frear

Αυτός, ο κάτω ουρανός του Γιάννη Αντιόχου – γράφει η Ειρήνη Παπακυριακού

«Σ’ έχω φυτέψει με το κεφάλι μες στο χώμα…»

[…] Είναι παράξενη η πτώση του ανθρώπου. Σ’ έχω φυτέψει με το κεφάλι μες στο χώμα, αλλ’ είμαι ευτυχισμένος και συ ακόμα πιστεύεις πως θα συνηθίσεις. […]

Κάπου πριν από το τέλος του ποιήματος με τον τίτλο «Έξοδος», μια σκληρή εικόνα εντυπώνεται στον αναγνώστη· υπάρχει λοιπόν ένας άνθρωπος θαμμένος μέσα στο βιβλίο κι είναι το αίμα του, μαζί με την αγωνία, –αφού όλα γι’ αυτό γίνονται– που νοτίζει τα χέρια του αναγνώστη (βλ. ποίημα «Το ιντερμέδιο του Ρένφιλντ»).

Αυτός, ο κάτω ουρανός, είναι η αφήγηση ενός έρωτα και της σταδιακής εώς την ολοκληρωτική καταστροφή που προκαλεί ο ποιητής (το ποιητικό εγώ) στο ερωτικό αντικείμενό του, με απώτερο στόχο την ολοκλήρωση του σώματος του βιβλίου, καθώς και της δικής του απελευθέρωσης. Με την απώλεια του σώματός του, το ερωτικό αντικείμενο γίνεται ποιητικό και πλέον ως λέξεις δομεί μια ποίηση σκληρή, ανθρωποφαγική, οριστική. Ο ποιητής το ξανά-γεννάει σκοτώνοντάς το, καθότι κανένας ποιητής δεν ανέχεται την ετερότητα, διότι την εμπεριέχει· γίνεται θεός, εξ ου και ο θεός δεν είναι (πια;) μαζί του. Το αντικείμενο συγκατατίθεται, μετατρέπεται στο ελάφι της θυσίας, μα κι έτσι ακόμα, ο Θεός εξακολουθεί να μην είναι μαζί τους. Ώσπου, στο τελευταίο ποίημα, με τον στα γερμανικά δοσμένο τίτλο «Με τον τρόπο της αγάπης και του θανάτου» –μέρος τίτλου βιβλίου του Ρίλκε– ο έρωτάς τους (ουσιαστικά το βλέμμα της αντανάκλασης του ποιητή στον καθρέφτη και η συνειδητοποίηση του άλλου εαυτού) συνοψίζεται ως εξής στα λόγια που εκστομίζει στο είδωλό του (ποιητικό αντικείμενο): Ανώφελο ν’ αγαπάς τον θύτη·/ πούλησες το σώμα σου―/ αγόρασες τ’ άστρα μου―/ μια δίκαιη συναλλαγή, ενώ οι τελευταίοι στίχοι ακούγονται σαν ύστατη προσευχή ή διαπίστωση, όπου εκφράζεται η αδυναμία, η αποτυχία της πραγμάτωσης του σωματικού έρωτα έναντι του ποιητικού, καθώς ο εξίσου ακρωτηριασμένος εγώ-ποιητής συν-έρχεται, συν-τίθεται και φωνάζει: Θεέ μου,/ πονάει όλη μου η ύπαρξη. Ωστόσο, ο Θεός δεν υπάρχει και η συντριβή του ποιητή, η κάθοδός του στον Κάτω Ουρανό, συντελείται μαζί με τη συντριβή του ποιητικού αντικειμένου, οδηγώντας τον κατ’ αυτό τον τρόπο στην ελευθερία, στην αναδόμηση του κατακρεουργημένου σώματός του, μα κυρίως στην εξύψωσή του.

Αυτό το έβδομο βιβλίο είναι έργο μετάβασης (όπως περίπου υπήρξε και η τρίτη συλλογή του ποιητή, με τον εύγλωττο τίτλο Curriculum vitae, ως απόπειρα να μας ξανασυστήσει τον ποιητικό εαυτό του και ως αίτημα να ξεκινήσει κάτι καινούργιο). Περιλαμβάνει 27 ποιήματα σε ελεύθερο στίχο, αρκετά εκ των οποίων είναι πεζά, με μικρές παρεμβολές ολιγόστιχων στροφών. Τα ποιήματα του βιβλίου διαβάζονται ως ο ήχος της εξακολουθητικής φωνής. Ο εσωτερικός ρυθμός είναι έντονα διακριτός και βεβαίως η μουσική είναι παρούσα σε όλο το βιβλίο. Ήδη το δεύτερο μότο στην αρχή του βιβλίου προέρχεται από στίχους του τραγουδιού «Unmade» του Thom Yorke των Radiohead –αγαπημένο μουσικό συγκρότημα του ποιητή–, ενώ στη ροή των ποιημάτων παρεμβάλλονται και τρία κολάζ του ίδιου του ποιητή, σαν υδατογραφίες, φτιαγμένα από παρτιτούρες των Βάγκνερ και Σούμπερτ, επικαλυμμένες με μαγικές σφραγίδες. Τα ονόματα των μουσικών που διατρέχουν τους στίχους, γίνονται κι αυτά σταθεροί πυλώνες του οικοδομήματος της σύνθεσης.

Η σύνθεση επίσης δεν περιλαμβάνει καμία αφιέρωση· τα δέκα ποιήματα με μότο αποτελούν ωστόσο έναν οδηγό των αναφορών του ποιητή και διαβάζονται και ως αφιερώσεις. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ανήκουν σε όλο το φάσμα της δυτικής παράδοσης, από τον Όμηρο και την Βίβλο, στον Σέξπιρ, τον Χέλντερλιν, την Ντίκινσον, τον Γουερντσγουέρθ, τον Έλιοτ και τον Καρυωτάκη. Βεβαίως, οι αναφορές δεν εξαντλούνται στα μότο, καθώς τα ποιήματα πλέκουν με ευφάνταστο τρόπο μυθολογικές, ιστορικές, καλλιτεχνικές και θρησκευτικές φιγούρες στην αφήγηση των περιπετειών –ας τις ονομάσω καταχρηστικά έτσι– των δύο εραστών, συνεπικουρώντας στην ένταση, αλλά και σε μια μεταφυσική διάσταση της σχέσης των δύο, αφού υπονοείται ότι είχαν κάποτε ξανασυναντηθεί σε άλλο ιστορικό χρόνο, σε διαφορετικό γεωγραφικό τόπο.

Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση σχετικά με τη μορφή του βιβλίου είναι και η έντονη παρουσία της γερμανικής γλώσσας. Πέντε ποιήματα φέρουν γερμανικό τίτλο, ενώ ολόκληρες στροφές ή στίχοι διάσπαρτοι γραμμένοι στα γερμανικά από τον ίδιο τον ποιητή, πέραν των δανεισμένων από Γερμανούς ποιητές στίχων, διατρέχουν τη σύνθεση. Θα επιχειρήσω τρεις εικασίες. Η πρώτη προσανατολίζεται σε έναν πιθανό διάλογο με τον γερμανικό ρομαντισμό, αφού η σύνθεση διαθέτει πολλά στοιχεία του, δοσμένα βέβαια με τρόπο ανατρεπτικό. Επιχειρεί δηλαδή ο Αντιόχου να ανασκευάσει τον γερμανικό ρομαντισμό, χρησιμοποιώντας ως γλώσσα τα γερμανικά. Έπειτα είναι και το βόρειο δάσος (ο Μέλανας Δρυμός), όπου μέρος της αφήγησης του βιβλίου συντελείται. Η δεύτερη αφορά τον στίχο Είμαι ένας φασίστας που δεν του ’φτασε η γλώσσά του, στο ποίημα «Ο Θεός (δεν) είναι μαζί μας». Βρίσκω πιθανόν να ταυτίζει τη γλώσσα αυτή με την σκληρότητα που επέδειξαν οι φασίστες Γερμανοί στον μεγάλο πόλεμο. Η τρίτη, ίσως λίγο τολμηρή, αφορά τη θέση και τη χρήση των γερμανικών μέσα στο κείμενο. Κυριαρχεί η εντύπωση ότι πρόκειται για τη μητρική γλώσσα του ποιητικού αντικειμένου· ιδίως η Frau Mutter είναι μια εκκωφαντική δήλωση της μητρικής γλώσσας.

Ας περάσουμε όμως στην αφήγηση του βιβλίου. Θα θεωρούσα σημαντική παράλειψη να μην αναφέρω ότι αυτή η ποιητική συλλογή γεννήθηκε το καλοκαίρι του 2017, όταν πρωτογράφτηκε το ποίημα «Το φεγγάρι μπαίνει απ’ όλα τα παράθυρα», το οποίο αν και δεν έχει ενταχθεί στο σώμα του βιβλίου, κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου ως μονόφυλλο (τετρασέλιδο) τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Ο λόγος που αναφέρομαι σε αυτό το ποίημα αφορά στο γεγονός ότι πραγματεύεται τον θάνατο του πατέρα. Από τη στιγμή που ξυπνάει αυτή η μνήμη, μέσα σε όνειρο, το ποιητικό εγώ εισέρχεται σε μια περιδίνηση. Αρχικά ο στροβιλισμός είναι ήρεμος, μελαγχολικός, μα ουδόλως δεν υποψιάζει για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει. Κι ίσως να μην μπήκε στο βιβλίο αυτό το ποίημα, το πρώτο όμως μότο του βιβλίου, εχτύπα το ζεστό φτερό να λάβει τη μορφή του, στίχος από το «Il prigioniero» (Ο φυλακισμένος) του Διονύσιου Σολωμού, τον οποίο χρησιμοποίησε και παλιότερα ο ποιητής ως μότο σε ποίημα αφιερωμένο στη μνήμη του νεκρού πατέρα του, σηματοδοτεί την αρχή Αυτού, του κάτω ουρανού. Η μορφή του πατέρα, ως ίσκιος που πέφτει πάνω στον ποιητή, διατρέχει το βιβλίο· ρητά αναφέρεται μόνο μία φορά στο ποίημα «Ένας + άλλος ένας βρώμικος άνθρωπος» στους εξής στίχους:

[…] Ξημερώνοντας, κλείνω σε μια
γαλάζια βαλίτσα το παρελθόν, το κομμένο κεφάλι του πατέρα μου και
τα σπασμένα δάχτυλα του Ραχμάνινόφ σου και σε περιμένω.

Αλλά δεν ξέρω
ούτε θα μάθω ποτέ
αν πάει
ή αν έρχεται
η ώρα μας. […]

Το δεύτερο ποίημα της συλλογής φέρει τον τίτλο «Οι ασυχώρετοι», το οποίο είναι και το πρώτο στο σώμα του βιβλίου, που ναι μεν μας προϊδεάζει για το επερχόμενο δράμα, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί την ισορροπία ανάμεσα στη γλυκύτητα και τη βία (αυτά τα δύο πάνε πάντα μαζί) της αρχής του έρωτα. Στο μότο του ποιήματος, δηλώνει, μέσω των στίχων του Χέλντερλιν, ότι όποιος ταράζει την ειρήνη των εραστών είναι ασυγχώρητος. Κι όμως, στο ίδιο το ποίημα προετοιμάζει το έδαφος, αφού ασυγχώρητοι γίνονται οι ίδιοι οι εραστές: Η αλήθεια μας/ είναι μεγαλύτερη/ μα δεν ήρθε/ η ώρα της/ ακόμη […] κι εμείς/ ασυχώρετοι/ λάμπουμε εκεί·/ στον κάτω ουρανό.

Ενδιαφέρον έχει στα δύο αποσπάσματα η σύμπτωση της έννοιας της ώρας τους ή της ώρας της αλήθειας τους. Πιθανόν υπονοείται η πλήρωση του χρόνου, δηλαδή το ράγισμα των κατόπτρων, τη στιγμή της αλήθειας, που συμπίπτει με την κάθοδο, με το βύθισμα στη λίμνη του Κάτω Ουρανού, με την οριστική έξοδο (ποιήματα με ανάλογους τίτλους εμφανίζονται προς το τέλος του βιβλίου).

Τα δύο ποιήματα, που ακολουθούν, συνομιλούν, όπως μας δηλώνει με τα μότο στην αρχή του καθενός ο ποιητής, με δύο πρώιμα ποιήματα του Έλιοτ – ίδιας θεματικής και παρόμοιου τίτλου. Το ποιητικό εγώ εμφανίζεται αφοσιωμένο αρχικά στο ποιητικό αντικείμενο, παρατηρείται όμως μια σύντομη εναλλαγή ρόλων. Το αντικείμενο γίνεται ξαφνικά ο Άγιος Σεβαστιανός, μάρτυρας μιας σαδιστικής αγάπης, κάτι που ο ίδιος αναγνωρίζει και αποδέχεται ρητά: Μια μέρα/ αυτός που με ψηλαφεί/ γράφοντας ποιήματα/ θα με γεννήσει/ νεκρό και πάλι/ γιατί δεν υπήρξε/ καμία Αγία Ειρήνη// Ούτε ο Θεός σας υπήρξε ποτέ! Αντίθετα στο επόμενο ποίημα το ποιητικό εγώ ταυτίζεται με τον Νάρκισσο και μην μπορώντας να διακρίνει πια το είδωλό του συγκλονίζεται: Τους τελευταίους μήνες/ μπαίνοντας στο σκοτεινό μου δωμάτιο/ γονατίζω μπροστά σε μια λίμνη δακρύων/ προσπαθώντας να καθρεφτιστώ·/ σκύβω και διπλώνομαι/ ικέτης μιας αντανάκλασης/ που δεν θυμάμαι πια. Τα δάκρυα ως συνέπεια της απώλειας του εαυτού σχηματίζουν μεν το κάτοπτρο, θολώνουν όμως και το βλέμμα. Αυτή η ταύτιση του ενός με τον άλλον, η αντανάκλαση όχι στο κάτοπτρο, μα στο βλέμμα του άλλου, ισοδυναμεί για τον Νάρκισσο με πανωλεθρία. Ο αφοσιωμένος καλλιτέχνης, ιδίως μιας τέχνης υποκειμενικής όπως η ποίηση, δεν μπορεί να ερωτευτεί τον άλλον. Είναι αυτοερωτικός, ναρκισσιστής, και όταν χρειαστεί δυνάμει σαδιστής, διότι οτιδήποτε μπαίνει ανάμεσα σε αυτόν και στην ποίηση, οφείλει να εξαφανιστεί. Ένας είναι ο τρόπος δημιουργίας μεγάλου έργου, ο έρωτας για τον εαυτό-καλλιτέχνη και το εν τη γενέσει έργο. Κάθε ερωτικό αντικείμενο πρέπει να υποστεί την καταστροφή για να διασωθεί το έργο. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με την αποδόμησή του και την ενσωμάτωσή του στο ίδιο το έργο.

Ο ποιητής στη συνέχεια παλινδρομεί ανάμεσα στον έρωτα για τον άλλον και στον έρωτα για το εγώ που γράφει το ποίημα. Σκαλίζει τα μάτια του, τα κλείνει, βγάζει τα μάτια του άλλου• τελετουργικά επαναλαμβάνει ό,τι είναι δυνατόν για να απαλείψει το βλέμμα. Το βλέμμα του άλλου προς αυτόν, το βλέμμα το δικό του προς τον άλλον. Μια περιδιάβαση ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, στις λέξεις και στη σιωπή, στην αλήθεια και στο ψέμα, στο παρόν και σε ένα αόριστο παρελθόν πολύ μακρινό, πέραν των ρεαλιστικών χρονικών ορίων της ζωής ενός ανθρώπου, οδηγούν στη σταδιακή στέρηση από τις λέξεις. Η αγάπη τους είναι καταδικασμένη, επειδή ακριβώς η απώλεια των λέξεων είναι η έσχατη τιμωρία για τον ποιητή, η οποία σωματοποιείται. Στο ποίημα «Σιωπή είν’ η αγάπη σου» άλλωστε αναφέρει η φωνή του:

Το ξημέρωμα δάγκωσα μ’ όσα δόντια έχω τον ήλιο κι αυτός ανέτειλε μισός. Αποκεφάλισα τη σκιά σου να μην βλέπεις πως ξαναβάζω λέξεις και τύχες μισοφαγωμένες σε μια νέα αγάπη που δεν μιλιέται.

Το σώμα σαπίζει, ο ύπνος εγκαταλείπει. Στο εμβληματικό ποίημα «Βαλχάλα 16.10.1813» ο ποιητής αναρωτιέται σπαράζοντας: Πώς έγινε και σάπισε η καρδιά μου;/ Πες μου!/ Με τι να σ’ αγαπήσω; Το σώμα του ως ύλη διαλύεται, το μυαλό του ζαλίζεται. Ακόμη κι όταν τρυφερά καλεί κοντά του το ποιητικό αντικείμενο στη γλώσσα του ίσως In des Mondes Licht/ Liebste, komm zu mir!/ Liebste, komm zum Meer!/ Aber ich mach’das Licht auf/ Und du verschwindest [1], εκείνο σβήνει, εξαφανίζεται με το φως, καθώς τα φάσματα (βλ. ποίημα «Ständchen»). Χάνει ακόμη και το όνομά του, παραδέχεται θλιμμένα ο ποιητής: Έχω γείρει πάνω σου/ και λυπάμαι/ που δεν ξέρω/ τ’ όνομά σου (βλ. ποίημα «Nachts»), ο οποίος στο τέλος του ίδιου ποιήματος θα αναφωνήσει: Από τι εύφορη λάσπη/ είναι το σώμα σου; θέτοντας δύο θέματα· πόσο εύπλαστος ως πηλός είναι πια στα χέρια του ο άλλος ή πόσο καλό λίπασμα αποτελεί για να ανθίσει το ποίημα.

Πράγματι, πρόκειται για μιαν άγρια, εξόχως βίαιη ερωτική ιστορία που κλείνει το μάτι στον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Μόνο που ο Ορφέας του Αντιόχου δεν προβαίνει σε καμία acte manqué (ακούσια/ ασυνείδητη πράξη) από την αδάμαστη επιθυμία να αντικρύσει γρηγορότερα την ερωμένη του –και πάλι το βλέμμα!–, ούτε καν κατεβαίνει στον Άδη για να τη σώσει από τον θάνατο. Αντιθέτως, εν πλήρη συνειδήσει, αρπάζει την «Ευριδίκη» και την οδηγεί ο ίδιος στον Άδη, όπου και την εγκαταλείπει. Η ερωμένη αποτελεί εμπόδιο στην τελειοποίηση του τραγουδιού και δεν αρκεί μόνο να φύγει από το προσκήνιο, πρέπει να θαφτεί διά παντός στον Κάτω Κόσμο, ώστε να μείνει μόνο το τραγούδι. Ο ποιητής οφείλει να κατασπαράξει τη μούσα. Και για να ξεπληρώσει το αρχέγονο χρέος προς την υπέρτατη τέχνη της ποίησης, εξαφανίζει ακόμη και τη μητέρα της, τη Frau Mutter που προανέφερα, την «σκοτώνει» το τελευταίο βράδυ της ερωτικής συνάντησης των εραστών. Ο κύκνος-ερωμένη-«Ευριδίκη» θα βυθιστεί οριστικά στη λίμνη του Κάτω Ουρανού, για να αναδυθεί το ποίημα και ο ποιητής, ελεύθερος πια!

Ας δώσουμε όμως σε αυτή τη σκληρή αντιμετώπιση του ποιητή κάποιο ελαφρυντικό• εάν επιθυμούσε να εγκαταλείψει οριστικά τη μούσα στον Κάτω Κόσμο, καταρχάς θα έδινε άλλο τίτλο στο βιβλίο του. Ας δεχτούμε έστω ότι ποιητικοποίησε τον Κάτω Κόσμο, ονομάζοντάς τον Κάτω Ουρανό, συνδέοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την αρχαία με τη χριστιανική πίστη. Και πάλι η ερμηνεία δεν είναι επαρκής. Νομίζω ότι πράγματι εξαφάνισε το ποιητικό του αντικείμενο φυτεύοντάς το ανάποδα, αλλά πού; Στον Κάτω Ουρανό. Δηλαδή το εξύψωσε σε έναν ανάποδο κόσμο, του χάρισε την αιωνιότητα μέσα στο ποίημα. Εντέλει, ο ανάποδος άνθρωπος του εξωφύλλου ίσως να συμβολίζει την ασυνείδητη αντανάκλαση (ποιητικό αντικείμενο) του συνειδητοποιημένου ποιητή, που απελευθερωμένος εξυψώνεται σε αυτό που είναι• στον καλλιτέχνη εαυτό του!

Και θα κλείσω μ’ ένα απόσπασμα από το «Εις ανάμνησιν» του Χέλντερλιν, σε μετάφραση Αντώνη Ζέρβα, που εξηγεί καλύτερα τον ρόλο του ποιητή:

Η θάλασσα μα την αλήθεια
παίρνει και δίνει μνήμη,
και η αγάπη ξέρει να κοιτάζει
με προσηλωμένο βλέμμα.
Πλην όμως αυτό που μένει,
το θεμελιώνουνε οι ποιητές.

 

Υποσημ.: Μέσα στο φεγγαρόφωτο/ Αγαπημένε, έλα σε μένα/ Αγαπημένε, έλα στη θάλασσα/ Αλλ’ ανοίγω το φως/ Κι εξαφανίζεσαι.

[Το κείμενο αναγνώστηκε περίπου ως έχει στην παρουσίαση της καινούργιας ποιητικής συλλογής του Γιάννη Αντιόχου, Αυτός, ο κάτω ουρανός, στις 28.02. 2019, στον χώρο του Booze Cooperativa. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία εξωφύλλου: Βάσω Μαραγκουδάκη (όλες οι φωτογραφίες προέρχονται από την προσωπική σελίδα του ποιητή στο facebook). Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη