρυσταλλώθηκε το βασικό νόημα. Τα υπόλοιπα αποτελούν εξακτινώσεις, συμπληρώνουν και επιστηρίζουν τον πνευματικό πυρήνα, δηλ. τον σύνολο προβληματισμό ενός συγγραφέα.

Στην ανά χείρας συλλογή, κεντρική θέση έχει το διήγημα Μποζιάρες που πρωτοδημοσιεύθηκε το 2016 σε μια Κυριακάτικη Αυγή. Ένα μικρό αριστούργημα. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί.

Θέμα του είναι η συνάντηση δύο συνομήλικων κοριτσιών σε κάποιο χωριό της θεσσαλικής επαρχίας. Διανύουν την ηλικία, όπου αρχίζει να γίνεται αισθητή μια βιολογική μεταμόρφωση του σώματός που θα τις κάνει γυναίκες. Πρόκειται για μια περίοδο ιδιαιτέρως κρίσιμη, αναστατώνει και διαταράσσει. Έως τους χριστιανικούς χρόνους, η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία αποτελούσε αντικείμενο ιδιαίτερης κοινοτικής μέριμνας, εξού και οι θεσμοποιημένες μυήσεις. Οι θεσμοί άλλαξαν, ο βιολογικός μετασχηματισμός παραμένει ενεργός. Λέμε έκπληκτοι: για δες, αυτό το κορίτσι, έγινε γυναίκα! Το διήγημα δεν ασχολείται με την πτυχή αυτή, παρά πλαγίως. Άλλος είναι ο σκοπός του.

Κάθε συνάντηση είναι πάντα επαφή δυνάμεων. Ασυνειδητοποίητες ή όχι, οι δυνάμεις σχηματίζουν ένα πεδίο αλληλενέργειας και αλληλεπίδρασης. Σε κάθε σχέση υποβόσκει ένα παιχνίδι εξουσίας, μια μουγγή απειλή, ένας κίνδυνος.

Έλκω και έλκομαι, απωθώ και απωθούμαι. Επηρεάζω και επηρεάζομαι. Από την πείρα μας ξέρουμε ότι η εξισορρόπηση των δυνάμεων κατά την επαφή με τον άλλον είναι πρόβλημα αρκετά περίπλοκο. Τίποτε δεν είναι σαφές ή αυτονόητο.

Η Μαρία, μια γυφτοπούλα από τον κοντινό καταυλισμό, έλκεται από ένα συνομήλικο κορίτσι του χωριού που ζει σε μόνιμο σπίτι, πηγαίνει σχολείο, είναι ντόπια. Η μία κοιτάζει την άλλη, η διαφορά προκαλεί ενδιαφέρον, θετικό ή αρνητικό. Η Μαρία ανήκει σε μια ξένη, σχεδόν απαγορευμένη, κοινότητα στους αντίποδες του κόσμου της αφηγήτριας. Κατά κανόνα, οι πολιτισμικές διαφορές μιας μειονότητας προκαλούν αισθήματα απόρριψης και αποκλεισμού. Εδώ, στον αόρατο χώρο που σχημάτισε η συνάντηση των κοριτσίστικων βλεμμάτων, ενεργοποιείται μια σχέση συμπάθειας.

Για την ντόπια αφηγήτρια, η Μαρία είναι κάτι σαν τα αποδημητικά πουλιά. Έρχονται και φεύγουν, κυκλικά και σταθερά. Η εμπειρία του φυσικού φαινομένου έχει ήδη σχηματίσει ένα κεφάλαιο γνώσης. Κάτι έρχεται και ξαναφεύγει αιωνίως. Δεν το σκεπτόμαστε περισσότερο. Έτσι είναι. Δεν ξέρουμε τίποτε για τα αποδημητικά πουλιά, εκλαμβάνουμε ως δεδομένη την κυκλική τους κίνηση χωρίς ιδιαίτερα ερωτήματα. Πλην όμως εδώ, αποδημητικό είναι ένα κορίτσι, παρόμοιο με την αφηγήτρια και ταυτοχρόνως παντελώς ανόμοιο, όπως το αποδημητικό πουλί.

Σε ένα παραμύθι λχ. η αφηγήτρια θα μπορούσε να πλέξει την ιστορία της εξανθρωπίζοντας το αποδημητικό πουλί. Θα το έκανε να μιλάει, θα του έδινε ανθρώπινα χαρακτηριστικά και αισθήματα. Θα το ενέτασσε δηλαδή στη λογική του γνωστού, στον κόσμο των ανθρώπων με αποτέλεσμα να εξαφανισθεί κάθε μεταξύ τους διαφορά.

Στο διήγημα αντιθέτως, κυβερνάει η διαφορά μεταξύ των δύο κοριτσιών. Δηλ. η διαφορά μες στην ομοιότητα. Η γυφτοπούλα Μαρία έχει πολύ διαφορετικό φέρσιμο, φοράει τακούνια, καμώνεται τη γυναίκα πριν την ώρα της, είναι ελεύθερη, γιατί δεν έχει μόνιμο σπίτι, δεν πηγαίνει σχολείο, είναι το ακριβώς αντίθετο της αφηγήτριας. Η Μαρία έλκεται από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της ντόπιας αφηγήτριας και η αφηγήτρια από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της Μαρίας.

Αυτό που έλκεται είναι κατ’ αρχήν επιδεκτικό υποταγής. Ταυτοχρόνως όμως, έλκομαι από το διαφορετικό σημαίνει θέλω να το καταλάβω. Πώς καταλαβαίνουμε κάτι; Είτε το υποτάσσουμε στο γνώριμο, στον δικό μας κόσμο, είτε αφηνόμαστε στην δική του εξουσία, χωρίς να αντιδρούμε, πιέζοντας.

Ο ντόπιος έχει αναφαίρετα δικαιώματα, ο ξένος μένει ξένος όσο δεν υποτάσσεται, όσο δεν αφομοιώνεται. Και όσο δεν υποτάσσεται, δεν γίνεται αποδεκτός, παρά μόνο με τη μορφή αποδημητικών που χτίζουν φωλιές για ένα διάστημα.

«Ντόπιος» δεν σημαίνει απλώς εγκατεστημένος σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Σημαίνει κάτι πολύ παρά πάνω, είναι η ονομασία ενός χθόνιου δεσμού με πράγματα αθέατα, με ρίζες αόρατες, με μια γλώσσα που δίνει στο αφηρημένο πλατάνι της φυτολογίας ιδιαίτερη πνευματική σημασία. Το πλατάνι του σπιτιού μου, της πλατείας του χωριού έχει μια ξεχωριστή ιστορία που ζει από κοινού μέσα μου και στους συντοπίτες μου Δεν είναι γενικά κι αφηρημένα το πλατάνι. Είναι το δικό μας πλατάνι, δεμένο με μια κοινότητα, με μια συλλογική ματιά και γι’ αυτό μας μιλάει σαν μέρος της ψυχικού μας σύμπαντος.

Οι σύγχρονες τεχνολογίες που κατέληξαν στην παγκοσμιοποίηση αναιρούν το βαθύ νόημα της τοπικότητας, διότι όλα αντιμετωπίζονται βάσει της στιγμιαίας πλέον μεταφοράς από τόπο σε τόπο μέσω της οθόνης. Εξού και το νέο αλφάβητο επικοινωνίας, ταχύτατο, έτοιμο, αποτελεσματικό. Δυνατότητα αστραπιαίας ανταλλαγής πληροφοριών όπως στο Χρηματιστήριο. Δυνατότητα που αν δεν καταργεί, περιορίζει επικίνδυνα τη συγκέντρωση σκέψης και αισθήματος.

«Μποζιάρες» είναι μια παράξενη λέξη του τοπικού ιδιώματος που εξελληνίζει νομίζω τη γαλλική λέξη poseur: παίρνω πόζες, στάσεις κατά τη φωτογράφηση. Είναι δηλαδή μια λέξη νεώτερης κοπής που ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας ορισμένης τεχνικής χάρη στην οποία το αρνητικό καμώνομαι, προσποιούμαι, έλαβε θετική, παιγνιώδη σημασία: Δεν είμαι, καμώνομαι πως είμαι, υποδύομαι ρόλους. Τα παιδιά καμώνονται στα παιχνίδια τους. Οι ενήλικες παίζουν τον δικό τους ρόλο. Η φωτογραφία απαθανατίζει ρόλους και πόζες, ποτέ το βαθύτερο νόημα των πραγμάτων. Και γι’ αυτό μια από τις πιο υστερόβουλες ιδέες της σύγχρονης διαφήμισης είναι το γνωστό: Μια φωτογραφία, χίλιες λέξεις. Αλλά οι λέξεις δεν φωτογραφίζονται.

Θα προσθέσω εδώ ότι βάσει μιας εξωκειμενικής πληροφορίας όπως λέμε, ο πατέρας της αφηγήτριας ήταν ο φωτογράφος του χωριού. Ώστε ανοίγεται λοιπόν ένας δρόμος που πάει από την εικονογραφία του πραγματικού με τις ποικίλες πόζες του στη λογοτεχνία των ερωτημάτων που μας ωριμάζει.

Στις Μποζιάρες, οι δύο κόσμοι των δύο κοριτσιών είναι παντελώς κεχωρισμένοι. Η έλξη της διαφοράς δεν συνεπάγεται αμοιβαία αποδοχή. Δεν υπάρχει άλλο σημείο επαφής, εκτός από τη μυστηριώδη έλξη των βλεμμάτων που σχηματίζει ένα πεδίο ελεύθερης εξερεύνησης.

Πράγματι, τα δυο κορίτσια συναντιούνται έξω από τις αμοιβαίες κοινότητές τους, στ’ αμπέλια, στην ακροποταμιά. Εξέρχονται από τους οικείους θεσμούς και, μες από τη διαφορά τους, περιστρέφονται γύρω από την ομοιότητα. Υπάρχει ένας διάχυτος αισθησιασμός, γδύνονται, η μία περιεργάζεται το κορμί της άλλης και κάθε φορά ξεσπούν σε γέλια. Το γέλιο είναι κρυφός φόβος, ευχάριστη έκπληξη από τη διαπίστωση του όμοιου, αλλά και αποσιώπηση του διαφορετικού ή του άγνωστου. Πρόκειται για μια βαθειά διαίσθηση που δεν μεταφράζεται καθ’ ολοκληρίαν, γιατί μόλις μεταφρασθεί εξειδικεύεται και παύει να καλύπτει όλο το φάσμα του αισθήματος. Αυτό το έξω, η εξοχή, εκτός του χωριού και του καταυλισμού, αυτό το πεδίο δυνάμεων είναι ταυτοχρόνως και το πεδίο της εξισορροπήσεώς τους. Όπως ακριβώς συμβαίνει στον εξωτικό χώρο της Αρτέμιδος με τις παρθένες της. Και όλοι γνωρίζουμε από τη μυθολογία τα τρομακτικά αποτελέσματα που είχε κάθε φορά η αθέτηση της παρθενίας.

Η Μαρία χαρίζει στην αφηγήτρια ένα από τα δυο της σκουλαρίκια. Μοιρασμένα, τα δύο σκουλαρίκια συγκροτούν το αναγνωριστικό σημάδι του δεσίματος μεταξύ εμού και του άλλου, το «σύμβολο» μιας στιγμιαίας εξισορρόπησης των αντίθετων δυνάμεων, ένα ανάχωμα εναντίον του κινδύνου, των απειλών της Τύχης. Μια στέγη που προστατεύει από τις επιπτώσεις του χρόνου με τις μεταβολές του και όπου η συγκεκριμένη ψυχική διάθεση λαμβάνει μορφή αιώνιου παρόντος με την εξασφάλιση πλήρους ευτυχίας για πάντα. Είναι κάτι σαν τον όρκο του έρωτα ή της φιλίας. Με τον όρκο επιδιώκω τη χάραξη προσωπικής μοίρας σε πείσμα της Μοίρας, εξού και η τραγικότητα κάθε δυνατής σχέσης. Τα δυό κορίτσια δεν ξέρουν τίποτε απ’ όλα αυτά. Γιορτάζουν απλώς το κάλεσμα της μυστηριώδους έλξεως.

Αλλά τα σκουλαρίκια είναι μαζί και το σύμβολο ενός σκληρού θεσμού που αποκρύπτει η Μαρία. Πρόκειται για την προκεχαραγμένη μοίρα της, την επιβεβλημένη παντρειά. Όσο είναι αρραβωνιασμένη, φοράει σκουλαρίκια με κούμπωμα. Μόλις παντρευτεί, θα πρέπει να τρυπήσει τ’ αυτιά της. Θα πρέπει να υποστεί τη χαρακιά του θεσμού πάνω στο ίδιο της το κορμί. Το τρύπημα των αυτιών είναι ο τύπος, το σημάδι του τρυπήματος της παρθενίας της, η σκληρή και αθέλητη παράδοση στον άντρα που «θα την λαμανίσει», κατά το τοπικό ιδίωμα.

Η ντόπια αφηγήτρια δεν υποπτεύεται τίποτε απολύτως. Φοράει το κουμπωτό σκουλαρίκι, νομίζοντας πώς έτσι έχει δεθεί για πάντα με τη Μαρία. Μια μέρα, η Μαρία εμφανίζεται αλλαγμένη. Θέλει να τρυπήσει τ’ αυτιά της. Πιέζει την αφηγήτρια να κάνει κι αυτή το ίδιο. Της ζητάει δηλ. να γίνει γυναίκα πριν την ώρα της, ν’ αποδεχθεί τον δικό της κόσμο, πράγμα που εξοργίζει την ντόπια αφηγήτρια. Το εξωθεσμικό πεδίο εξισορρόπησης των δύο δυνάμεων διασαλεύεται. Οι δύο κόσμοι τίθενται αυτομάτως σε ανταγωνισμό, εμφανίζεται κάτι το ασύμβατο μεταξύ των δύο κοριτσιών. Στο ατομικό επίπεδο, δύο ασύμβατοι κόσμοι πλεύρισαν προς στιγμήν, άνοιξαν, έδωσαν χαρά. Τώρα κλείνουν οδυνηρά, διότι ορθώνονται μεταξύ τους τα αόρατα τείχη των θεσμών.

Το τρυπημένο αυτί της γυφτοπούλας γίνεται η άρνηση της ντόπιας. Το σύμβολο έπαψε να ισχύει. Τη θέση του πήρε η αναγκαστική επιορκία. Μια αόρατη, πλην σαφής επιγραφή έχει χαραχθεί πλέον και στο νου της ντόπιας. Η Μαρία είναι σαν κι εμένα αλλά η ομοιότητά μας επικαθορίζεται από μια μοιραία διαφορά. Είμαστε όμοιες και μαζί ανόμοιες. Ως ατομικότητες μπορούμε να ισορροπήσουμε, αφήνοντας κατά μέρος τη διαφορά μας. Αλλά δεν είμαστε απλώς ατομικότητες, η κάθε μια ανήκει σ’ έναν διαφορετικό κόσμο και οι δύο αυτοί κόσμοι αποβαίνουν ασύμβατοι. Οι θεωρίες είναι καλές και πρόσφορες, αλλά οι βαθειές ρίζες ξεπατώνουν τα χτίσματα. Με λίγα λόγια, έχουμε ανάγκη από τη συνύπαρξη διαφορετικών ευαισθησιών και παραδόσεων, διότι το διαφορετικό είναι πλούτος. Μένει το δύσκολο και οδυνηρό ζήτημα της εναρμονίσεώς τους.

Έως τώρα, ο ξένος όφειλε να ενσωματωθεί στις αρχές που διέπουν μια συγκεκριμένη κοινωνία, να αφομοιωθεί. Η αφομοίωση με τον καιρό εξαφανίζει τη διαφορά. Είτε λοιπόν εντάσσεσαι, υποτάσσεσαι, είτε παραμένεις ξένος. Δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα συμβιώσεως. Όποιος εμμένει στη διαφορά του, όποιος δηλαδή αρνείται να υποταχθεί, μεταβάλλεται σε πιθανό εχθρό της συνεκτικής εντοπιότητας. Η αρχή του σεβασμού των διαφορών είναι επαινετή και δίκαια, πλην εντελώς θεωρητική. Δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη η πραγματική πραγματικότητα. Η κρίσιμη σύγκρουση. Ο χώρος υποδοχής πρέπει να σταθμίσει τί δυνατότητες αφομοίωσης διαθέτει και να πράξει αναλόγως. Και γι’ αυτό στις Ικέτιδες, ο Ευριπίδης βάζει μια φράση που δεν προσέχεται συνήθως:

Ἐπήλυδας τιμῶν, ἀπώλεσας πόλιν.

Πρόσεχε θα σου πει ο λαός μήπως τιμώντας αυτούς που ζητούν άσυλο, εξαφανίσεις την πόλη μας, ιδίως σε εποχές κρίσεως, υπογεννητικότητας και άλλων σοβαρών κοινωνιολογικών παραμέτρων. Αφ’ ης στιγμής όμως εγκριθεί η υποδοχή, τί άλλη αξίωση μπορεί να προβάλει άραγες η διαφορά, εκτός κάποιου φολκλορ, μιας ορισμένης μνήμης χωρίς ζωτική σημασία για τον επήλυδα;

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά κρίσιμο ερώτημα που θέλει μεγάλη περίσκεψη και προσοχή. Είναι το μέγα ζήτημα της εποχής μας. Παλιότερα, η Ελλάδα είχε τη δύναμη να εντάσσει και να αφομοιώνει. Δεν συμβαίνει πλέον έτσι. Ερωτάται λοιπόν, όποιος δεν διαθέτει επαρκή υλική δύναμη πρέπει τάχα και να εγκαταλείπει τα κρίσιμα ερωτήματα στην ιδεολογική τους τύχη; Η μήπως διατηρεί τη δύναμη της αξιοπρέπειάς του, καθορίζοντας επακριβώς τους όρους υποδοχής;

Στις Μποζιάρες, ο ξένος μένει ξένος, δεν υπέταξε ούτε υποτάχθηκε. Η στιγμή της ευτυχίας από τη συνάντηση δύο ατόμων είναι μοιραίο να μεταβληθεί σε πένθος. Αυτού νομίζω έγκειται όλο το μυστικό του διηγήματος.

Το προσωπικό, ψυχικό βίωμα παύει να έχει πρωτεύουσα σημασία. Η αφηγήτρια τρόπον τινά εξαφανίζεται, διανοίγοντας τον χώρο των ερωτημάτων. Ταυτοχρόνως, γεννιέται μια παράξενη τρυφερότητα, μια τρυφερότητα που δεν είναι συναισθηματισμός, δηλ. έτοιμη, πρόχειρη, άμεση αντίδραση. Είναι η τρυφερότητα που γεννιέται από τον αναγκαίο χωρισμό : καθένας πήρε τον δικό του δρόμο. Έγινε πιο δυνατός, είτε με ζωή είτε με θάνατο, γιατί δεν απώλεσε τη δύναμή του. Η επίγνωση της δυνάμεως που απορρέει από την αντιπαράθεση μεταβάλλεται σε γλυκειά επιείκεια, η μόνη αξιοπρεπής στάση εκτός ιδεολογιών. Μόνο ο δυνατός, εκείνος δηλ. που αντιπαρατίθεται μπορεί να είναι γλυκύς και ανθρώπινος. Η καλοσύνη του αδύναμου ή της ιδεολογίας είναι, ως επί το πλείστον, κάλπικη.

Ό,τι συγκινεί στη λογοτεχνία και συνεπώς ό, τι ενεργοποιεί τη σκέψη είναι ακριβώς η συνάντηση του ατομικού τη στιγμή που ξεφεύγει από τους θεσμούς. Αλλά ό, τι ξεφεύγει από τους θεσμούς είναι συνάμα και κακό. Από την άποψη αυτή, το «κακό» είναι η μόνη στιγμή ατομικής ελευθερίας, όταν νοιώθεται έστω και μια στιγμή ότι η αλήθεια δεν διέπεται από κανόνες, ανευρίσκεται ή συγκροτείται με σκληρό και επώδυνο τίμημα. Μια τέτοια αφήγηση ωριμάζει κι αυτόν που γράφει κι αυτόν που διαβάζει.

Ώστε το απλό και νοσταλγικό αφήγημα κρύβει ένα ερώτημα που παραμένει ερώτημα. Δεν καταλήγει σε συμπεράσματα και ό,τι σοβαρό δεν καταλήγει σε λογικό, δηλαδή σε αποδεκτό συμπέρασμα, κατά κανόνα στέφεται με «απομόνωση». Ο κόσμος είναι ένα ολικό νόημα, συγκεκριμένη κατανόηση των πραγμάτων. Η λογοτεχνία που αξίζει τον κόπο βυθομετρά με τα ερωτήματά της τη συγκρότηση του αποδεκτού και γνώριμου νοήματος: δεν χαράζει κοινωνικές ή πολιτικές κατευθύνσεις, καθαρίζει από το περιττό, άλλοτε με γλυκύτητα κι άλλοτε με αποκοτιά. Με τη λογοτεχνία δεν γίνεσαι ούτε καλύτερος, ούτε χειρότερος. Ξεκαταλαβαίνεις, καταλαβαίνεις κι ο θεός βοηθός.

[Παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων της Τζούλιας Φορτούνη Οι Μποζιάρες και άλλες ιστορίες, Αρτεμις 2018. Το κείμενο της παρουσίασης δημοσιεύεται, όπως ακριβώς εκφωνήθηκε στις 23 Φεβ. 2019.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: