Σωτήρης Παστάκας, Σώμα δια τριβής, Ρώμη, 2018.
Η ποίηση του Παστάκα· μια βίβλος του σώματος: δεν επιδέχεται ερμηνείες· μπορεί μόνο να παρατηρηθεί από την πλευρά της συνεισφοράς – της παρέμβασης στην ανθρωπολογική σκέψη – όπως άλλα λογοτεχνικά, καλλιτεχνικά ή και φιλοσοφικά ρεύματα· μπορούμε να κάνουμε μια ανθρωπολογική, συγκριτική θεώρηση. Το έργο του Παστάκα, αποτελεί μια κρίσιμη μάζα που η οποιαδήποτε ερμηνεία του, σταματάει την αλυσιδωτή αντίδραση που προκαλεί μέσα μας: Μόνο νοείται· δεν κατανοείται.
Η ποίηση του Παστάκα δεν μας παρουσιάζει την άβυσσο του εαυτού του ή της απόλυτης γνώσης· μας εκθέτει τους δεσμούς αλήθειας που τον δένουν με τον κόσμο και με την ιστορία: τη δική του και της εποχής του. Μας προτείνει, την ανανεωμένη εικόνα του κόσμου· με τον ίδιο μέσα στην εικόνα, ανάμεσα στους άλλους· απαγκιστρωμένος από πάγιες ψευδαισθήσεις, επαγγελματικές απάτες που οδήγησαν την ποίηση στη σημερινή της ανυποληψία· από το ψευδοδίλλημα: αν ο ποιητής οφείλει να εργάζεται ως κοινωνικός αναμορφωτής ή θα πρέπει να αναλώνεται σε ένα είδος ατομικής αποκάλυψης της αλήθειας. Η ανανεωμένη εικόνα του κόσμου που μας προτείνει δεν είναι ούτε πρόταση για κοινωνική πρόοδο, ούτε πρωτότυπη κοινωνικά ματιά· απλώς η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος, ευρισκόμενος ανάμεσα στους άλλους, βιώνει άμεσα την πραγματικότητα.
Η ποίηση του Παστάκα, εξετάζει ό,τι για τον καθημερινό άνθρωπο παραμένει ανερώτητο: πως θα τα βρω· πως θα χαρώ με τον άλλον και το σώμα του. Μας μιλάει για τις οντολογικές προϋποθέσεις που καθιστούν αντιληπτή, αυτήν την άμεση σύλληψη του κόσμου. Μας δείχνει, τις περιοχές εκείνες του βιώματός του που εξασφαλίζουν μια προνομιακή πρόσβαση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο. Αποφεύγει τη διχοτόμηση του ανθρώπου σε υποκείμενο και αντικείμενο. Αυτή η διχοτόμηση θα ήταν προβληματική, στο μέτρο που θα υπονοούσε ότι υφίστανται δυο οντότητες διαφορετικής υφής. Αυτή τη διχοτόμηση, ο Παστάκας την ενώνει με το βίωμα. Και όταν λέμε βίωμα δεν είναι κάτι εσωτερικό· μια υπόθεση εσωτερική που θα αποτελούσε αντικείμενο της ψυχολογίας.
Βίωμα για τον Παστάκα, είναι ο τρόπος με τον οποίο κατανοεί τον κόσμο: όπως αυτός παρουσιάζεται στην κατ’ αίσθηση αντίληψη· στην άμεση επικοινωνία με τους άλλους∙ στην ιστορική του δομή, ως αντικείμενο ανθρώπινης έκφρασης. Ο κόσμος, απ’ όπου παίρνει το βίωμα ο Παστάκας, είναι πραγματικός και κοινός για όλους:
Μυρίζει ψητό της Κυριακής
στο μπαλκόνι μου. Απλώνω
τα χέρια και βρίσκω
την κουζίνα σβηστή,
τα πιάτα κρύα. Ξέχασα
να μαγειρέψω πάλι. Χορταίνω
με τις μυρουδιές κι ας μην
με κάλεσε κανείς να μοιραστώ
το κοτόπουλο με πατάτες
στα τρία. Σε τάγμα ανεπιθυμήτων,
λέω, δεν υπηρέτησα τυχαία.
(σ. 81)
Ο Παστάκας εντοπίζει ένα στοιχείο που φέρνει τη συνείδηση και τον κόσμο, σε άμεση γειτνίαση και τα ενώνει με μια ριζική συγγένεια. Δεν ξεγλιστράει σε ένα είδος μεταφυσικής, ψάχνοντας να βρει κάποια κρυφή ενότητα του κόσμου: ότι η θέση του ανθρώπου στον κόσμο, οφείλεται στην υπεροχή που του παρέχει αποκλειστικά η νόησή του, και αυτό γιατί θα είχε οδηγηθεί αναπόφευκτα στο δίπολο συνείδηση – αντικείμενο.
Η δύναμη της ποίησης του Σωτήρη Παστάκα, βρίσκεται στην υπομονή με την οποία μας δείχνει ότι το προνομιακό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης που της επιτρέπει άμεση και πρωτογενή επαφή με τον κόσμο δεν είναι άλλο, από το σώμα.
Τη στιγμή που αγγίζω το χέρι μου με το άλλο χέρι, συνειδητοποιώ ότι αυτό το χέρι είναι ταυτόχρονα σάρκα – φορέας της αντίληψης που γίνεται αντικείμενό της. Δεν είναι μόνο λόγος-συνείδηση ή μόνο αντικείμενο∙ είναι και τα δυο ταυτόχρονα. Η σύλληψη του Παστάκα, στην ποίησή του, για τον κόσμο μάς λέει: δεν θα υπήρχε χώρος/κόσμος εάν δεν υπήρχε το σώμα. Δεν είναι ένα ευφυολόγημα, αλλά μια κυριολεκτική περιγραφή της άμεσης επαφής με τον κόσμο. Ο κόσμος και τα πράγματα δεν είναι ενταγμένα σε μια κανονιστική μαθηματική προοπτική, περιμένοντας να πέσει επάνω τους η προσοχή μας. Δεν υπάρχουν καθαρά πράγματα. Ο τρόπος με τον οποίο δίνονται τα πράγματα στο ανθρώπινο βίωμα/εμπειρία δεν είναι προϊόντα μιας εκ των υστέρων επεξεργασίας της νόησης, αλλά καθορίζονται από τη φύση του ανθρώπινου σώματος (το σώμα το δικό μου και των άλλων, ορίζει το εδώ και το εκεί). Διαλέγει κάθε φορά τον ορίζοντα, μέσω του οποίου μπορεί να κινηθεί το σώμα, αναδεικνύοντας έτσι τις κρυφές όψεις των πραγμάτων, πριν αυτά γίνουν παγιωμένα αντικείμενα.
Το σώμα λοιπόν δεν αποτελεί καθαρή αυθορμησία· ακολουθεί τις ενδείξεις και τις παραπομπές που τα ίδια τα πράγματα υποβάλλουν. Μαθαίνει να καθοδηγείται από αυτά∙ εξοικειώνεται με το στυλ τους. Δεν υπάρχει κανένα θεμέλιο της πραγματικότητας ή του βιώματος, πίσω από αυτή τη συμβίωση του βιώματος με τα πράγματα:
[…]
Το ορατό φώς.
Τις πέντε αισθήσεις.
Τους εκατόν πέντε
κατοίκους της Ηράκλειας.
Τα έντεκα μέτρα του σκάφους.
Τις αμέτρητες μπύρες.
Τα μετρημένα καμπάρι
μέσα από τις ανταύγειες τους.
Μια βαλίτσα, ένα καπέλο
κι ένα διαζύγιο.
Άλλο ένα καμπάρι, παρακαλώ…
(σ.109)
Το μεγάλο ερώτημα για τον Παστάκα είναι: Πώς θα προσεγγίσουμε τη σχέση μας με τον κόσμο εκ των έσω· πώς θα υπερβούμε το σχήμα «υποκείμενο /αντικείμενο»;
Αρχίζουμε λοιπόν την περιπλάνηση του «σώματος» του Παστάκα, στην ιστορία των αντιλήψεων που είχε για το σώμα του, ο άνθρωπος.
Το Cogito ergo sum (νοησιαρχία-ορθολογισμός). Για τον Παστάκα, σε όλο το φάσμα της αντιληπτικής ποιητικής του διαδικασίας, θεμελιακό ρόλο κατέχει η έννοια του ενεργού ανθρώπινου σώματος (σκέφτομαι, και με το σώμα μου υπάρχω) που δεν αποτελεί απλά μια μηχανή της οποίας η κινητήρια δύναμη είναι ο ανθρώπινος νους· όπως στην καρτεσιανή προσέγγιση.
Το σώμα και το αντικείμενο της αντίληψης (σκέψης) συνθέτουν μια σαφή και αδιαίρετη ενότητα. Το σώμα αποτελεί μέρος του κόσμου, όταν η αντίληψη φέρνει στο προσκήνιο κάτι σαφές και συγκεκριμένο. Τότε, μόνον η κίνηση του ενός σώματος προς το άλλο, παίρνει την αναμενόμενη απόκριση. Το σώμα λοιπόν, είναι το όχημα της ύπαρξης, στον κόσμο. Το σώμα μου είναι ο άξονας του κόσμου: Γνωρίζω πως τα αντικείμενα έχουν διάφορες όψεις· μπορώ να κάνω τον γύρο τους και να τα επιθεωρήσω. Με αυτήν την έννοια έχω επίγνωση του κόσμου μέσω του σώματός μου. Ο Παστάκας λοιπόν, μέσα από τις γραφές του, μας λέει: υπάρχω στον κόσμο, μέσω του σώματος μου και εξαιτίας αυτού. Το σώμα είναι εκείνο που αποτελεί τον δέκτη των ερεθισμάτων, αλλά και το όχημα που οδηγεί το υποκείμενο στο δρόμο της σκέψης – της αντιληπτικής διαδικασίας. Ο Παστάκας δεν αρνείται, ούτε αμφισβητεί την ύπαρξη του νου, αλλά επιμένει πως, τόσο η σκέψη, όσο και η αίσθηση, λαμβάνουν χώρα σε ένα αντιληπτικό πλαίσιο, το οποίο γίνεται πάντα κατανοητό με όρους σωματικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο που μας βάζει ο Παστάκας το σώμα γίνεται το τρίτο στοιχείο που παρεμβάλλεται στην καρτεσιανή δυαδικότητα: σκέψη – ύπαρξη. Παρεισφρέει ανάμεσα στο δίπολο υποκείμενο-αντικείμενο μέσω του σώματος· ο κόσμος – ο άλλος άνθρωπος, με αγκαλιάζει.
Μετά από τον Ντεκάρτ, μπαίνουμε σε μια άλλη ταλαιπωρία για το σώμα: το δυισμό, που επέβαλε και φόρτωσε στο σώμα βάρη (ενοχές, ματαιώσεις) που δεν του αναλογούν. Το σώμα ως κατώτερο· αμαρτία και το πνεύμα ως ανώτερο· ο μόνος λόγος ύπαρξης.
Μέσα απ’ αυτή τη θεώρηση διαίρεσης του ανθρώπινου όντος, οι πολιτικοί και θρησκευτικοί κυρίαρχοι, προσδιορίζοντας το σώμα σαν βιολογία αναπαραγωγής προχώρησαν στο ντρεσάρισμα της σεξουαλικότητας και της ηδονής του σώματος. Το σώμα στη ποίηση του Παστάκα, είναι μια ολότητα σε διαρκή συνδιαλλαγή με τον κόσμο, μέσα από την οποία προκύπτει και εξελίσσεται η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη που χαρακτηρίζεται από μια διαρκή κίνηση ανάμεσα στο πνεύμα και το σώμα. Η κίνηση αυτή κατευθύνεται άλλοτε προς τη σωματικότητα και την υλική μορφή, και άλλοτε προς την νοητική υπόσταση. Η ένωση λοιπόν του πνεύματος και του σώματος δεν είναι η συγχώνευση δυο αμοιβαία εξωτερικών όρων, υποκειμένου και αντικειμένου∙ αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης απόφασης. Εκτελείται σε κάθε στιγμή της πορείας της ύπαρξη. Μας λέει ο Παστάκας, με ένα αυτοσαρκαστικό χαμόγελο: ή θα πάω στον παράδεισο με το σώμα και τα γούστα του, ή παράδεισος δεν υπάρχει.
Στραγάλια και ρακί
να μαζευτούν οι συγγενείς
στην τραπεζαρία,
να απλώσει ο πατέρας μου
τα λογιστικά φύλλα,
να καταγράψει τους
ψήφους για τα εννιά κόμματα.
Μόνον οι νεκροί είναι
φτωχοί, Angela Merkel.
(σ. 107)
Εδώ θα πρέπει να βγούμε λιγάκι απ’ το θέμα μας και να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή. Πάνω σ’ αυτές τις δύο θεάσεις του κόσμου· τη νοησιαρχία και το δυισμό: το σώμα μπήκε σε μια απίστευτη ταλαιπωρία – δυστοπία. Θα πρέπει να σημειώσουμε: όταν μιλάμε για σώμα –στην περίπτωση αυτή– μιλάμε μόνο για το γυναικείο σώμα. Το γυναικείο σώμα θεωρούνταν μια μηχανή αναπαραγωγής που αποκλείστηκε από κάθε άλλη ευχαρίστηση και ηδονή. Η σεξουαλικότητά του θεωρήθηκε διάβολος – το κακό. Κάτω από αυτή την τεράστια πίεση που δέχτηκε το γυναικείο σώμα, αποκλείοντάς το από τη σεξουαλικότητά του και την ηδονή, ήταν φυσικό η γυναίκα· φορέας του σώματος να αναπτύξει έντονες ψυχοπνευματικές διαταραχές. Μη κατανοώντας αυτές τις συμπεριφορές που σήμερα ονομάζονται ψυχιατρικές, στα πλαίσια μιας στρατηγικής ηθικοποίησης και χειραγώγησης του γυναικείου σώματος (αφαίρεση σώματος), δόθηκε η ερμηνεία ότι φταίει το γυναικείο σώμα που εκτός της διαδικασίας αναπαραγωγής, αποκλείεται απ’ την ηδονή.
Θεωρήθηκε λοιπόν ότι αιτία για όλες τις συμπεριφορές της γυναίκας, ήταν τα γυναικεία σεξουαλικά-αναπαραγωγικά όργανα: το βάρος έπεσε στη μήτρα (uterus) και αυτές οι γυναίκες ονομάστηκαν υστερικές. Περιττό να πούμε ότι ασκήθηκε απίστευτη βία πάνω στη γυναίκα και στο uterus. Αυτή είναι η προέλευση του όρου υστερικός (Ιστορία της σεξουαλικότητας – Φουκώ). Χρειάστηκε να φτάσουμε στον 19ο αιώνα όπου οι πρώτοι ψυχίατροι αρχίζουν ν’ αντιμετωπίζουν με επιστημονική γνώση, το τεράστιο αυτό πρόβλημα. Η επιστημονική γνώση προήλθε βέβαια από τον ορθολογισμό του Καρτέσιου (Διαφωτισμός). Η ιστορική βάση του δυισμού ανάγεται στον 1ο-2ο αιώνα μ.Χ., με τους Γνωστικούς και Μανιχαϊστές. Αναφέραμε αυτή τη δυστοπία του σώματος, για να φανεί πόσο σημαντικό ρόλο παίζει το σώμα στην ανθρώπινη ύπαρξη, και στην πρόσβαση στην ευτοπική κοινωνία.
Ο Παστάκας, ξέροντας τις ταλαιπωρίες του σώματος ως ψυχίατρος: Το εισάγει καταλυτικά στην ποίησή του, σ’ όλες τις εκδοχές και εκφάνσεις του, αποσυνδέοντας το σώμα από την «αμαρτία-ιστορικό βάρος».
Με την ποίησή του, βάζει το σώμα μέσα στην ιστορία του ανθρώπου, σαν ανθρωπολογικό στοιχείο, απαλλάσσοντάς το από τις ιδεολογίες των κάθε μορφής εξουσιών που το εργαλειοποιούν, δηλ. το αφαιρούν. Δέχεται το σώμα με τις ατέλειές του, χωρίς τις ενοχές που του επιβάλλει το κανονιστικό πλαίσιο της κάθε εποχής. Η μόνη απελευθερωτική κίνηση για τον Παστάκα, είναι η κίνηση προς το άλλο σώμα∙ το σώμα του υπάρχει γιατί υπάρχει το σώμα του άλλου. Ο κόσμος του Παστάκα είναι ο κόσμος της αγκαλιάς του σώματος. Μπαίνει και βγαίνει από το σώμα στον κόσμο, αφήνοντας τη βία να θριαμβεύσει μόνη της, χωρίς βέβαια να την καταργεί.
Εδραιώνει το σώμα – επιθυμία, όχι στο απομονωμένο – φαντασιακό της απόλαυσης του σώματος, αποκλεισμένο από το άλλο σώμα, αλλά στην ευχαρίστηση της κίνησης προς το άλλο σώμα, δημιουργώντας δεσμό, στα τρία επίπεδα υπαρξιακής κατανόησης του άλλου: πραγματικό, φαντασιακό, συμβολικό.
Ο Παστάκας, σαν νέος και παλιός άνθρωπος – παρόλο που οι δυστοπίες του σώματος δεν εξέλιπαν – είναι αισιόδοξος με την ποίησή του. Το σώμα – ζωή, δεν ενσωματώνεται ποτέ ολοκληρωτικά μέσα σε τεχνικές που το εξουσιάζουν και το διευθύνουν· τους ξεγλιστράει συνέχεια: Ένα Σώμα Δια Τριβής.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Deborah Luster. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]