frear

Για το βιβλίο της Κούλας Αδαλόγλου «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα» ‒ γράφει η Νάνσυ Δανέλη

Διαβάζω το βιβλίο της Κούλας Αδαλόγλου και νιώθω σαν να διαβάζω κάτι πολύ δικό μου. Σαν να είναι οι σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου, με τις δικές της όμως όμορφες, ευγενικές, χαμηλόφωνες λέξεις. Δεν θέλω να μιλήσω ως κριτικός, που δεν είμαι, ούτε ως ποιήτρια, αλλά ως αναγνώστρια που η ποίηση της Αδαλόγλου κατάφερε ν’ αγγίξει τις πιο λεπτές χορδές μου. Πιστεύω ότι αυτή είναι η αξία της αληθινής ποίησης. Να γράφει η ποιήτρια με αφορμή δικά της βιώματα, εμπειρίες, απλά καθημερινά περιστατικά με γραφή γοητευτική, αλλά δίχως περιττούς καλλωπισμούς, συγκινητική, δίχως μελοδραματισμούς, στοχαστική, λιτή αλλά και πυκνή, αποκαλυπτική «τώρα δεν έχεις μυστικά», αλλά και υπαινικτική και να αισθάνεται ο αναγνώστης ότι κάθε της λέξη τον αφορά. Αλλά και να γράφει για τον πόνο του πρόσφυγα σαν να είναι δικός της πόνος. Να αποδίδει τη σημερινή περιρρέουσα ατμόσφαιρα λες εισπνέοντας την οδύνη του και με τη μαγική της γραφή την επόμενη στιγμή εκπνέοντας τη λύτρωση. Η ποίησή της λικνίζεται σε μια ατμόσφαιρα τραγουδιού fado, όπως αναφέρει και σ’ ένα ποίημά της, γεμάτη νοσταλγία και προσμονή, χαρμολύπη και τρυφερότητα. Μας ταξιδεύει από την Ερμού μ’ ένα στίχο-πέταγμα «εκεί στον Βορρά», στο Leith, στα Highlands, στο Portobello, πίνουμε μαζί της καφέ στον «κόκκινο χαρταετό», το «Red Kite» καφέ, ρεμβάζουμε μαζί της τα τόσο όμορφα φεγγάρια της Ουαλίας. Άλλωστε το μακρινό, το θλιβερό «εκεί στο βορρά», με τα μαγικά της ποίησης «από το Llandudno και το Crewe ως την πόρτα σας» -μας-, ο δρόμος που μας χωρίζει, γίνεται «μια μονογραφία δρόμος». Κι αυτό το ταξίδι είναι, παρά τη θλίψη της απόστασης, την ίδια στιγμή ανάλαφρο κι αέρινο, γιατί στην εσωτερική γεωγραφία της ποιήτριας το εκεί και το εδώ είναι ένα τοπίο.

Κι από το σκοτάδι του εσωτερικού τοπίου, που κρύβει πόνο, νοσταλγία, απόγνωση, όλα τα δεινά του ανθρώπου, «όλα μες στο σκοτάδι θα γίνουν» μας ταξιδεύει στο φως «η συνισταμένη στο ποίημα δείχνει φως νύχτα μέρα».

Από τον καλόβολο άνθρωπο που κάποια μέρα, μην αντέχοντας άλλο «τους βαλτωμένους κερατάδες», τη γενική παραφροσύνη δηλαδή, τρελαίνεται, αλλά είναι ο «τρελός» που έρχεται κρατώντας στα χέρια του κι αποκαλύπτοντάς μας «έναν νεκρό καραγκιόζη» κόσμο, μας γλυκαίνει μετά με την τρυφερή αναπόληση που ξεπετάγεται από την πανταχού παρούσα μνήμη, με ασήμαντες και άσχετες αφορμές-μια λέξη, «μια απροσεξία, ή η γλωσσική αναζήτηση» ‒ όπως στο υπέροχο «Σαλιγκάρια» και στο «Χασμωδία», ή από ένα όνειρο, όπως το τόσο τρυφερό «φουσκωμένο ζυμαράκι» στο χέρι της γιαγιάς και τα βλέμματα των αγαπημένων προσώπων που «απ’ τις φωτογραφίες χαμογελούν» και «ανθούν στο σκοτάδι». Και δεν είναι ανώδυνο το ταξίδι αυτό, της ζωής και της ποίησης, η τρυφερότητα συνοδοιπορεί με τον πόνο, με ποιήματα «τσαλακωμένα» ‒γιατί κρύβουν αλήθειες- που μοιάζουν αθώα, αλλά σχίζουν σαν γυαλί και το καταστάλαγμά τους, αν τα διηθήσεις, είναι αίμα πάνω σε τετράδια με μπλε επικάλυψη.

Μαζί με την τρυφερή αναπόληση που αναβλύζει από τα ζεστά παιδικά ρούχα έρχεται ο πόνος για εκείνα τα παιδιά που δεν έχουν, μόνο θυμούνται, τα προσφυγόπουλα, που δεν ονειρεύονται πια γιατί το μέλλον τους είναι μια μικρή κουκίδα χωρίς χρώματα. Δεν θεωρώ τυχαίο ότι ο τίτλος της συλλογής είναι παρμένος από αυτό το ποίημα.

Είναι σαν να θέλει να μας πει ότι όσο ο κόσμος μας θα είναι τόσο άδικος, όσο θα υπάρχουν παιδιά που τους στέρησαν το δικαίωμα να ονειρεύονται το μέλλον, το μέλλον όλων μας είναι μια μικρή κουκίδα.

Δεν μπορεί η ποιήτρια παρά να εκφράζει την ανησυχία και τη θλίψη για τη ζοφερή πραγματικότητα που ζούμε, όμως πάντα υπάρχει «μια ξεχασμένη δικλείδα ασφαλείας», η ποίηση, γιατί τελικά «η συνισταμένη στο ποίημα δείχνει φως νύχτα μέρα».

Παρ’ όλα αυτά το ταξίδι της ζωής είναι ωραίο κι είναι το ταξίδι που μετράει, γι’ αυτό και κλείνει τη συλλογή της με την ευχή «να αργήσει να φανεί η στεριά», να μην τελειώσει το ταξίδι αυτό.

ΣΑΝ ΤΥΨΗ

Ποδίτσες παιχνιδιάρικες και τρυφερά φορμάκια
ζακετούλες ροζ, με φιόγκο, με ζεστή επένδυση.
Εκείνα, όμως, δεν έχουν
μόνο θυμούνται
αυλές και γέλια και παιχνίδια
βλέπουν γονείς στραγγισμένους
ή τους χάνουν
δεν ονειρεύονται
γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα
χωρίς χρώματα χωρίς διαστάσεις

σεντονάκια της αθωότητας
μη μου γίνετε τύψη.

ΤΖΙΒΑΕΡΙ ΜΟΥ

Πώς μου ΄ρθε να σου πω το «τζιβαέρι μου».
Με τόσα διαφορετικά φωνήεντα
αστείο σού φάνηκε.
Τραγουδούσα με ραγισμένη φωνή, τα μάτια μου έτρεχαν,
κι εσύ ξεκαρδιζόσουν, εφτά μηνών, μικρό τζιβαέρι μου.

Θα μπορούσα πολλά ακόμα να πω, αλλά δεν μπορώ, «η φωνή μου είναι ραγισμένη» από συγκίνηση. Έτσι νιώθω, όταν διαβάζω αληθινή ποίηση.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη