1.
Χαρά Πρεβεδώρου, Δορυφορήματα, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2011.
Φοβάσαι τόσο πράσινο /γι’ αυτό που έχει από κάτω
(Πληρότητα)
Σε ώρα που ο νους νομίζεις ξεκουράζεται και η ματιά απλώνεται τη γύρη της φύσης να συλλέξει, η ποιήτρια ανοίγει εσωτερικό διάλογο πάνω στα μεγάλα θέματα της ζωής. Ένα πουλάκι πάνω στην πορτοκαλιά, μια βάρκα που σκίζει τη στεριά, ένα δέντρο που μεγαλώνει τον ίσκιο του, η «θάλασσα γραμμωτή», οι «αγροί παλέτες», όλα απλά, φαντάζουν φυσικά, αλλά τι κρύβεται από κάτω, τι λίπασμα δυνατό απαιτεί μια τέτοια ανθοφορία; Η Χαρά Πρεβεδώρου σκηνοθετεί ήρεμα και απλά με φυσικά υλικά το χώρο, όπου αθέατο παίζεται το δράμα της ζωής χωρίς μελοδραματισμούς, τα Δορυφορήματά της. Κι η ματιά, που από τα έξω στρέφεται στα μέσα, από περιηγητική γίνεται διεισδυτική και στοχαστική.
Οι ενότητες είναι δύο: «Δoρυφορήματα Ι», με τριάντα ποιήματα και «Δορυφορήματα ΙΙ» με δέκα. Τα πρώτα, έχουν μια απαλή, εξωτερική, αρμονική εικόνα κι ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, διερμηνεία του εξωτερικού υπαινιγμού. Όσο και αν φαίνεται πως η επιφάνεια είναι αρραγής, δεν είναι. Κι όσο κι αν η ποιήτρια σε προηγούμενα χρόνια έθαψε καλά στο χώμα «τα εικονίσματα» «τότε που εικονομαχούσε», τώρα, όσο ωριμάζει ο χρόνος, «Οι φανερωμένοι της νύχτας» βγαίνουν ζωντανοί σαν να διεκδικούν εκείνο που στερήθηκαν, αλλά και πάλι «ξαναγυρνούν στα χώματα»:
Τα καλοκαίρια
μου φανερώνονται εικονίσματα
από παλιά θαμμένα,
τότε που εικονομαχούσα·
Η Νιότη, ο Ίμερος, οι Άγιοι,
με τα μαλλιά μεγαλωμένα
και τα νύχια.
Εγώ τους ραίνω με ραντίδες
από τη γούρνα
όπου ξεδίψασε μόλις το φίδι,
μισοκρυμμμένο στον πνιγμό των φύλλων.
………………………………….
Μα στο τέλος του καλοκαιριού
στο χθαμαλό φως του τέλους
πια δεν μπορείς να δεις το πριν
κι η Άγια Νιότη με τον Άγιο Ίμερο
ξαναγυρνούν στα χώματα.
Σαν να το παίρνουν απόφαση πως ό,τι χάθηκε γυρισμό δεν έχει, αλλά ούτε και λησμονημό.
Το παρήγορο είναι πως τίποτα στην ποίηση της Πρεβεδώρου δεν είναι τρομακτικό, τίποτα δεν διαταράσσει τη φύση της αυλής, της ψυχής ή της ζωής. Η ποιήτρια μοιάζει συμφιλιωμένη «με το μηδέν και το άπειρο», όπως και ο μέγας Καρυωτάκης πρότεινε, χωρίς οπωσδήποτε το μακάβριο σχήμα με το οποίο συνόδευε τη φράση του.
Όμως η Πρεβεδώρου έχει και άλλη όψη· σατιρική. Κι αυτή αναδεικνύεται εξ ίσου ενδιαφέρουσα με την προηγούμενη, γεμάτη κρυφό γελάκι, πονηρή ματιά και κούνημα του κεφαλιού με νόημα. Σ’ αυτή την κατηγορία είναι και το «Επτανησιώτικο», όπου διασώζεται και η επτανησιακή λαλιά και όπου απομυθοποιείται η παλιά αρχοντιά, με τις «αριστοκρατικές» συνήθειες των καλομαθημένων αρχοντόπουλων και όλα εκείνα του παλιού καιρού που στις μέρες μας ξέπεσαν σε λαμογιές:
Ο Νταχτιρής σου, σιόρα Κάτε
που ως τέτοιον μοσχανάθρεψες,
φιόρα στο πέτο, ρεβεράντζες στην πλατεία,
εκμοντερνίστηκε, παίζει,
τρώει λεφτά.
Μα μεταξύ παλιού και νέου
δεν έγινε σωστό λαμόγιο
και τα σωστά τον έχουνε μαδήσει.
………………………………
Απ’ το πολύ ταχτάρισμά σου, σιόρα Κάτε,
λάξεψαν οι συντεταγμένες
μέσα στην κεφαλή του Νταχτιρή σου.
Εμείς, οι έξω απ’ το libro d’ oro,
τα ’χoυμε χάσει.
Να σου μηνύσω θέλω αυτά,
μα είσαι εκεί
που μόνο αυτοπροσώπως δίνονται μηνύματα
κι εγώ ακόμη νιώθω προς τη ζωή
ακατανίκητη αδυναμία.
Είναι φανερό πως η ποιήτρια έχει ανοίξει διάλογο με τον κάτω κόσμο και πως η ματιά της δεν είναι απλώς ενημερωτική, αλλά είναι και κοινωνιολογική, γενικώς στοχαστική και, διακριτικά στηλιτευτική για κείνους που παλιότερα τυράννησαν με τις αυθαιρεσίες τους τον απλό λαό. Ήγουν το «αρχοντικό» δείγμα του «Νταχτιρή» έχει χάσει την έννοια της ουσίας του μαζί με τα μυαλά του που έχασαν τις συντεταγμένες τους. Ο κόσμος άλλαξε και η παλιά τάξη έχει πεθάνει, όσο για τους επιγόνους της, αυτοί έχουν καταντήσει Νταχτιρήδες, ενώ ο απλός λαός, χωρίς περγαμηνές ευγενείας βλέπει, κρίνει και νιώθει «προς τη ζωή ακατανίκητη αδυναμία» που ισοδυναμεί με τη δύναμη της επιβίωσης.
Η Πρεβεδώρου έχει με τον μέρος της τον καιρό, του οποίου τα γυρίσματα αποκαλύπτουν τους αναίσχυντους, τους αλαζόνες, τους προκλητικούς, τους επιφανειακούς, αλλά και τους ποιητές «τους ανθολογημένους απ’ τον θάνατο/ κριτικό μέγα».
Στη δεύτερη ενότητα, τα «Δορυφορήματα ΙΙ» πηγάζουν όλα από τον αρχαίο μύθο και έχουν αρχαίο τίτλο. Κάθε όνομα και μια τραγωδία στη ζωή και στο θέατρο: «Της Φαίδρας»: «που ερωτεύτηκε/ την πιο δεινή εκδοχή του έρωτα/την άρνησή του». «Της Αντιγόνης»: «Για το δίκιο του θανάτου αντιμάχονται,/ αυτός το Μέγα Άδικο». «Της Ηλέκτρας»: «πέσαμε σε κενό χρόνου/ ως οικογένεια/ να επαναλαμβανόμαστε διηνεκώς/ στην Ψυχανάλυση». «Της Ιφιγένειας»: «Αν την πατρίδα θα ’πρεπε να συμβολίσουμε,/ ιδού εικόνα για τα λάβαρά μας: / ένας σφαγμένος κοριτσίστικος λαιμός». «Της Μήδειας»: «Θα σκότωνε για χάρη του/ και σκότωνε, εξάλλου/ δουλειά του έρωτα να κομματιάζει». «Του Οδίποδα»: «αναρωτιέσαι: Ποιον νίκησες;/ Ποιον ερωτεύτηκες;/ Τι έλυσες;/… Οι απαντήσεις στο σκοτάδι./ Οι απαντήσεις είναι το σκοτάδι». «Του Προμηθέα»: «αυτοί με εποίησαν φιλάνθρωπο,/ να τους λυπάμαι/ σαν να τους λείπει κάποια γνώση βασική/ και σαν το ‘‘λείπει’’/ να ’ναι νόμος/ ανώτερος της βίας και του κράτους/ των ανθρωπίνων». «Των Τρωάδων»: «Έχουμε ξαναδεί τους αγγελιοφόρους πονετικούς/ κι έχουμε ξανακούσει / ότι νικάμε ανώφελα/ τους ξανθοκέφαλους,/ μα δε σκοτιζόμαστε: τρέχοντας προς το χάος / είναι οι εικόνες νίκη επί του θανάτου». «Της Ελένης»: «Τόση ομορφιά τερατογένεση λογίζεται … σαν δόρυ υψωμένο/ στην αριστεία του έρωτα κατά θανάτου». Κι ανάμεσα στο μύθο μια σύγχρονή μας «Ελενίτσα» που ζει με το μύθο, έξω απ’ το μύθο. Τέλος η «Πανδώρα» με την ελπίδα φυλακισμένη «στο πήλινο πιθάρι», «Να πέταγε καλύτερα, / δε θα υπήρχε ο κόσμος των ονείρων/ και συνακόλουθα η διάψευσή τους».
«Δορυφορήματα Ι» και «Δορυφορήματα ΙΙ», μικροσκοπικές και μακροσκοπικές θεάσεις των ανθρωπίνων, όλες αθύρματα στου χρόνου τα γρανάζια, όλα του μύθου απομυθοποιημένα, καταλήγουν στη θέση τους κάτω από το χώμα, αδικαίωτα και δικαιωμένα.
Η Πρεβεδώρου φέρνει στο φως μια γλώσσα καλά δουλεμένη κι ένα μύθο πρισματικά επιφαινόμενο. Ο επιμελημένος με διακριτικότητα στίχος της εξακτινωμένος σε κοινωνικά, στοχαστικά και άλλα πεδία, η λέξη και η διάθεση, όλα συγκλίνουν σε μια χαμηλόφωνη ουσιαστική, συναισθηματική ποίηση, χωρίς ευέξαπτες κραυγές διαμαρτυρίας, αλλά «με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία» που θα ’λεγε κι ο Καβάφης, με κατανόηση και παραδοχή της ασημαντότητάς μας, που μόνο από τη φαντασία μας παίρνει μέγεθος και διάρκεια, με επισήμανση του πρόσκαιρου ή της διπλής όψης των πραγμάτων
«λέμε για πάντα … και γυρίζει, αν θέλει / στο πρωταρχικό ποτέ»
κι είναι αυτό που κάνει τη διαφορά.
2.
Χαρά Πρεβεδώρου, Χρόνος Ακέραιος. 25 ποιήματα με αφορμή τον Θουκυδίδη, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013.
Είκοσι πέντε ποιήματα με αφορμή τον Θουκυδίδη συνθέτουν τη συλλογή Χρόνος Ακέραιος και δεν χρειάζεται ιδιαίτερο σχόλιο για να καταλάβουμε το στίγμα της. Είναι η συμφορά του πολέμου και τα μύρια δεινά που φέρνει, όχι τόσο στα υλικά και άψυχα, όσο στα έμψυχα. Στη συνείδηση των ανθρώπων, στη νοοτροπία. Ότι των δυνατών, των λαοπλάνων, των πολεμοκάπηλων, των συμφεροντολόγων, ότι αυτών εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα και καθόλου δεν αστειεύομαι.
Πρώτο ποίημα της ενότητας οι «Τυραννοκτόνοι ή η άλλη αλήθεια». Από τη διάζευξη και πέρα είναι που αποκτά σημασία ο τίτλος, η είδηση. Είναι η «άλλη αλήθεια» που αποκαθηλώνει την πρώτη – «τυραννοκτόνοι». Δεν έγινε το φονικό γιατί ο τύραννος ήταν τύραννος αλλά γιατί ο τύραννος κοίταξε ερωτικά τον νεαρό κι εκείνος τον αρνήθηκε. Όμως το χυμένο αίμα του τύραννου είναι που μετράει, ανεξάρτητα από την αληθινή πρόθεση ή αιτία. Αλήθεια στην πολιτική είναι ό,τι βολεύει και συμφέρει. Κι αυτό αναβαθμίζεται σε ύψιστη πολιτική πράξη. Απόδειξη και τα αγάλματα στην πλατεία.
Τα δεινά του πολέμου, η φρίκη, η βαρβαρότητα στο όνομα της επικράτησης κατά του «εχθρού», εξαντλούν τις αντοχές του «κήρυκα» «κι έφυγε στα βουνά/ καλύτερα με λύκους», τέτοιος ο πολιτισμός μιας χώρας που έχτισε τον Παρθενώνα και γέννησε το θέατρο. Είπαμε θέατρο κι αμέσως βλέπουμε τον «Λίχα», έναν «μοντέρνο» άνθρωπο που αλλάζει ρόλο, ανάλογα με τις συνθήκες «μεταλλάσσεται και διαβιώνει εσαεί», αλλά να και που το θέατρο σε κάτι μες στον πόλεμο βοηθάει και στη σύγχρονη συμφορά επιβιώνει, βρίσκοντας εφαρμογή ίσως και στα καθ’ ημάς:
Η ποίηση ως λύτρα
πού ξανακούστηκε.
Σώθηκαν, λέει, τραγουδώντας Ευριπίδη
ανάμεσα σ’ εχθρούς,
καθώς ζητιάνευαν στις πόρτες για ψωμί
ή μπρος στις τράπεζες εζωγρημένοι.
……………………………
Μπροστά στις Τράπεζες ξανά
ανάμεσα σ’ εχθρούς ξανά
έχουμε πλήθος ποιητών να τραγουδήσουμε,
αν τέτοια ακόμη κατορθώνει η ποίηση.
(Λύτρα)
Η «θεία βούληση» που παρεμβαίνει πάντα στο πλευρό του νικητή, η τρομερή αλήθεια που δεν αντέχει ο άνθρωπος, το «δυσβάσταχτο νόημα των γεγονότων» η αλλαγή του νοήματος για να δικαιολογηθούν οι πράξεις: «οι λέξεις έχασαν την ηθική τους/ σε φαύλα στόματα κυλίστηκαν / και πλάγιασαν με λάγνες πράξεις» και… άγνωστο γιατί και πώς μια «άνω τελεία» έβαλε τέλος στη θουκυδίδεια εξιστόρηση, χωρίς να έχει επέλθει ούτε το τέλος του πολέμου, ούτε της αφήγησης. Η ποιήτρια ρωτά: «Τι σε σταμάτησε;/ Τόσο τρομακτικό το φάντασμα των μελλουμένων;… Άφησες τη γραφίδα ή σε άφησε;».
Η Πρεβεδώρου σ’ αυτή την ενότητα ασχολήθηκε με τα αρχαία δεινά κι είναι που επιβιώνουν στα σημερινά η αιτία που την κέντρισε. Είναι η αλήθεια των λόγων του αρχαίου ιστορικού που επιβεβαιώνει την αχόρταγη επιθυμία για δύναμη και δόξα και πλούτη και εξουσία, αδυναμία του ανθρώπου να αντισταθεί στη βία και στο έγκλημα για να τα αποκτήσει.
Στη δεύτερη ενότητα ο Θουκυδίδης είναι μακριά αλλά οι συμφορές των ανθρώπων κοντά. Δεκαεννέα είναι τα ποιήματα με τον τίτλο «Μνήμης Σημαντικά», σαν μάθημα συντακτικού ακούγεται, όπου τα μνήμης σημαντικά συντάσσονται με «το πηγάδι δολερό / μου έμαθε ν’ ανοίγω τα πηγάδια/ μέσα μου», με τη «Παραλία»:
Η αμμουδιά βαριά παλλόμενη
σαν στήθος ελαφίνας που αφουγκράζεται.
Έφερνε ο αέρας των οριζόντων τις φωνές
και τις σιωπές
την ώρα που ανέτειλε το ποίημα.
Χώθηκα μες στα χρώματα·
βάφηκαν λουλακιά τα πέλματά μου.
Πήρα στις χούφτες το νερό,
το ύψωσα προς το μεγάλο φως.
Ευθύς εξακοντίστηκαν ακτίνες
σαν περιστέρια στη γιορτή των Φώτων.
Να τι μπορεί να σώσει την ψυχή μου.
Η στιγμή του θαύματος είναι η «ώρα που ανέτειλε το ποίημα» και είναι η ανατολή του ποιήματος η σωτηρία της ψυχής. Η ποιήτρια πολύ καλά μεταδίδει την έκσταση αυτής της ανατολής, γέννησης, δημιουργίας, ή Θεοφάνειας, αφού σαν τέτοια την παρουσιάζει και τέτοια είναι. Αλλά, σύντομα ο ενθουσιασμός και η χαρά αναδιπλώνουν τα φτερά τους για να αφήσουν χώρο στον ζαρωμένο χρόνο που «Πετάει με τα εφήμερα» (Εφήμερα), στην κρυφόπικρη επισήμανση για τον διευθυντή που σαν «ρολόι καλής μάρκας» αλλά «ξεκούρντιστο» έκανε παιδί με σύνδρομο ντάουν («Προσωπογραφία»), για την κριτική κοινωνική ματιά στην «Ουσιώδη διαφορά» και για την κριτική θρησκευτική ματιά στο «Ανατολικά ΙΙΙ».
Όμως η Πρεβεδώρου δεν μπορεί να απαρνηθεί την κεφαλωνίτικη σκαμπρόζικη, ενδιάθετη, κληρονομική, πειρακτική φύση της. Θα παραθέσει «Δύο σονέτα με ουρά». Στο πρώτο, γεμάτο από ουσιαστική παρατήρηση, πικρό χιούμορ και χαριτωμένη διάθεση, θα χαριτολογήσει πάνω στο αδύνατον της σύζευξης ή σύμπλευσης των αντιθέτων, όπου τα αμάραντα και τα μαραμένα, παρά τη γοητεία που ασκούν, δεν θα συνυπάρξουν. Ακύρωση. Στο δεύτερο, αντί συζύγου, σκύλος και όλα τελειώνουν ευχάριστα, το σονέτο αποκτά ουρά και έτσι Σκύλος και σονέτο κουνάνε την ουρά τους από τη χαρά τους. Επικύρωση.
Και το ποίημα κατακλείδα, «Η συνταγή», ένα ποίημα ποιητικής, ανατρεπτικό, αυτοαναφορικό και αμφισβητικό που βάζει και τα πράγματα στη θέση τους και την ποιήτρια στο βάθρο που της ανήκει: «Για μένα κάθε ποίημα είναι τέλος», όπου, υποθέτω «τέλος» είναι ο σκοπός ή ο φόρος που πληρώνει στην τέχνη που υπηρετεί για να μπορεί να ζει ως πολίτις στων «ιδεών την πόλη». Σ’ αυτή την πόλη, κοιτώντας άλλοτε την ιδέα κι άλλοτε το κακέκτυπό της, στήνει τους στίχους της ζωντανούς, ζεστούς, απλούς, μεστούς από όλα όσα συνθέτουν το μυστήριο της ζωής, το αδύνατο της ιδανικής και το ακατανόητο της καθημερινής, αλλά και τις περιπλανήσεις του νου και τις αγωνίες της ψυχής. Ο Χρόνος ακέραιος είναι και άπειρος και η ζωή μας απλώς πεπερασμένη και στην ώρα της τετελειωμένη. Δεν πρέπει να περάσει ασχολίαστη η μακέτα του εξωφύλλου με το υπέροχο λιτό διακοσμητικό κόσμημα του Γρηγόρη Κυρλίδη.
[Πρώτη δημοσίευση. Το έργο είναι του Ανδρέα Νικολάου.]