frear

Ζωή Σαμαρά: “Είδα τις λέξεις να χορεύουν” – κριτική της Αρχοντούλας Διαβάτη

Ζωή Σαμαρά
Είδα τις λέξεις να χορεύουν
εκδ. ΓΚΟΒΟΣΤΗ 2015

«Μόνον δια της λύπης είμαι εισέτι ποιητής».
Β.Λεοντάρης.

lexeis_xorevounΚαθώς προχωρώ στην ανάγνωση του βιβλίου με τον κρυπτικό τίτλο Είδα τις λεξεις να χορεύουν, το αδύνατο κοριτσάκι από το νησί της Καρπάθου, παιδί φανατικό για γράμματα, όπως διηγείται ο Χορός, αποκαλύπτοντας «το μυστικό του τετραδίου» της Ζωής -σελ.19 και 22 – μέσα στη μελωδία της ουτοπίας και των βιβλίων, όπου «είχε δηλώσει – εκείνη- με πάσα επισημότητα ότι θα γίνει συγγραφέας», ήρθε και στάθηκε με «τα 24 γράμμματά»του της σελ.24 – δίπλα στην ΚΑΔΜΩ – της Μέλπως Αξιώτη, δίπλα στην άλλη «ποιήτρια» από το άλλο νησί, με συγγενικό το πεζόμορφο ποιητικό της σύμπαν, όχι όμως για να κάνει όπως εκείνη κανέναν έσχατο απολογισμό, αναστοχασμό μόνον, γιατί εδώ η μνήμη λειτουργεί ως παράγοντας ανανέωσης κι όχι στατικά, ταξίδι στην αυτογνωσία και στο μέλλον, με την ουτοπία, έστω, «που χρησιμεύει- όμως- για να προχωράμε», όπως γράφει ο Εντουάρντο Γκαλεάνο στο βιβλίο του με τον συγγενικό τίτλο, «Οι λέξεις ταξιδεύουν», που διαβάζω αυτές τις μέρες. Γιατί «….γράφω σημαίνει ζω, δηλαδή είμαι όρθια», ένα από τα μυστικά στο τετράδιό της, σελ.22.

ΧΟΡΟΣ, ΓΥΝΑΙΚΑ και ΠΟΙΗΤΡΙΑ, μια σύνθεση με τρεις φωνές, τρεις υποκριτές, με πρόλογο, διάλογο και λόγο. Στον πρόλογο μαθαίνουμε ήδη ότι μέσα από τις διηγήσεις και την τραγικότητα του χορού, της λαϊκής γνώμης, ενός συλλογικού υπερεγώ, γεννήθηκε η ποιήτρια. Παιδί, στον παράδεισο του νησιού και το Καρπάθιο πέλαγος να θρέφει το πέλαγος της φαντασίας της, ξεκινάει με αφέλεια το ταξίδι , «ενώ η άβυσσος μας περιμένει» – γράφει, προοικονομώντας τη δυστυχία της ζωής.Με την ανυπακοή απέναντι στα « μη», πολεμάει για το ζωτικό της χώρο, να χτίσει την ταυτότητά της. «… Έγραφε / όλη μέρα όλη νύχτα / από τότε που ήταν 18 χρονών / …μέχρι που έγινε 81», «έτοιμη πια να φύγει γι’άλλη χώρα », κατακτώντας την άδεια σελίδα, γράφοντας «μονάχα ένα ποίημα», «κι εκείνο έλεγε την ιστορία μιας γυναίκας…», σελ.29.

Ο ΧΟΡOΣ μας διηγείται τα δρομολόγια που κάνει τη αδύνατη μικρούλα για να πάει στο γυμνάσιο, ηρωική φιγούρα που εμπνέει και δεν περνάει απαρατήρητη κι απότον Διοικητή του νησιού που « ίσως πάλι να ήθελε να κρύψει την αρχοντιά του, όπως σήμερα κρύβουμε τη μιζέρια μας.».Βγάζει τη γλώσσα στις εξουσίες και την υπακοή, κι ας είναι γυναίκα, βγάζει το στενό σακάκι των στερεοτύπων, να πάει «μόνη σπίτι» της να γράψει, κι ο ποιητής- άλμπατρος με τα άβολα φτερά του, « πολύ μικρά για να πετάξει(ς)»- «πολύ μεγάλα για να τρέξει(ς)», εξόριστος και δύσκολο να βρει το βηματισμό του, ικανός μόνο «για να ζήσει(ς)… μια ζωή πλήρη(ς) ημερών ανυπαρξίας». Αυτοσαρκασμός και μαύρο χιούμορ- σελ.33- «…πριν ονομάσουμε τον κόσμο δεν προσπαθήσαμε καν να αφαιρέσουμε την ετικέτα με την τιμή που είχε επάνω του», σελ.34.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ -φωνή- ζητάει το δίκιο της, καθώς « ανεκπλήρωτα όνειρα την αναζητούν», σελ.42. Να βγει απο τις παρενθέσεις και τις αγκύλες και τη φυλακή τους, να αυτοπραγματωθεί – « να έχεις το σθένος να γίνεις / αυτό που είσαι / με όλα τα συστήματα/ γονίδια- κοινωνία/ μοίρα- μερίδιο/ να σε αντιμάχονται», σελ.37.

ΠΟΙΗΤΡΙΑ να γίνει, «για να ακουστεί το κενό, το αόρατο», σελ. 38. Να δώσει φωνή στο άρρητο, αυτό φαίνεται χρειάζεται να πράξει. «Η ποίηση αναδεύει / λέξεις συναισθήματα πλάνην οικτράν / πέρα από το ρυθμό καί την οδύνη», έτσι, χωρίς στίξη. Κι όταν «η ποίηση αρνείται να ποιήσει», « το Χάος αρνείται να γίνει Ημέρα»- «μη με διαβάζετε εκτός κι αν», που έλεγε κι ο ποιητής.Μετά το πέρασμα του Φαέθοντα- «..ο χρόνος έσβησε / ή άρπαξε φωτιά…», ήταν ο ήσκιος του θανάτου και «Ούρλιαξε μα δεν μπόρεσε να σταματήσει τη συμφορά», «σταμάτησε να γράφει…έχτισε τον τάφο της.» , σελ. 52,

είδε «τις λέξεις να χορεύουν -δεν είναι ένας διονυσιακός χορός – …ντυμένες στα μαύρα», είναι ποίηση, αινιγματική, με αντηχήσεις από την ποίηση του Σαχτούρη –«πάνω στον τάφο μου χαράζω ποιήματα», μέχρι να μετουσιωθεί σε «άρτο», σε «οίνο», «γροθιά» να γίνει για «τους λαούς» ή τους « οικονομικούς μετανάστες/ σε οικονομί α του Νότου», «να σηκώσουν ξανά το κεφάλι / από ψηλά/ τους δήμιους/ να /αντικρίσουν». Μια γενική επιστράτευση των φτωχών, μια ποίηση που θέλει να φέρει στο προσκήνιο τους αφανείς, αρνείται να είναι η ποίηση μιας διανοούμενης, θέλει να χορέψει στη γιορτή της ζωής, να νοηματοδοτήσει τον κόσμο ξανά, με τις αισθήσεις, τη λογική και τη συγκίνηση. «Θέλετε να χορέψομε Μαρία;» Από την αχρονική νουβέλα της Μ. Αξιώτη και πάλι η πρόσκληση σε χορό, ένα σχόλιο στην απόκοσμη λειτουργία των λέξεων και της γραφής του κρυπτικού τίτλου της συλλογής.

Γυναίκα γήινη, από καλή γενιά, μιας μητροτοπικής νησιώτικης οικογένειας, «κι η θάλασσα στα πόδια της», « η μικρή από τον Κάβο», αντικρίζει από τα Πηγάδια, «Απέναντι ακριβώς από το σπίτι της / το φιλόξενο Όθος / Εκεί γεννήθηκε η μητέρα της/ εκεί η μητέρα της μητέρας / Της χάρισε το όνομά της/ η γιαγιά/ η αρχόντισσα/ που έσκαβε τη γη / πλάι στους εργάτες/ και στη συνέχεια μαγείρευε/ Τους πρόσφερε λαγό κρασάτο πάνω στο καλό/ τραπεζομάντηλο/ Τους φίλευε καρπούς εξωτικούς από την Αλεξάνδρεια/ Η γιαγιά/ με τα πολλά χωράφια/τα πολλά παιδιά…», σελ.59.

«Μενετές», σαν προσευχή στον κόσμο της παιδικής ηλικίας, «Με τα μάτια κλειστά», στην Παναγία του γενέθλιου τόπου και στη χάρη της , όπου όμως « μόνο οι γυναίκες πάντα γεννούσαν με οδύνη», σελ.65. Πεζολογώντας γράφει ποίηση.

Είναι «Η πρωτόγονη Μπα – Ίλα» που έχασε το παιδί της, Έτσι κι αυτή «φτάνει στην άκρη του γκρεμού και πέφτει στην άβυσσο της τρέλας», με τις τελευταίες της εντολές και τις τις τελευταίες της υποθήκες προς τον αναγνώστη, hypocrite lecteur, mon semblable, mon frère, που παραμέλησε την αγάπη κι έγινε ο κόσμος αβίωτος ένας κόσμος τρόμου. Στο τέλος η πραγματικότητα, ακατανόητη: «Πραγματικότητα / παιδί και μάνα του μη πραγματικού» και το όνειρο η μόνη πραγματικότητα, «μόνο δια της λύπης».

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: