frear

Για την Εφηβεία του Μπλε του Χρίστου Κρεμνιώτη – κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

Χρίστος Κρεμνιώτης, Εφηβεία του Μπλε, Οδός Πανός, Αθήνα 2009.

Με την αφιέρωση «Ίσως στον Σαραντάρη», ο Χρίστος Κρεμνιώτης μας υποδέχεται στη συλλογή του, προσημαίνοντας τις προτιμήσεις του, ναι μεν αλλά και με το «ίσως», όχι. Πάντως πιο πολύ ισχύει κατά την άποψή μου το ναι. Ναι, λοιπόν, στη ζωή και στην ποίηση και στη δράση. Ναι στην ποιότητα και στη δημιουργία, ναι στο έρωτα μιας Ρωξάνης, ναι στην ποίηση, αν ισχύει το «είμαστε ποιητές σημαίνει» ό,τι αυτός όρισε.

Η συλλογή έχει «Είσοδο», «Έξοδο», δεκατρία «Περάσματα» και τα ποιήματα ανάμεσα. Σαν να λέμε «Είσοδο», σε χώρο, σαν σε δράμα, σαν στον Μικρό ναυτίλο του Ελύτη, και πολλά άλλα ίσως. Κατ’ αναλογίαν και η «Έξοδος». Οπότε, φαίνεται από την πρώτη ματιά ότι η συλλογή, Εφηβεία του μπλε, εξελίσσεται με αρχιτεκτονικό σχέδιο που επιτρέπει στον αναγνώστη την «είσοδο» αλλά του επιβάλλει τα «περάσματα»-γέφυρες-στάσιμα για ανάσα για να την επισκεφτεί. Όμως, όπως δείχνουν τα πράγματα, και όπως οι τίτλοι των ποιημάτων σημαίνουν, δεν είναι εύκολη η περιδιάβαση. Θα έλεγα πως κάθε πέρασμα είναι και μια προειδοποίηση, σαν τα σκαλιά που πρέπει ένας ασκητής να πατήσει για να περάσει στα ενδότερα. Κι εκεί, από ποίημα σε ποίημα και από πέρασμα σε πέρασμα, εξελίσσεται ένα ψυχολογικό δράμα έρωτα και απουσίας, απροσδιόριστα θλιμμένης διάθεσης, σπαρακτικής, υπαρξιακής αγωνίας. Ο ποιητής μοιάζει σαν άλλου καιρού ανεμοδαρμένος, περιπλανημένος σε δύσκολα μονοπάτια του νου.

Με το πρώτο «πέρασμα», «Το πρόσωπό σου/ τη σιωπή / στα χείλη φίλησε./ Έτσι, πρώτη φορά γεννήθηκε το δάκρυ», έβαλε το στίγμα της διάθεσης.

Ο στίχος του δεν μοιάζει του κόσμου τούτου ούτε η έκφρασή του εντάσσεται στις συνηθισμένες. Διατηρεί όλα τα στοιχεία μιας ρομαντικής ατμόσφαιρας άλλου καιρού. Σαν ο πρωτόπλαστος μέσα στον κόσμο, αλλά μετά τον παράδεισο, οι στίχοι «Δεύτερη των πραγμάτων φύση/ θάλασσα […] Ένα μικρό ποτήρι κόκκινη ντροπή […] Βρεγμένα χείλη ανέμου εικοσάχρονου» («Πρώτη ύλη») δίνουν δείγμα μιας τραυματισμένης ευτυχίας, ενώ στη συνέχεια τα πράγματα διευκρινίζονται κάπως: «Ο έρωτας σιωπή που επιστρέφει. / Μυρίζω ακόμη τη φωτιά […] Μυρίζω ξανά τη φωτιά […] Έπεφτε μια βροχή από κανέλα στα τριαντάφυλλα, αλλά, θα βρω τον τρόπο να μισήσω κάτι τέτοιο./ Αυτά τριγύρω. Κι όλα τα άλλα /εσύ./ Δύει. Και ακόμη άνοιξη./ Αυτά, μέχρις εδώ, για να σου πω, όπως κι εσύ,/ ότι κι εγώ, θυμάμαι…/ Απ’ τη ζωή σου, πέρασε η σάρκα μου. /Τώρα σελήνη» («Μηδέν εξίσου»).

Εδώ, λοιπόν, νομίζω πως συντελείται το μυστήριο μιας σαρκοβόρας, ψυχοφθόρας μνήμης, ανάμνηση ενός ήδη συντελεσμένου έρωτα που μάλλον κόπηκε βιαίως και ως συνήθως, αυτό που δεν πρόλαβε να φθαρεί ιδανικοποιείται, αφήνοντας τα αποτυπώματά του ζωντανά και οδυνηρά. Η οδυνηρή αυτή μνήμη μεταμορφώνεται σε «μουσική των πεύκων στις ακτές / άλγος του Οκτώβρη», σε γήινη Αφροδίτη, όπως ξεπηδάει από την ανασκαφή: «από το ξέθαμα μιας λίγης πέτρας / η Αφροδίτη./ Όλη από χώμα./ Καθώς την πόθησες», για να μπορεί να την αγγίξει υποθέτω και να μετεξελιχτεί σε «άρωμα ξύλων αγκυροβολημένου συκεώνα […] Η οργή της γαλήνης: Vivaldi» («Ιταλικό»). Εδώ όλα τα υλικά της τέχνης και της φύσης επιστρατεύονται για να συνθέσουν την αγαπημένη μορφή. Στη συνέχεια με την επιμονή της, «Μουρμουρητό/ Νοέμβρη/ επίμονου», σχίζει βουνά για να περάσει όλο τον ιστορικό χρόνο και να φτάσει στις πρώτες ρίζες, εκεί που «θήλαζες /σαν νεογνό κεράσι/[ … ] Όσο για εδώ, μονίμως δύει./Μ’ απομνημόνευσα το φως». Ευρηματικός ο ποιητής. Τίποτα δεν θα μπορούσε κανείς να επιλέξει ως ενδεικτικό, χαρακτηριστικό, γιατί όλα είναι φορείς πνεύματος και ουσίας δυνατής σαν σταγόνα πυρίτιδας. Η «οργή της γαλήνης», το «νεογνό κεράσι» και ο απομνημονευμένος στο φως, γινωμένος όλος φως, πιωμένος από το φως μάρτυρας του πάθους του, πάσχων ποιητής.

Επιχειρώντας μακρύ διασκελισμό και περνώντας στο τρίτο «πέρασμα», βρισκόμαστε πάλι εκεί, στη μνήμη, ιδωμένη από το αρνητικό της, τη λήθη: «Άκου: κραυγή είναι η λήθη./Θα έχει όμορφα νερά απόψε./Και φως./Των ναυαγίων / μόνος επιζώντας/ ο προορισμός». Στο πέμπτο η έκφραση επιθυμίας, «θέλω να δω /τον θάνατό αυτής της γενεάς», μας εισάγει στην πόλη του. Μια πόλη με όλα τα δεινά της: «ηλεκτρονικοί λαρυγγισμοί», «βρυχηθμός», «καμένα κόκαλα της λεωφόρου», «Ένα πτώμα πεταμένο σαν σακάκι», «Δόρατα του φωτός/ φτάνουν σαν αίμα μες στα μάτια σου /φτυσμένο». Μ’ αυτές τις εικόνες μας δίνει την άποψή του για την πόλη του. Στο έκτο «πέρασμα» επανέρχεται στη μοναξιά του. Στίχοι όπως: «καθώς σε έσφιγγα, μελάνιαζε το φως», «μια γκρίζα πεταλούδα που αφήνει τα φτερά της / στους ώμους μου/ μελανιασμένους», «σαν σε θηλάζει, τώρα, το σκοτάδι/ η ανάγκη αποκτά την πρώτη / ύλη της», «Είμαι μόνος./ Σαν εμένα», «Όμορφη είσαι κι όταν λύπεις», «Θα ’θελα μόνο να έκρυβες την απουσία σου./ Ξέρεις, σε πείσμα των δειλών/ σε αγαπάω», («Χθόνιος ήλιος»). Οι στίχοι αυτοί, σαν πένθιμο εγκώμιο και σαν υμνητικό μοιρολόι, μεταπλάθουν το ανθρώπινο αίσθημα σε τέχνη άρρητη που αφήνει απλώς νύξεις ενός κόσμου που χάθηκε, ενός κόσμου που η απώλειά του ισοδυναμεί με την απώλεια του παραδείσου από τους πρωτόπλαστους.

Το όγδοο «πέρασμα», «Παραλλαγές επάνω στο σκοτάδι», αφήνει πίσω του τη φωτεινή πανδαισία των «Παραλλαγών πάνω σε μιαν αχτίδα» του Ελύτη (Ήλιος ο Πρώτος). Όμως, εκεί ο Ελύτης συνδιαλεγόταν με τα χρώματα της ίριδας όλα, ενώ εδώ ο Κρεμνιώτης συνδιαλέγεται με την «αιθάλη» και την «ασβόλη. Παρ’ όλα αυτά, στο μοναδικό ποίημα του «περάσματος», «Ενώ ξυπνούσες», βλέπει τη γέννηση του κόσμου από το σκοτάδι, φυσικά: «Ζυγίζει τα φτερά του ο κόσμος», αλλά δεν παραβλέπει τα «Δυο βήματα θανάτου, μόλις, πιο εκεί». Οι στίχοι «Σαν έμβρυο διπλωμένος μες στη χλόη/ ξυπνούσες./ Μυρίζουν τα ασύλληπτα μαλλιά του πρώτου αγριόχορτου», αποθεώνουν ή έστω μας δίνουν μια ευτυχισμένη νότα ζωής που αρχίζει. Όμως ο ποιητής νομίζω πως εκείνο που θέλει να εκφράσει είναι πολύ βαθύτερο από μια περιπέτεια της ζωής, της ψυχής ή του μυαλού.

Πρόκειται γενικώς για μια περιπέτεια που ξεφεύγει από το πλαίσιο ενός βιώματος. Το βίωμα το έναυσμα τού δίνει μόνο για να πάει μακριά τη σκέψη, ψηλά το στίχο, βαθιά το συναίσθημα, όπως π.χ. οι στίχοι «Το μεσημέρι, θα μυρίζει στα σεντόνια σου/το εφήμερο άρωμα της έλξης», «Κάποια παρθένος με το όνομα Σελάνα / έδωσε να κρατώ/ Χρυσάνθεμο στη λόγχη των Χειλιών», «Φλόγες νερού είναι ο κόσμος./ Στη βοή του Αισχύλου και/ το ωμέγα, του Θεού», «Δεσμώτη του ασύλληπτου /σε πεινάει το γέλιο». Για πόσες αναφορές θα μπορούσαμε να μιλήσουμε εδώ.

Ο ποιητής Χρίστος Κρεμνιώτης διαθέτει μια εξαιρετική νεανική φωνή, κρυστάλλινη, καθαρή, βαθιά στοχαστική, σε απόσταση από τα τρέχοντα και τετριμμένα, με πλούσιο διακείμενο, με εμφανείς αναφορές σε πρόσωπα και κείμενα από όλη την παράδοση της ελληνικής λογοτεχνίας, ο Ελύτης νομίζω διακρίνεται ευκρινέστερα, καλά χωνεμένα όμως όλα και άριστα μεταμορφωμένα, κατακτημένα και εκφρασμένα με τρόπο πρωτότυπο, προσωπικό. Και η λέξη του συχνά σπάνια, η σύνταξη ιδιάζουσα, πληροφορητική, δηλαδή πέρα από τα αναμενόμενα. Μια ποίηση «αλλιώς ωραία» θα έλεγε ο Ελύτης. Και αυτής της «αλλιώς ωραίας» ποίησης επιλέγω την «Έξοδο» για επίλογο και επιβεβαίωση των λεγομένων μου, η οποία μου δίνει κάπως μια αίσθηση από Σαιξπηρικό Άμλετ:

Σ’ ένα λευκό γεράνι φωλιασμένος.
Αρκώ.
Νομίζω, ήδη είπαμε πολλά.
Μας είναι, άλλωστε, αρκετή
κι η γεύση του καφέ, που άδικα μας ξαγρύπνησε.

Οπωσδήποτε, Όχι, δεν μας ξαγρύπνησε άδικα.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Υπενθυμίζουμε ότι από τις εκδόσεις μας κυκλοφορεί το πιο πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του Χρίστου Κρεμνιώτη, η Γεωμετρία της Νήψης. Φωτογραφία: Jacques Henri Lartigue (1894- 1986).]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη