Μάριος Μιχαηλίδης, Η απειλή, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016.
Το πέμπτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Μάριου Μιχαηλίδη Η Απειλή (Γαβριηλίδης, 2016) έρχεται να μας καταπλήξει με την ευρηματικότητα της μυθοπλασίας, την αφηγηματική οργάνωση, καθώς και με την ποιητικότητα της γλώσσας, στοιχεία σταθερά σε όλα τα αφηγήματα του συγγραφέα. Αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν κοινή διαπίστωση που οφείλεται στην εξακολουθητικώς γόνιμη θητεία του Μιχαηλίδη και στην ποίηση –το 2016 μας έδωσε τη συλλογή Τέφρα ονείρων (Γαβριηλίδης).
Το νέο μυθιστόρημα του συγγραφέα αποτελείται από δύο αφηγήματα, ομόκεντρα, που κινούνται ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το φαντασιακό, και όπως μας πληροφορεί το κατατοπιστικό οπισθόφυλλο του βιβλίου, έχουν ως κοινό αφηγηματικό άξονα την πόλη, την κοινωνία, τη χώρα που υφίσταται τον κίνδυνο καταστροφής και αφανισμού. Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι το έργο του ΜΜ, αφορά ειδικότερα στη σύγχρονη εποχή και τη χώρα μας, χωρίς αυτό να μειώνει ή να καταργεί το στοιχείο της καθολικότητας, εφόσον σήμερα η κρίση επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω σε πολλές χώρες, είτε για τους ίδιους με εμάς λόγους είτε για διαφορετικούς.
Στο πρώτο αφήγημα, η πόλη -και κατ’ επέκταση η πολιτεία- απειλείται από την αυθαίρετη επέκταση του κοιμητηρίου που, τελικά, φτάνει στα πρόθυρα της πόλης, οπότε και η απειλή γίνεται προκλητικά κραυγαλέα. Όμως, οι αρχές αποδεικνύονται αδύναμες να σταθούν απέναντι στο πρόβλημα και να το αντιμετωπίσουν. Μικροσυμφέροντα και ανεπούλωτες πληγές από το παρελθόν, αφήνουν ελεύθερο το τοπίο σε έναν Ελληνοαμερικανό επενδυτή να επινοήσει και να αρχίσει να προπωλεί… τάφους! Η πρόσκληση και άφιξη στη πόλη μιας ομάδας Καλαβρυτινών κτιστάδων και πετροπελεκητών, ειδικών στα ταφικά κτίσματα, πιστώνεται στην αφηγηματική ευρηματικότητα του συγγραφέα. Η παρουσία αυτών των ατόμων λειτουργεί ως στοιχείο πλοκής, εφόσον γίνεται η αιτία που διαμορφώνει στο περιβάλλον μια ιδιάζουσα πεισιθάνατη ατμόσφαιρα και φέρνει στην επιφάνεια εμφύλια πάθη και πολλά άλλα, που έχουν να κάνουν με κρυφές και ανομολόγητες σχέσεις και ιδιαιτερότητες. Ανάμεσα σε όλα αυτά ξεχωρίζει το παράδειγμα της παρουσίας και της εξέλιξης ενός νεαρού αριστερού διανοουμένου, γεγονός που προσδίδει στο αφήγημα πολιτικές προεκτάσεις. Μοιραία, ο αναγνώστης, καθώς προσλαμβάνει τα στοιχεία του μύθου, κάνει τις δικές του κρίσεις και αναγωγές.
Τελικά, τα ανθρώπινα πάθη φαίνονται πολύ πιο ισχυρά από την “άνωθεν εντολή”, η οποία επαναλαμβάνεται, με συνέπεια το νεκροταφείο να εισβάλει στην πόλη. Τίποτε πια δεν φαίνεται ικανό να ανακόψει την απειλή που ανεμπόδιστα καλπάζει και αρχίζει να κατατρώει κήπους, δρόμους, σπίτια, ευαγή ιδρύματα και άλλα. Το νεκροταφείο, ως προσωποποίηση του ίδιου του θανάτου, κατακλύζει τα πάντα και κυριολεκτικά τα αφανίζει. Οι μεταφορικές εκδοχές αυτής της μυθοπλασίας είναι πράγματι εντυπωσιακές. Το νεκροταφείο φαίνεται να λειτουργεί ως μοτίβο στο έργο του Μιχαηλίδη. Το είδαμε στο εντυπωσιακό μυθιστόρημα Ο Οστεοφύλαξ (Μεταίχμιο, 2007) που ξάφνιασε πολλούς, αναγνώστες και κριτικούς. Το βλέπουμε και τώρα, χωρίς αυτό φυσικά να χρεώνεται στον συγγραφέα ως μανιέρα. Το τέλος των πρωταγωνιστικών προσώπων του έργου δίδεται με τρόπο που συμπλέει με την όλη σύλληψη της μυθοπλασίας που ισορροπεί ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα.
Στο δεύτερο αφήγημα που φέρει τον τίτλο «Τα πάνω κάτω» έχουμε κυριολεκτικά έναν κόσμο “ανάποδα”, όπως σημειώνει σε κριτική του ο Δημήτρης Χριστόπουλος. Πρόκειται για ένα αφήγημα στο οποίο πλεονάζει το στοιχείο του φαντασιακού στη σύλληψη της μυθοπλασίας και στην ανάδειξη των χαρακτήρων. Η πόλη στο μυαλό ενός νέου πολεοδόμου απειλείται από κυριολεκτικά υποχθόνιες δυνάμεις. Η κοινωνία των “κάτω”, η εξουσία των βοθρικών λυμάτων θέλει, πάση θυσία, να κυριαρχήσει και να υποσκάψει την κοινωνία των “πάνω”. Η ονειρική κάθοδος ενός νεαρού πολεοδόμου μέσα από τεράστιες σωλήνες βόθρων, συμβαίνει την ώρα ενός νυκτερινού εφιάλτη που τον φέρνει στα πρόθυρα της παράκρουσης. Όμως, τα όσα ζει στο όνειρο, σταδιακά αποκαλύπτονται ως αδυσώπητες αλήθειες. Οι μυστικές επαφές και συνεννοήσεις μιας νομενκλατούρας πολιτικών και άλλων τρωκτικών με αυτή την κοινωνία είναι μια πραγματικότητα.
Οι εμμονικές απόψεις του νεαρού πολεοδόμου για το σχεδιασμό και τη συγκρότηση της Νέας Δρέσδης, μιας νέας πόλης απαλλαγμένης από τα βοθρικά λύματα, τον φέρνουν σε οξύτατη σύγκρουση με τους κυρίαρχους άρχοντες των περίπλοκων αποχετευτικών συστημάτων. Οι υπαίθριοι διαφανείς σωλήνες, οι χρωματικές προσμίξεις και το σύστημα εξαΰλωσης υπόσχονται όχι μόνο ένα πρωτοποριακό εικαστικό γεγονός, αλλά κυρίως την πλήρη απαλλαγή της πόλης από τα λύματα. Όμως, η κοινωνία των “κάτω” αντιδρά, διότι χωρίς τα λύματα δεν θα έχει πια λόγο ύπαρξης. Γι αυτό και απειλεί να καταστρέψει την πόλη πριν ολοκληρωθούν οι ευφάνταστες πολεοδομικές επινοήσεις του Γεράσιμου Γιαννίδη.
Η εξέλιξη της πλοκής αυτού του δεύτερου αφηγήματος, επιφυλάσσει διαρκώς εκπλήξεις και ανατροπές που κρατούν αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Οι περίπλοκες κινηματογραφικού τύπου επινοήσεις με τα ρεαλιστικά και τα ονειρικά πλάνα που καθώς συσμίγονται προκαλούν εντάσεις, οι εικόνες και η ιδιότητά τους που συνεργούν στην πρόσληψη και την ερμηνεία των συμβάντων, όλα αυτά και πολλά άλλα υπογραμμίζουν τις αφηγηματικές ικανότητες του Μιχαηλίδη.
Εκείνο που κατορθώνει ο συγγραφέας είναι να φέρνει διαρκώς τον αναγνώστη μπροστά στο αφηγηματικά απρόσμενο. Αυτό το παρά πάσαν προσδοκίαν συντελούμενο προδίδει την αστείρευτη φαντασία του να στήνει διαρκώς νέα σκηνικά και να σπρώχνει τον αναγνώστη να γνωρίσει πρωτότυπες αφηγηματικές τομές καθώς και τις ασύλληπτες τερατουργίες που ορθώνει ερήμην του ανθρώπου μια νοσηρή υπερ-πραγματικότητα.
Όπως συμβαίνει στο πρώτο αφήγημα, έτσι και εδώ η αφήγηση έχει έντονο χαρακτήρα μεταφοράς και αλληγορίας. Η απειλή απλώνεται σαν μια μαύρη σκιά πάνω από την πόλη και εκείνο που επανέρχεται είναι το αδυσώπητο ερώτημα: άραγε, θα αντέξει η πόλη; Η εξουδετέρωση της καταστροφικής απόπειρας των “κάτω” να την καταστρέψουν πριν ολοκληρωθεί, θα έχει συνέχεια; Μήπως ο νεαρός πολεοδόμος με τα όσα επινοεί, θα αποσείσει κάθε κίνδυνο ή, μήπως, οι υποχθόνιες δυνάμεις θα συντρίψουν κάθε αντίστασή του;
Ολοκληρώνοντας αυτή την αναφορά στο μυθιστόρημα Η Απειλή, παραθέτω ένα απόσπασμα από τα πολλά που με εντυπωσίασαν:
«Όμως, η πιο μεγάλη σύλληψη ήταν το υπέργειο σύστημα των σωλήνων αποχέτευσης. Κατά μήκος των δρόμων, σε ικανό ύψος, διαφανείς σωλήνες ποικίλου διαμετρήματος διασταυρώνονταν, συναιρούνταν και διαπλέκονταν, πάλιν και πάλιν, σε περίεργα, πλην όμως εντυπωσιακά σχήματα. Σε ειδικούς υποσταθμούς είχε προβλεφθεί η χρωματική πρόσμιξη, έτσι ώστε, εμφανώς, εμφανέστατα να διατρέχουν την πόλη εξαίσιοι ποταμοί χρωμάτων. Και τούτο με φανερή την πρόθεση για ενός είδος εικαστικής παρέμβασης σε ανοιχτούς χώρους, όπου όλοι θα είχαν το δικαίωμα να απολαύσουν ισοτίμως. Φυσικά, θα ήταν δυνατό, αν το επιθυμούσε κανείς, να εγγραφεί συνδρομητής, ώστε οι σωλήνες να φτάνουν μέχρι το σαλόνι ή και το υπνοδωμάτιο του. Επιπλέον, τα έγχρωμα βοθρικά κατάλοιπα, θα διακλαδώνονταν στους ορόφους και τα γραφεία των δημόσιων υπηρεσιών, ακόμη και των σχολείων. Άλλωστε, η εικαστική και η εν γένει παιδεία συντηρεί, εν σπέρματι, την ελπίδα ότι το τοπίο στο μέλλον θα πάψει να είναι άνυδρο.
Βέβαια. Ο Γιαννίδης γνώριζε τους στίχους εκείνου του κομμουνιστού: “Μην αμελήσετε/Πάρτε μαζί σας νερό/το μέλλον μας θα έχει πολλή ξηρασία”. Ο συγκάτοικός του, στα Εξάρχεια, δεν παρέλειπε να τους επαναλαμβάνει. Μάλιστα, τόσο πολύ του καρφώθηκαν στο μυαλό, που μια μέρα τους είπε στον περιπτερά της πλατείας. Τι ήταν να το κάνει αυτό! Ο Μελέτης ο περιπτεράς, ακούγοντας έβαλε τα κλάματα. Τα αναφιλητά του έβγαζαν βαθύ πόνο. Από τα δεκαέξι του στον ΕΛΑΣ. Στο Καστρί. Ύστερα, φυλακές Αβέρωφ, Μακρόνησος, Λέρος… Και πάλι, στα 1967, Μακρόνησος… Και τώρα, Εξάρχεια. Αναφιλητά. Ενός πόνου απερίγραπτου. Τον λυπήθηκε. Την άλλη μέρα, τον Μελέτη τον βρήκαν κρεμασμένο στο υπόγειο. Ακομινάτου 23.»
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.