Τις προάλλες παρακολούθησα στο βιβλιοπωλείο «Εν πλω» μια συζήτηση μ’ αυτό το θέμα, αν υπάρχει στην Ελλάδα μυθιστορηματική παράδοση. Όσα ειπώθηκαν ήταν σε γενικές γραμμές γνωστά, ότι στο μυθιστόρημα δεν είμαστε Γάλλοι, Ρώσοι, Άγγλοι, κ.λπ. Γνωστά και σωστά, μα κάποια στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται: Έχει σημασία εντέλει; Σημασία δεν έχει αν γράφονται, ή όχι, καλά μυθιστορήματα; Και σε τούτο το ερώτημά μου δόθηκε εμπράκτως μια μικρή μα διόλου αμελητέα απάντηση – καθαρτική και με τις δύο έννοιες: της κάθαρσης και του καθαρτικού.
Τέσσερα παιδιά –ο Ζερβής, ο Μικ, ο Μπράσκας, ο Αχιλλάκος– τρόφιμοι εκκλησιαστικού οικοτροφείου, ένας πνιγμένος συμμαθητής, ένας επαρχιακός μικρόκοσμος: να τα απλά υλικά στο Γάλα Μαγνησίας του Κώστα Ακρίβου. Η απλότητά τους θα μπορούσε να είναι σε βάρος του βιβλίου, μα εδώ είναι σε όφελός του.
Η αφήγηση είναι γάργαρο νερό που κυλά (και σκοτεινιάζει από ένα σημείο κι έπειτα)· γεννά στον αναγνώστη ευφορία με τον στακάτο ρυθμό, το κέφι, τα επεισόδια, τους ολοζώντανους χαρακτήρες. Ανήκει σ’ εκείνη την ιδιαίτερη κατηγορία βιβλίων που ενώ έχουν ήρωες παιδιά δεν είναι γραμμένα για παιδιά, αλλά θα μπορούσαν ίσως να διαβαστούν κι από ένα παιδί – ή από έναν έφηβο, πιο σωστά. Μια κατηγορία ξεχωριστή, που γι’ αυτήν έχουμε φυλαγμένη στην καρδιά μας μια ιδιαίτερη θέση, ένα ράφι με τον Τομ Σόγιερ, τον Άρχοντα των μυγών, τον Πόλεμο των κουμπιών, τον Μεγάλο Μωλν. Νομίζω πως σε τούτο το ράφι θα μπορούσαμε να βάλουμε και το Γάλα Μαγνησίας· θα στεκόταν μια χαρά ανάμεσά τους, κλείνοντας στις σελίδες του κάτι που μπορεί να μην το ζητά πάντα, απαραίτητα, ο αναγνώστης, μα κάποιες φορές το ’χει ανάγκη όπως ένα γιατρικό (όπως το γάλα Μαγνησίας, που καταπολεμά τη δυσκοιλιότητα): την ανόθευτη ευφορία που χαρίζει μια καλογραμμένη καλή ιστορία.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]