frear
TRIESTE 1977 - CANTIERI NAVALI. SHIPYARDS.PIPE

Για το «Μικροφίλμ» του Πάνου Μυρμιγγίδη – γράφει η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Ως θεατής των εικόνων που σκηνοθετεί με απλή συνθετότητα, με σύνθετη απλότητα ο Πάνος Μυρμιγγίδης, ταξίδεψα στο Μικροφίλμ, που ετοίμασε με την ευαισθησία της σκέψης, την τρυφερότητα και τον δυναμισμό, ταυτόχρονα, των λέξεών του. Είκοσι πέντε φωτογραφικές αναπολήσεις με την τέχνη του λόγου του, με φράσεις–προτάσεις σαν μικρές αναπνοές ή εκπνοές, ανάλογα. Ιστορίες βραχύβιες που, όμως, όλες μαζί, συνθέτουν τη μεγάλη εικόνα του ήρωα-πρωταγωνιστή.

Τι είναι, λοιπόν, το Μικροφίλμ; Μοιάζει στα μάτια του αναγνώστη με ένα ντοκυμαντέρ λέξεων στις γωνιές της Αθήνας. Διάχυτο σε κάθε σελίδα ένα άρωμα νοσταλγίας, που δραπετεύει, θαρρείς, από τα μικρά αυτά κείμενα, ως μια επιστροφή σε άγνωστο μάλλον παραλήπτη του χρόνου.

Ο τίτλος του βιβλίου με έκανε να ανατρέξω στη σχετική ορολογία, για να διαπιστώσω την απόλυτη ταύτιση του είδους και του περιεχομένου του βιβλίου, με την ονομασία που επέλεξε ο συγγραφέας του.

Το μικροφίλμ, λοιπόν, σύμφωνα με τον ορισμό που του αποδίδεται, είναι τύπος φωτογραφικού φιλμ, που έχει την ιδιότητα να αναπαραγάγει ολόκληρα κείμενα σε μικρές διαστάσεις. Χρησιμοποιείται για λόγους οικονομίας χώρου καθώς και για τη διατήρηση κειμένων αξίας, που συχνά η πολλή χρήση τα καταστρέφει.

Μιλάμε, λοιπόν, για μια ενσυνείδητη προσπάθεια του Πάνου Μυρμιγγίδη να διαφυλάξει τις αναμνήσεις του ως κείμενα αξίας, ως φωτογραφικό υλικό αναμνήσεων, ως ολόκληρα γραφόμενα ζωής και μνήμης, τα οποία , όμως, επιθυμεί να προστατεύσει από την απώλεια ενός χρόνου που περνάει, προφυλάσσοντάς τα μέσα στην πολύτιμη έκδοση ενός θησαυροφυλακίου-βιβλίου.

Ως Μικροφίλμ οφείλει να στήνει το δικό του σκηνικό, να υποστηρίζει το σενάριο, να αναδεικνύει την τέχνη των πρωταγωνιστών. Όχι, όμως, αυτή της υποκριτικής, αλλά αυτή της αλήθειας τους, έτσι όπως απλά, φυσικά, αβίαστα αναδύεται μέσα από την καθημερινότητα που σκιαγραφούν οι σκέψεις και τα λόγια τους.

Η γραφή του Μικροφίλμ πρωτοπρόσωπη, με τον ήρωά του τον Παύλο να κινείται σε χώρους οικείους, από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα. Διάλογοι της καθημερινότητας, που θα μπορούσαν αυτούσιοι να μεταφερθούν στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο. Λόγος πεζός με ποιητικότητα που διεισδύει με ιδιαίτερο τρόπο μέσα στις λέξεις, μνήμες σε χρόνο που θα ονόμαζα Αόριστο …νοσταλγίας. Μικρές σκηνές απ΄τη Λαϊκή ως την Ακαδημίας κι από το μπαράκι ως τη γειτονιά των παιδικών χρόνων, το καφενείο των φοιτητικών χρόνων, το Θησείο, ο φούρνος της γειτονιάς, το μπαλκόνι απλώς του σπιτιού. Κάθε φορά και μια καινούργια κλακέτα ενός σκηνοθέτη των λέξεων, έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να παραπέμπει στην αρχική πρόθεση. Στην περιδιάβαση αυτή στο Τώρα και στο Πριν, με πρόσωπα να έρχονται και να επανέρχονται σαν διανομή ρόλου που πρέπει να δικαιώσει την ύπαρξή της στην όλη σύνθεση της ιστορίας. Η ΄Εφη, η Αναστασία, η κυρία Ευθυμία, ο αγαπημένος μουσικός, η Αφροδίτη, η φίλη από τα παιδικά χρόνια… Κι άλλοι που περνάνε μια μόνο φορά για να χρωματίσουν την εικόνα. Ο κυρ Γιάννης με το κρασάκι του στον φούρνο και τον καημό της προδοσίας, ο περιπτεράς που έχει μια ιστορία να αφηγηθεί, η ξαδέρφη Μαριάννα με ένα όνειρο ζωής που ναυαγεί στη Νέα Υόρκη.

Με έναν αυτοαναφορικό τρόπο ο Πάνος Μυρμιγγίδης επιχειρεί το ταξίδι των πολύτιμων αναμνήσεων, πότε ονειρικό, πότε ερωτικό, άλλοτε απλώς περιγραφικό και με σκηνοθετική γραφίδα που δίνει έμφαση στον χαμηλό φωτισμό των σκέψεων, των συναισθημάτων, αλλά που έτσι ακριβώς είναι που τα αναδεικνύει και τα φωτίζει περισσότερο.

Μιλώντας για ένα μικροφίλμ θα πρέπει να αναφερθούμε και στη μουσική επένδυσή του. Ροκ μουσική επιλέγει ο συγγραφέας. Το αγαπημένο του συγκρότημα, τα Διάφανα Κρίνα, ο μουσικός-είδωλο που τελικά φεύγει νικημένος απ΄τη θνητότητα, αφήνοντας πίσω τραγούδια που γίνονται πια και αυτά μέρος των αναμνήσεων, κομμάτι μιας στάσης ίσως ζωής. Άλλωστε το τραγούδι «Μπλε Χειμώνας» από τα Διάφανα Κρίνα, που αναφέρεται στο Μικροφίλμ, αρχίζει με τους εξής χαρακτηριστικούς στίχους:

«Μονάχα έχουν περάσει χίλια χρόνια κι εγώ συνήθως πέθαινα από αγάπη. Μέχρι που ήρθε αυτός ο μπλε χειμώνας, ν’ ανάψει αυτά που έσβησε ο αιώνας».

Ιστορίες, λοιπόν, σαν μικρές φωτογραφίες, πότε έγχρωμες πότε μαυρόασπρες. Κι ένα τέλος σε καθεμιά, κάποτε τόσο απότομο, λες και πέφτει ένα μικρό μαχαίρι που θα κόψει τη συνέχεια και θα αφήσει τη φαντασία του αναγνώστη να πλάσει τη δική της. Κι εκεί συνήθως, στην αυλαία, μια φράση-κλειδί, μια φιλοσοφική προέκταση των πραγμάτων, ένας λόγος πιο λυρικός από την όλη μορφή του κειμένου, στον οποίο ο συγγραφέας συμπυκνώνει ποιητικά την προηγούμενη πεζή σκηνή του.

Επιλέγω μερικές από αυτές τις ιδιαίτερες «αυλαίες» του Πάνου Μυρμιγγίδη, στις οποίες η συμπύκνωση και ο λυρισμός του λόγου σχηματίζουν μικρές ποιητικές σκηνές ή, αν θέλετε, μια λυρική υπόκλιση μιας πεζής καθημερινότητας, η οποία έχει καταγραφεί προηγουμένως.

Στην ιστορία αριθμός 3, στο μπαράκι με την Έφη, ο μπάρμαν κλείνει τη σκηνή λέγοντας: «Να αγαπάτε παιδιά, τίποτα άλλο. Μόνο οι αλήθειες φωτίζουν». Είναι η αγάπη η πιο μεγάλη αλήθεια; Είναι το πιο ισχυρό φως; Κι είναι η αγάπη όλα όσα χρειάζεται ο άνθρωπος στο πέρασμα του βίου του, για να νιώσει την πληρότητα;

Στην ιστορία αριθμός 16, ο Πάνος Μυρμιγγίδης, με αφορμή το κλείσιμο του Ρόδον και τη μετατροπή του σε υπεραγορά, καταθέτει: «Κάθε γενιά έχει να θυμάται τους δικούς της διαμαντένιους μύθους. Η δικιά μου έχει να θυμάται όμορφα ρόδα που θ΄ανθίζουν πάντα».

Και λίγο πιο κάτω, στην ιστορία με τον αριθμό 18, ο Παύλος, συνομιλώντας με τον κύριο Γιάννη, που πνίγει στο κρασί του την απογοήτευση από την προδοσία του συνεργάτη και αδερφικού του φίλου, συνεπικουρούμενος από τη διάθεση του συγγραφέα, αφήνει να κλείσει η σκηνή με αισιόδοξο τρόπο: «Τουλάχιστον έχω αυτές τις μυρωδιές απ΄τον φούρνο της Αλέκας να μου θυμίζουν ότι η ζωή πάντα ζυμώνει κάτι καινούριο… Μυρωδιές είναι η ζωή μας. Τι να πεις…».

Υπάρχουν, όμως, κι άλλες τέτοιες μικρές φιλοσοφημένες επισημάνσεις, οι οποίες διανθίζουν τις ιστορίες του Πάνου Μυρμιγγίδη και αποκαλύπτουν μια ώριμη στάση απέναντι στη ζωή, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Χαρακτηριστικά αναφέρω αυτές που με έκαναν να σταθώ περισσότερο στη διατύπωση και το νόημά τους.

«Οι σιωπές των γεμάτων ποτών χρωστάνε τις κραυγές που δεν αδειάσαμε».

«Η γειτονιά που μεγαλώνεις έχει πάντα μυστικά».

«Προδίδουν πάντα οι σκέψεις της άσκοπης ανυπομονησίας».

«Οι νύχτες της Αθήνας τελικά κρύβουν πάντα αστέρια. Καμιά φορά ξεθωριασμένα, αλλά πάντα με ουρανούς πίσω τους».

«Τα αληθινά πράγματα αρέσκονται στο να χαζεύουν μόνο τον ουρανό, χωρίς να πετάνε άσκοπα με τις σκέψεις τους, και συνήθως γελάνε με όλους αυτούς που σκορπάνε τις ερωτικές τους φαντασιώσεις και επιθυμίες στα σύννεφα και μπλέκονται σε φανταστικούς παραδείσους , και στο τέλος δεν έχουν τίποτα».

«Οι Κυριακές έχουν πάντα κάτι γιορτινό».

«Η αληθινή αγάπη δεν έχει ανάγκη από αστέρια. Είναι ένα αστέρι από μόνη της. Όταν υπάρχει αλήθεια, όλα σωπαίνουν».

Και το Μικροφίλμ τελειώνει με την πιο τρυφερή, πιστεύω, εικόνα του, αυτή του νεογέννητου μωρού που κοιμάται. Η ωραιότερη προέκταση για το μέλλον. Η τελευταία ιστορία του Μικροφίλμ, μόλις εφτά γραμμές σε περιεχόμενο, ολοκληρώνεται με απλό και μεγαλειώδη τρόπο ταυτόχρονα: «Έξω τα φύλλα έπεφταν. Ευτυχία». Επειδή η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο, όπως αποφάνθηκε και ο Νίκος Καζαντζάκης.

Εν κατακλείδι, γιατί αξίζει να «παρακολουθήσει» κανείς το Μικροφίλμ του Πάνου Μυρμιγγίδη; Για την αυθεντικότητά του, πρωτίστως, Για την απλή διατύπωση μιας σύνθετης νοσταλγικής διάθεσης. Για το γεγονός ότι συναντάμε ο καθένας στις αράδες του ένα μικρό ή μεγάλο κομμάτι του εαυτού μας που είχαμε ξεχάσει ή αποκοιμίσει μέσα στην τύρβη του βίου. Για τις εύστοχες αυλαίες σε κάθε «σκηνή», που λένε λίγα και υπονοούν περισσότερα. Λες κι εκεί ακριβώς οφείλει να σταματήσει η υποβολή των λέξεων και να αρχίσει ο βουβός κινηματογράφος, ενεργοποιώντας περισσότερο τη φαντασία και την υποκειμενικότητα.

Ένα βιβλίο εγχειρίδιο, θεωρώ, για ανθρώπους που δεν είναι πια τόσο νέοι για να είναι μονίμως ανήσυχοι, για ανθρώπους που δεν έχουν διαβεί ακόμα το σκαλοπάτι του μεσήλικα κι έχουν άλλη μια ευκαιρία να επανεξετάσουν, να εκτιμήσουν, να αγαπήσουν όσα αξίζει να αγαπηθούν. Τα μικρά που είναι ουσιαστικά μεγάλα. Και τα μεγάλα που μπορούν να είναι μεγαλειώδη. Γιατί, όπως λέει κι ο Πάνος, ο άνθρωπος πρέπει να βιάζεται μόνο να ζήσει στιγμές. Το μεγάλωμα, η ωριμότητα θα έρθει έτσι κι αλλιώς και μετά ο καθένας μάταια θα αναζητήσει τον χρόνο που έχει χαθεί. Και ασφαλώς, μέσα στον χρόνο που έχει παρέλθει, τον χρόνο του παρόντος, αλλά και τον αναμενόμενο του μέλλοντος, πρωταγωνιστούν πάντα οι άνθρωποί μας, αυτοί που κρατάνε το υφάδι της αγάπης, της συνύπαρξης, της συμπόρευσης και υφαίνουν λίγο λίγο τη γεύση της ευτυχίας μας. Δανείζομαι στο σημείο αυτό τα υπέροχα λόγια του Γάλλου συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ:

«Ας είμαστε ευγνώμονες για τους ανθρώπους που μας κάνουν ευτυχισμένους. Είναι οι υπέροχοι κηπουροί που κάνουν τις ψυχές μας να ανθίζουν.»

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Gianni Berengo Gardin.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη