frear

Για τη «Στάση Λυσσιατρείου» του Αντώνη Ζέρβα – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Αντώνης Ζέρβας, Στάση Λυσσιατρείου [Περί εκδιαιτήσεως, ήτοι το αυτοξερρίζωμα], Εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα 2018.

Τι είναι η Στάση Λυσσιατρείου; Ένας τίτλος που θυμίζει μια στάση του τρόλλεϋ στην οδό Πατησίων. Σ’ αυτή τη στάση κατεβαίνει για να πάει στο σπίτι του ο ποιητής Αντώνης Ζέρβας. Όμως, αυτή η στάση θυμίζει και τη λύσσα, τα λυσσασμένα ζώα και τους λυσσασμένους. Και έτσι, σαν λυσσασμένος για αλήθεια και ελευθερία νιώθει ο ποιητής.

Το βιβλίο – ποίημα, μοιρασμένο σε δεκαέξι μέρη, φέρει υπότιτλο εντός αγκύλης [Περί εκδιαιτήσεως, ήτοι το αυτοξερρίζωμα], όπου ο ποιητής κοιτάζοντας στον καθρέφτη, επανεξετάζοντας τη ζωή και τη σκέψη του, κάνοντας τον απολογισμό του και αποδομώντας εαυτόν, αναζητά την απάντηση στο ποιος είμαι. Το «γνώθι σ’ αυτόν». «Απόψε είδα τη μορφή που δεν έβλεπα πως μου ανήκει, ο/ ίδιος ο εαυτός, όπως τον έκανα και όπως έγινε ακουσίως, / ενώ αποζητούσα έναν άλλο… Μα φίλος είχε προδικάσει: πρόσωπο ακόλαστου… Δεν καμώνεται /πως νίκησε τη φθορά, την κοιτάει και πάει μαζί της».

Διαβάζοντας τους παραπάνω στίχους, σκέφτομαι τον ήρωα του Πιραντέλο στο Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε, όταν και εκείνος μπροστά στο καθρέφτη είχε την ίδια απορία, και, επίσης, σκέφτομαι το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι του Όσκαρ Ουάιλντ, όταν το πορτρέτο έπαιρνε την ασχήμια μορφής και ψυχής του ήρωα, αφήνοντάς τον να «καμώνεται πως νίκησε τη φθορά» και να λάμπει απέξω. Ο ήρωας του ποιήματος όμως δεν «καμώνεται». Την κοιτάζει τη φθορά «και πάει μαζί της».

Ποιος είμαι, λοιπόν; αυτός που νομίζω εγώ; αυτός που νομίζουν οι άλλοι; αυτός που κρύβω μέσα μου; αυτός που βλέπω στον καθρέφτη ή αυτός στο πορτρέτο; Ποιος; Και πώς «τον έκανα» και έγινα έτσι «ακουσίως»; Συν Αθηνά και χείρα κίνει, δηλαδή. Ωστόσο, η άποψη του φίλου, «πρόσωπο ακόλαστου», δείχνει αυτό που θα γινόταν και όχι ο άλλος που εκείνος ήθελε. «Αχ, που ’σαι, νιότη, που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!», λέει ο Βάρναλης. «Κι είμαι ’γω ό,τι μου έχει τύχει» λέει ο Οδυσσέας του Τένισον. Συνοψίζοντας τόσες, σχεδόν, παρόμοιες απόψεις καταλήγουμε στο συμπέρασμα: Δεν είμαι αυτό που θα ήθελα, αυτό που οι άλλοι περίμεναν, αυτό που οι άλλοι νομίζουν, αλλά αυτό που οι περιστάσεις με έκαναν. Εκεί πάει εκείνο το «ακουσίως». Καβαφικά, ωστόσο, αφέθηκα κι ενδίδω, ο «ακόλαστος».

Με αφομοιωμένη τη γνώση των πολλών και των σπουδαίων, με τα βιβλία άγια βρύση, που όμως δεν τον ξεδιψά, σοφός σαν τον Φάουστ ωστόσο, ο ποιητής, κλεισμένος μέσα στο σπίτι του, στη σάλα της νιότης του, με θέα που απλώνεται πέρα, ώς το όρος Αιγάλεω, ξεσπά σαν ορμητικός καταρράκτης με μια ποιητική αφήγηση που αναζητά την αλήθεια σε ό,τι φαίνεται και σε ό,τι βαθιά κρυμμένο υποβόσκει ή υποφώσκει, του κατατρώει τα σωθικά αλλά και τον λυτρώνει. Και το Αιγάλεω στο βάθος πέρα, «είτε με κατσίκες» παλιά, «είτε χωρίς» σήμερα, θηρίο ανήμερο και εξημερωμένο, κυριολεξία και ετυμολογία, άγρια πέτρα γι’ αυτόν που βλέπει, βουνό θεατής μιας πανωλεθρίας που συνδέεται με τον Ξέρξη και τη Σαλαμίνα, το κουρέλιασμα ενός υπερφίαλου εγώ, αποτελεί ένα όριο και μια υποδήλωση (;). Να είναι αυτό το βουνό, που βλέπει από τις μπαλκονόπορτες και τόσο συχνά επαναλαμβάνεται στους στίχους του, το πρόσωπο που βλέπει στον καθρέφτη του; Η μοίρα του; Το εξημερωμένο-ξεδοντιασμένο θηρίο; Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά για τον θεατή του σήμερα; Je suis l’Empire à la fin de la decadence.  Είμαι μια αυτοκρατορία σε παρακμή, όπως λέει ο Πολ Βερλέν; Να μια αλήθεια που πάντα καθυστερημένη έρχεται.

Ο Καβάφης αναρωτώμενος πάνω στο αν υπάρχει αλήθεια και ψεύδος, αποφαίνεται ότι «το ψεύδος είναι απλώς το γήρας της αληθείας» (Σημειώματα Ηθικής και Ποιητικής Γ΄). «Είμαστε πράγματι στο έλεος του Ήλιου. Σηκώνεται πίσω από τον Υμηττό, μας καβαλάει και πάει να πέσει πίσω από το όρος Αιγάλεω». Ο ποιητής ατενίζει συνεχώς τη Δύση… Είναι προσανατολισμένος προς τα Δυτικά!

Και η μνήμη τρέχει πίσω, πάει στο αγοράκι που έκανε ποδήλατο χωρίς χέρια, μοναχό κι ολόχαρο, ανάμεσα στις καλαμιές μιας έρημης δημοσιάς. Εικόνες παιδικής ανεμελιάς. Αλλά το παρόν σκληρό και απαιτητικό ζητά την αλήθεια. Έτσι, το εγώ απογυμνωμένο μπροστά στον αναγνώστη του, δείχνει τη καλή και την ανάποδη ταυτοχρόνως, χωρίς να δίνει ευκαιρία μεγαλύτερη στη μία να κυριαρχήσει επί της άλλης.

Πάνω σ’ αυτό το δυσκολοερευνήσιμο εγώ, ο Ζέρβας παίζει το παιχνίδι με τον καθρέφτη του, με το βουνό του, με τη Στάση Λυσσιατρείου του. Κι επειδή το θέμα «αλήθεια» και «σιωπή» τίθεται με ένα κατεβατό ερωτημάτων η απάντηση δεν είναι απλή αλλά πολλαπλή, αν και μάλλον ανύπαρκτη. Σε ακούει κανείς; Ή μόνο εσύ ακούς τον εαυτό σου; Η αλήθεια πάντα έρχεται καθυστερημένη, είπαμε, σαν την αλήθεια της λαϊκής παροιμίας –στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα– αλλά ποια είναι η αλήθεια που ήρθε αργά; Όποια και αν είναι, είναι η πιο ρευστή έννοια. Αλλάζει διαρκώς με τα πράγματα και τις περιστάσεις, με τον άνθρωπο και τις εποχές, οπότε όλες οι αλήθειες είναι αποδεκτές, σε όλες τις εκδοχές. Κάθε εποχή και η αλήθεια της πάνω στο «εγώ» του, αλλιώτικο και ρευστό, ακόλαστο και προβληματισμένο, μοιρασμένο σ’ αυτό που έγινε και σ’ αυτό που του ήταν γραμμένο του να γίνει. Έτσι, η αλήθεια που έρχεται καθυστερημένη, και αυτή μια μεγάλη αλήθεια είναι, γεννημένη από την εμπειρία, αλλάζοντας τον άνθρωπο κάθε μέρα ανεπαισθήτως, σύμφωνα με τη φυσική ροή των πάντων.

«Ψυχρή και αδιάφορη. Το χειρότερο, δε με άφησε να ’χω δικό μου παρόν. Το ’κανε κομματάκια». Σ’ αυτά τα κομματάκια που πολλαπλασιάζουν την αλήθεια, κομματιάζεται και το παρόν. Τα κομματάκια της εικόνας ευθέως ανάλογα με τα θραύσματα ενός καθρέφτη και τα πολλά είδωλά του. Μία «άλη-θεία», μια πλάνη, μια παραπλάνηση είναι η αλήθεια του. Η υιοθέτηση μιας αλήθειας άλλου, την οποία ενστερνίζεται ως δική του ο γράφων, δεν καλύπτει όλες τις εκδοχές.

Ανοίγοντας τα χαρτιά του, μας δείχνει το σπίτι, τα ενδότερα. Σαν Μονή. Οι κρεβατοκάμαρες διπλές, η μία συμβατική, η άλλη της χαράς. Η μπαλκονόπορτα βλέπει πάντα στο άγριο το βουνό. Ο «Πάραλος» ο Αθηναίος, δηλαδή ο αφηγητής, δηλαδή ο αμφισβητητής κάθε κοινωνικής σύμβασης, ζει εκεί που κάποτε ο παππούς λάδωνε το ντουφέκι του· «έπρεπε να λαδώνει το όπλο για να ανταποκριθεί στον σκοπό του. Ελπίδα ήταν το επί σκοπόν». Έσο έτοιμος, δηλαδή; Άδραξε την ευκαιρία μη χαθεί; Πάντα ωμά ειλικρινής: παραδέχεται πως ήταν ακόρεστη η επιθυμία της απόκτησης νέων πραγμάτων. Όμως το τάμα γινόταν μνήμα της επιθυμίας. Μόλις αποκτούσε το ποθούμενο το ξεχνούσε αμέσως. Απρόσμενος στην αιτιολογία της αγάπης του: «Την αγαπούσα πέραν της σοφίας της με όλες τις δευτερεύουσες προτάσεις του εξαρτημένου λόγου»· με όλες τις αιτιολογίες, δικαιολογίες, υποθέσεις, προϋποθέσεις, «άνευ ορίων και άνευ όρων» θα έλεγε ο Εμπειρίκος, απαντώντας σε κάθε ενδεχόμενη ερώτηση. Χιουμοριστικός: «Δυο επιτεύγματα του ανθρώπου θα μου λείψουν: η κεντρική θέρμανση και το ζεστό νερό». Στέκομαι για λίγο στη φράση: «κατάφερα να γίνω πιο Γάλλος απ’ τους Γάλλους, χωρίς να γίνω Γάλλος. Κανένας Γάλλος δεν με αναγνωρίζει για συμπατριώτη του. Μα ούτ’ εγώ αναγνωρίζω τους συμπατριώτες μου». Και τους Γάλλους και τους συμπατριώτες του γιατί τους ξεπέρασε. Κι έτσι δεν ανήκει πουθενά. Και να πώς εμφανίζεται η «εκδιαίτησις» και το «αυτοξερρίζωμα».

Παίζοντας το παιχνίδι του χρόνου που πάει κι έρχεται, ο Ζέρβας φέρνει στην επιφάνεια εικόνες του παρελθόντος και πρόσωπα, όπως ήδη φάνηκε, οριακές στιγμές της παιδικής ηλικίας, της ενήλικης ζωής, της ξέφρενης-«ακόλαστης», εικόνες και εμπειρίες των οποίων η συνεισφορά στην αλήθεια δεν συνεπικούρησε, όπως θα ήταν το ευκτέον. Η τάση του να λέει ανομολόγητες, ανατριχιαστικές αλήθειες, να ξεγυμνώνει και να ξεγυμνώνεται, σαν να ξεσκίζεται, για να βρει τι τελικά είναι η αλήθεια και τι η ελευθερία, έχει και θέσεις πέραν των άρσεων: ζούμε «εκ του τίποτε προς το τίποτε μέσω του νοήματος που σώζει από το τίποτε». «Η αρρώστια είναι η αλήθεια. Ποιος ζει με την αλήθεια; Η αλήθεια είναι για να λέγεται. Όποιος τη βλέπει πεθαίνει». «Η ζωή ξεφουσκώνει μέσα μου μαζί μ’ ένα νόημα της Ελλάδας».

Ο Ζέρβας δεν αναζητεί μόνο την αλήθεια την ανύπαρκτη που δεν βρίσκει αλλά, πέρα από την ουσία του ποιητικού κειμένου, αναζητεί και τη λέξη την ανύπαρκτη. Λεξιθήρας, «μάζευα λέξεις… όπως ο τραπεζίτης», και «ιεροφοιτητής με δαιμονοβλάβεια», «χωματότροφος», «λογοδίαιτος», με «γρατζουνιάρικη χαρά», με το «χταπόδι της γλώσσας», με την «ιδρωμένη ευτυχία», με τις λέξεις του που «τσίριζαν δαιμονικά σαν τις παλιές κορδέλλες των ξυλουργείων. Δαιμονικά». Σαν να έχει κάνει συμφωνίες, όχι με τον Άγιο, αλά Μακρυγιάννη, αλλά με τον Δαίμονα, όπως και πολλοί ευρωπαίοι συνάδελφοι του που τους έχει στο τσεπάκι.

Δείχνει απαισιόδοξος, εφόσον από τα κατάλοιπα, θα συναρμόσει την ανεύρετη αλήθεια του: «ό,τι και να κερδίσεις κερδίζεις, τελικά, τη χασούρα. Ό,τι και να πετύχεις, θα πετύχεις το έχασα». «Πρόκειται άραγε για την παλιά αλήθεια ότι η ουσία ξαναβρίσκεται μέσω αυτού που χάνεις;». Ο προφήτης μίλησε. Και τώρα «Κάθεται στον κήπο του παλαιού Μουσείου με τα μισόγυμνα κορίτσια μες στο τουριστικό καλοκαιράκι. Δεν νοιάζεται αν θα προλάβει. Για δες! Τα τρόλλεϋ είναι σχεδόν ίδια. Θα πρέπει να ξαναμάθει τάχα τα ονόματα των οδών; Οι επιβάτες όλοι ξένοι, σαν κι αυτόν που πίστευε στο σόι, στη γλώσσα, στη φυλή».

Ένας πικρός παρελθοντικός χρόνος –«πίστευε»– ακυρώνει ό,τι πίστεψε: οικογένεια, γλώσσα, φυλή. Η αλήθεια, που από την αρχή της συλλογής ψάχνει, καταλήγει σ’ αυτό το πικρό συμπέρασμα, σε κοινωνικό, πολιτικό και προσωπικό επίπεδο.

Στον ίδιο κήπο, ο Σεφέρης παρατηρούσε κάποτε: «άδειες καρέκλες / τα αγάλματα γυρίσαν / στ’ άλλο μουσείο». Ο Ζέρβας όμως δεν μπήκε ακόμα «στ’ άλλο μουσείο». Βρίσκεται έξω, «στον κήπο του παλαιού Μουσείου», και βλέπει τα «μισόγυμνα κορίτσια μες στο τουριστικό καλοκαιράκι»· κι αυτή είναι μια ολοζώντανη αλήθεια που βιώνει τώρα και, σαν να μας κλείνει το μάτι, απολαμβάνει το φως του ήλιου και την τρέχουσα αλήθεια, απαισιοδοξώντας για την άλλη που διαρκώς αλλάζει, αφού τέτοιο είναι το σόι της, η γλώσσα της και η φυλή της.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Yves Tanguy. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη