Παναγιώτης Λογγινίδης, Έρωτας και άλλα υγρά στοιχεία, Κέδρος, Αθήνα 2017.
«Ο ιδανικός ποιητής ξεκινά από την πεποίθηση ότι μπορεί και πρέπει να προξενεί μέσα στο πνεύμα φυσικά φαινόμενα… Την ψυχή του και αυτήν ακόμη θα ήθελε σαν σώμα να την χρησιμοποιήσει, αλλά με πολύ περισσότερες αισθήσεις ή πιθανές κινήσεις απ’ όσες διαθέτει το σώμα». Αυτά λέει ο Οδυσσέας Ελύτης εμπλουτίζοντας το σώμα με αρμοδιότητες ψυχής (Ανοιχτά Χαρτιά, «Τα κορίτσια).
Μότο της συλλογής οι στίχοι του Guillaume Apollinaire «Tes seins sont les seuls obus que j’ aime), ήτοι Τα στήθη είναι οι μόνες οβίδες που αγαπώ. Επιστρέφοντας στον Ελύτη και στο κεφάλαιο περί γυναικείου στήθους διαβάζουμε: «Το στήθος μιας νέας γυναίκας πρέπει να γίνει άρθρο μελλοντικού συντάγματος», «όσο ατενίζουν οι δυο τους ρώγες τον κόσμο, δεν θα πάψει να πλέει, καμαρωτά, καταμεσής των πυρφόρων δορυφόρων του, ο κόσμος». Επίσης «στηθάκια δεκατριών ετών» έχει το μέλλον, δηλαδή ο χρόνος είναι κοριτσάκι, ενώ, όταν ο Ηράκλειτος λέει «αιών παις εστί παίζων πεσσεύων, τον βλέπει αγοράκι· κοριτσάκι η αγοράκι, διαφορά δεν υπάρχει.
Η Ελευθερία του Ντελακρουά οδηγεί το λαό με το ένα στήθος γυμνό. Η Παναγία, όπως και κάθε μητέρα, θηλάζει το βρέφος, το μέλλον της ζωής. Ένας λεβέντης άντρας προτάσσει τα στήθη του στο κακό. Και οι αναλογίες δεν έχουν τέλος.
Ο Έρωτας και άλλα υγρά στοιχεία –το γάλα, το νερό, το λάδι, το κρασί- συμμετέχουν στη ζωή, αρχίζοντας από το γάλα για να ζήσουμε και καταλήγοντας στο κρασί για να μεθύσουμε και να ερωτευτούμε. Κι ο Παναγιώτης Λογγινίδης, με τον προκλητικό του τίτλο, παίρνει τον έρωτα από συμπάρεδρο των μεγάλων θεσμών που είναι και του αλλάζει το επιστημονικό πεδίο. Τον κατατάσσει στα στοιχεία της χημείας. Η χημεία, εξετάζοντας την ύλη και τη δομή των στοιχείων, εξετάζει και τις μεταξύ τους αντιδράσεις. Η δεκτικότητά τους φέρνει αποτέλεσμα και τα στοιχεία της ένωσης που δέχτηκαν και συσχετίστηκαν, αλλοιώθηκαν. Ο έρωτας αλλοιώνει.
Ο Λογγινίδης δεν αντιμετωπίζει τον έρωτα σαν «ασπασμό στα άστρα», που λέγανε οι παλιοί ρομαντικοί, αλλά ως χημικό στοιχείο που θα το βάλει στο μικροσκόπιο μέσα στο εργαστήριο και θα το αναλύσει. Σαν νέος Καραγάτσης, ας πούμε, τον συνδέει τελείως λογικά με τις ορμονικές λειτουργίες. Άρα ούτε καρδιά ούτε ψυχή. Το σώμα μόνο. Ύλη. Ωστόσο, όλα ένα είναι και από αυτό αρχίσαμε.
Η ποιητική συλλογή, από άποψη μορφής, αναπτύσσεται σε δύο παράλληλες δομές. Στην αριστερή σελίδα, ο ποιητής μας δίνει κείμενο πεζό διευκρινιστικό, στην απέναντι σελίδα ποίημα. Στο πρώτο, προτείνει την ανάλυση του DNA του τίτλου, στον οποίο γίνεται η μίξη του σώματός του με το πνεύμα και με την εποχή και έπειτα στην απέναντι σελίδα, το ποίημα «Παιχνίδια ισορροπίας». Διαβάζω στίχους: «Περιμένω κίνηση ματ από τη ματαιοδοξία σου/ Θέση άμυνας/ Οι θέσεις φτιάχτηκαν για να αλλάζουν θέσεις», Τι είδους θέσεις εννοεί; Και αφού οι θέσεις αλλάζουν μήπως και οι λέξεις αλλάζουν. Να βάλω στη λέξη θέσεις τη λέξη στάσεις, μήπως θέλει να πει στάσεις; Προχωρώ: «Υψώνω κεφαλή από το κλίναι/ και παίρνω θέση επίθεσης/ Ο καιρός της οπισθοχώρησης πέρασε/ Χρόνια τώρα γυαλίζω φρόνιμα συναισθήματα/ ώστε να γίνουν δόρατα αγάπης/ Το δίλημμα που μένει: / να τα πετάξω πρώτα/ ή να τα καταπιώ απευθείας;».
Δεύτερο πεζό: «Έρως υγρό στοιχείο με χαρακτηριστικά παχύρευστα». Μας παραθέτει ποικίλα χαρακτηριστικά. Να μην τα αναφέρω. Αισθάνομαι πως ταξιδεύω με τον Μεγάλο Ανατολικό του Ανδρέα Εμπειρίκου. Το ποίημα: «Ένα ζευγάρι» φιλιέται αποτέλεσμα έξι φτερά (εξαπτέρυγος έρωτας ή γονιμοποίηση;), τα μάτια του ενός που μπαίνουν στα μάτια του άλλου, «λέξεις μουγκές πηγαίνουν κι έρχονται», «Φλυαρούν σχέδια του σώματος». Κατάλαβα, όλα παρόντα στην ιεροτελεστία.
Παρακάτω: «Ας παίξουμε το παιχνίδι του έρωτα / Σου ζητάω να σκεφτείς ‘‘σ’ αγαπώ’’/ Προσοχή! Χρειάζομαι ρήμα», λέει. Δηλαδή; Χρειάζομαι δράση. Τα «δοκησίσοφα επίθετα» είναι στατικά στοιχεία στο κείμενο, δεν προωθούν τη δράση, οι παραπονεμένες μετοχές αμφιταλαντεύονται μεταξύ πράξης και απραξίας. Η ερωτική διαδικασία, παραλληλίζεται με την κειμενογλωσσική θεωρία ή μήπως πρόκειται για επιλογή λεξιλογίου, κατάλληλου να υπαινιχθεί τη σκόπιμη διαπλοκή λόγου και πράξης; Νομίζω πως βρίσκεται στο μικροσκόπιο η λέξη και ο ήχος που αναπαράγεται κατά την ώρα της δράσης. Ο ποιητής μας ειδοποιεί ότι «Ο έρωτας και ο λόγος είναι μάλλον έννοιες αυτοαναιρούμενες», εφόσον, ο έρωτας δεν λέγεται και δεν περιγράφεται με λόγια, δεν φυλακίζεται «το αφυλάκιστο» και είναι «το μόνο στοιχείο, μαζί με την ποίηση, που νίκησε το θάνατο».
«Κλασικισμός»: «Στον έρωτα ακολουθώ την πεπατημένη/ Κόβω άνθη από το βλέμμα σου» (από τα μάτια πιάνεται), «βγάζω νότες από τα αυτά σου/ και τις τοποθετώ σ’ ένα πικ-απ» (και στο γραμμόφωνο ο δίσκος που σ’ αρέσει, λέει ο Σαββόπουλος), και μετά «Σου βγάζω τη φούστα», «Παίρνω τις μυρωδιές σου», «Τραβάω την απόστροφο απ’ το σίγμα/ ν’ αρχίσω κατευθείαν απ’ το άλφα/ Κι έπειτα / σου ρίχνω μπούμεραγκ ένα ωμέγα/ Γενικά στον έρωτα τελειώνω απ’ την αρχή./ Πρώτα σ’ αγαπώ/ και μετά αφήνω το βλέμμα μου να σε φιλήσει»· και το πράγμα έκανε κύκλο.
Στο επόμενο ποίημα, πρωταγωνιστεί το σύκο. Το σύκο τρώγεται στην ώρα του που είναι τ’ ώριμο καλοκαίρι. Και είναι σύμβολο σεξουαλικό. Επιλέγω θραύσματα: «Ερωτευμένοι το καλοκαίρι» πάμε πιασμένοι χέρι με χέρι, λέμε λόγια, πετάμε βότσαλα στη θάλασσα, «σαν να μη μας νοιάζει που θα πεθάνουμε» (ο έρωτας μας κάνει να νιώθουμε αθάνατοι), «μου επέτρεψες να κολυμπώ στα άκρα του κορμιού σου/ Ό,τι τελειώνει προς τη θάλασσα/ θέλει στρογυλοποίηση, μου έλεγες/ Κι εγώ ανόητος αχινός/ … αφηνόμουν να με πατήσεις». Πιο κάτω: «Λοιπόν, το καλοκαίρι μοιάζει η τέλεια συνταγή/ για ερωτικές μονομαχίες / Στο τέλειο σημείο/ Εκεί που η θάλασσα αυτοκτονεί στην άμμο».
Είναι το σημείο που τα αντίθετα συναντώνται και αλληλοεξουδετερώνονται: το ένα τελειώνει, το άλλο αρχίζει, η στεριά, η θάλασσα, η ζωή, ο θάνατος.
Τα τρία κυρίαρχα στοιχεία του έρωτα είναι τα φτερά, η ειλικρίνεια και η διάρκεια, λέει ο ποιητής. Χαρακτηριστικό και των τριών είναι η σιγουριά. Να μια «Αγία Τριάδα», αλλά υπάρχει και άλλη που δεν φαίνεται κι αυτή «αγία»: λουλούδι χωρίς μυρωδιά, φλάουτο δίχως τρύπες, καρδιά χωρίς αρτηρίες. Η ζωή όμως τρέχει, κάνε ό,τι έχεις να κάνεις και μη ζητάς τη σιγουριά. Ο Λογγινίδης, αξιοποιώντας τα σύμβολα ενός ομοτέχνου περασμένης εποχής, μιλάει ερωτικά, πηγαίνει κατευθείαν στο στόχο – ποιητικό και ερωτικό- αλλά με ορθολογιστική λογική τα ανατρέπει όλα. Όλα όσα ο ποιητικός νους προσπάθησε να κεντήσει μεταφορικά, να μας παραπλανήσει δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα, δήθεν, ρομαντική. Λουλούδια, αρώματα, λόγια και αναστεναγμοί, ωραιοποιήσεις, καθυστερήσεις. Ο καιρός φεύγει γρήγορα και τα καλοκαίρια πιο γρήγορα. Τα σύκα θα σαπίσουν.
«Έφαγα το παστέλι μου κι ήπια κρασί έναν κάδο και παίζω στην κιθάρα μου στην κοπελιά τραγούδια», λέει ο αρχαίος Ανακρέων που ήξερε να «γλεντάει».
Ο σύγχρονος ποιητής ζει στο ρυθμό της γρήγορης εποχής, βιάζεται να δράσει, θέλει ρήματα και όχι «δοκισήσοφα επίθετα» και «παραπονεμένες μετοχές», θέλει να μπει στον έρωτα από το τέλος και όχι από την αρχή, «σαν πανσέληνος» λέει ο Ελύτης, γι’ αυτό πιάνει το «σ’ αγαπώ» από το ωμέγα, από την κατάληξη, πετάει το σίγμα και την απόστροφο κι έπειτα πάει στ’ άλλα. Αν όμως πετάξεις το «σ» και την απόστροφο, δηλαδή τον αποδέκτη, μένει το ρήμα μόνο του. Δηλαδή ο ποιητής δεν νοιάζεται για το άλλο πρόσωπο; Νοιάζεται μόνο για το σώμα ή μας ξαναθυμίζει πως όλα είναι σώμα;
«Ο Έρωτας απέχει από γη όσο ο πόντος από τον Εύξεινο» (απογοητευτικό). «Η μεζούρα είναι ο άνθρωπος», το είπε και ο Πρωταγόρας: «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Ο άνθρωπος είναι η απάντηση στο ερώτημα της Σφίγγας, λέει ο Σεφέρης. Ο άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση, είπε ο Μπρετόν ή ο Αραγκόν. Με λίγα λόγια, ο έρωτας εξαρτάται από την επιλογή των στοιχείων για μια καλή χημική αντίδραση.
«Η θάλασσα είναι το απόλυτο υγρό. Απόδειξη, αν ξεχαστείς μέσα της, πνίγηκες», λέει ο ποιητής. «Τη θάλασσα, τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;», ρωτάει ένα παλαιότερος. Κανείς. Μόνο να την αρμενίσει και με προσοχή γιατί αλλάζει κάθε στιγμή και «Στα καλά καθούμενα»: «Κάθομαι σε μια κινούμενη ταβέρνα» (παραλιακή). «Μετά βίας αναπνέω αρώματα θρούμπης…» και σε αναμονή η δάφνη και το μυρώνι, δηλαδή δεν μυρίζει τίποτα. «Κάθομαι σε καρέκλα χειροποίητη / πλεγμένη από αχτίδες του ήλιου/Χρειάστηκαν χρόνια να εναποθέσει εδώ το σώμα του ο χρόνος/ αναπαυτικά, καταπώς βολεύει τη θνητή ματαιοδοξία» (μια ψάθινη παλιοκαρέκλα, ποιητικά αναβαθμισμένη). «Παραγγέλνω ένα καλοκαίρι καλοψημένο» (χταπόδι;)/ «Και αποφασίζω ράθυμα να το ξεκοκαλίσω» (ψάρι!)/ «Ζητώ από το αφεντικό … που το αποκαλείς μελτέμι… να μου περάσει μια την αλατιέρα» (σπιλιάδα απ’ το πέλαγο). «Εδώ ο Αύγουστος με υποχρεώνει να την ξαναγεμίζω» (την αλατιέρα; την έμπνευση;)/ «με φωτεινές επιθυμίες που μυρίζουν φύκια/κάτασπρους τενεκέδες από αμαρτήματα /και μάτια αναπαυμένα από το πεπρωμένο./Καυτός μήνας ο Αύγουστος γι αυτό το καλοκαίρι» (θανατερός). «Κάθομαι ξαφνικά σε μια ταβέρνα /πλημμυρισμένη από ανθρώπους που ρέπουν προς το μπλε» (ηλικιωμένοι)/ «έτοιμους να εκραγούν από τα συνεχή καλοκαίρια» (ο θάνατος παρά πόδα).
Ο ποιητής στην παραλία, μεταξύ στεριάς και θάλασσας. Η θάλασσα «κυριαρχεί έναντι πάντων και πασών», «Ξεπλένει εκεί τα πόδια του/ να φύγει κάθε έλλειμμα» (η θάλασσα που ξεπλένει τις αμαρτίες μας, λέει ο Σεφέρης). «Όμως αν αφαιρέσεις την αλήθεια/ αυτό που μένει τελικά από το φαίνεται/ είναι ο θάνατος/ Το κύμα σέρνει το χορό του τέλος». Τέλος, «Η θάλασσα είναι πάντα με το μέρος των πνιγμένων» και «Κάτω από τη ρίζα το μέλλον μας».
Ο ορθολογιστής, πραγματιστής, υλικός, χοϊκός ποιητής, όλα τα νιώθει με το σώμα, γιατί όσο αυτό υπάρχει, υπάρχουν και τα άλλα: συναισθήματα, αξίες, αρχές, πνεύμα. Και η συλλογή που άρχισε σαν ανέμελη περιδιάβαση εξελίχτηκε σε στοχασμό, ενδοσκόπηση και κρυμμένο καημό, αγάπη για τη ζωή. Και ζωή χωρίς σώμα δεν υπάρχει. Το σώμα παίζοντας καλά το ρόλο του είναι η βάση για όλα τα άλλα και κυρίως για την ψυχή.
Ωραία ποίηση, σαν κώδικας, μας προσφέρεται, τηλεγραφικά. Μοντέρνα, με αφομοιωμένα όλα τα παραδοσιακά, αλλιώτικη, αστραφτερή γλωσσικά, ενδιαφέρουσα εικονοποιητικά με όλους τους καλούς μας ποιητές να γυαλίζουν μέσα της.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.