frear

Πάρκο τιμωρίας – του Αχιλλέα Ντελλή

Πώς αντιδρά κανείς, όταν εγκλείεται σε μία φυλακή και νομίζει ότι υπάρχει διέξοδος με το να ακολουθεί κατά γράμμα τους κανόνες που έχουν οριστεί από τους δεσμοφύλακες; Υπάρχει επιβράβευση ή δυνατότητα απόδρασης; Ή, εν τέλει, είναι μάταιο και το αποτέλεσμα προδιαγεγραμμένο;

Σε αυτά τα ερωτήματα απαντά η ταινία Πάρκο Τιμωρίας (1971, 88’) του Πήτερ Γουότκινς. Γεννημένος το 1935 με πανσπερμία τόπων διαμονής (Μ. Βρετανία, Σουηδία, Λιθουανία, Καναδάς) υιοθέτησε στις ταινίες του μια αντισυμβατική φόρμα (συνδυασμός ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας πριν ακόμη το docudrama φιλοξενηθεί ευρέως στα τηλεοπτικά κανάλια) για να τονίσει την αντιιμπεριαλιστική και αντιπολεμική θεματική του. Φαίνεται καθαρά η κριτική του ακόμη και σε αυτά τα λεγόμενα:

“Δεν πιστεύω ότι η διαμαρτυρία ενάντια στην παγκοσμιοποίηση θα καρποφορήσει ποτέ, εάν αφήσουμε το σινεμά, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο στην κατάσταση που είναι τώρα”

Στο Πάρκο τιμωρίας αποτυπώνεται η αντισυστημική κριτική του μαζί με τη διπλή αφήγηση: των θυμάτων (των νέων) και των θυτών (των δικαστών) που αναπαριστώνται δραματικά, και του αφηγητή που συμμετέχει και παρατηρεί.

Το πρώτο απόσπασμα που ακολουθεί είναι από την εισαγωγή της ταινίας, όπου περιγράφονται οι έκτακτες περιστάσεις που ζει μία χώρα και τα μέτρα που λαμβάνονται.

Η χρήση του ζουμ-ιν (εκφραστική πολυτέλεια που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στις αεροπορικές πτήσης κατασκοπείας στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο και υιοθετήθηκε κατά κόρον στην τηλεοπτική εικόνα) μαζί με το παρατεταμένο πλάνο της αστερόεσσας δημιουργεί ένα διεισδυτικό και συνάμα οξύ σχόλιο για τη φύση της δημοκρατίας στην ηγέτιδα δύναμη.

Αυτή δεν διστάζει να φέρνει σε παράτυπα δικαστήρια τη γενιά του baby boom που υιοθέτησε αντισυμβατικά μέσα (διαδηλώσεις, πράξεις ανατροπής) προκειμένου να αντισταθεί στον εφησυχασμό της εποχής και της κυρίαρχης αντίληψης των μεγαλύτερων.

Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στις διαφορετικές αντιλήψεις και πρακτικές τονίζεται όχι μόνον από τους υπότιτλους της ονοματολογίας και της επαγγελματικής ιδιότητας των δραματικών προσώπων που αποκτούν ένα σπουδαιοφανή ρόλο, αλλά κυρίως μέσα από το παράλληλο μοντάζ με τη βοήθεια του οποίου βλέπουμε τα όργανα καταστολής να προετοιμάζονται για την αναμέτρηση, τη στιγμή που η δίκη δεν έχει τελειώσει και η βία δεν είναι ακόμη επιλογή. Επιτυγχάνεται έτσι μια κυκλωτική αίσθηση του χρόνου, όπου το παρόν διασπάται αλλά και παρατείνεται.

Και αν αυτό αντιπροσωπεύει ο νέος, τούτο έρχεται σε σύγκρουση με τις δασκαλίστικες αντιλήψεις των μεγαλυτέρων.

Η ευωχία, η υποκρισία και η αλαζονεία των σπουδαιοφανών έρχεται ως ειρωνικό παρακολούθημα της αγωνιώδους και ναρκοθετημένης πορείας των θυμάτων που επέλεξαν, αντί του 15ετούς εγκλεισμού σε σωφρονιστικό ίδρυμα, να διασχίσουν την έρημο στο πάρκο για να φτάσουν στην τοποθεσία που βρίσκεται η αστερόεσσα (στο πρώτο απόσπασμα). Εκεί τα θύματα έρχονται αντιμέτωπα με απειλές, καταδιώξεις, κλίμα τρομοκρατίας και με σωματική εξόντωση λόγω αφυδάτωσης και δολοφονίας.

Έτσι προχωρά η ταινία, δικαιολογώντας απόλυτα τον τίτλο της και επιλέγοντας σοφά τη μικρή φόρμα (διάσταση οθόνης 1,33:1- ανάλογη της τηλεοπτικής εικόνας) που εντείνει περαιτέρω την αίσθηση του εγκλωβισμού. Μα πάνω από όλα προφητικά, θαρρώ, μίλησε για μελλούμενα.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη