Θάνος Πάσχος, Φως οδυνηρό, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2015.
Με την αφιέρωση «Στην Ελένη μου και στα παιδιά μας» ο Θάνος Πάσχος λύνει τους κόμπους της επικοινωνίας αμέσως. Ανοίγει το κανάλι και το συναίσθημα εκρέει ορμητικό. Σαν προμετωπίδα και αλεξικέραυνο για κάθε κακό. Σαν προσευχή, να μας φυλάει ο Θεός. Συσπείρωση στο κουκούλι της οικογένειας που τη φτιάξαμε με αγάπη και χαρήκαμε την ομορφιά της, ζήσαμε την ηλιόλουστη περίοδο του Έρως ονειρευόμενος (έκδοση του 2012) και τώρα πρέπει να ζήσουμε τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης. Κακό μάτι; Τι ήταν αυτό που έφερε την εκτροπή, «και το φως των οφθαλμών μου, και αυτό ουκ έστι μετ’ εμού»; (37ος ψαλμός, μότο της συλλογής), ποια ύβρη διαπράξαμε και πληρώνουμε τώρα; Μα την υψίστη, θα μπορούσε κανείς να απαντήσει. Ένιωσες την ευτυχία, είδες τον κόσμο αράγιστο, εσύ και η Ελένη, η ομορφιά του κόσμου στο ερωτικό σας σμίξιμο προκάλεσαν την μήνιν της μοίρας. Και μετά το προπατορικό αμάρτημα η τελειότητα δεν επιτρέπεται. Πρέπει κι εσύ να πληρώσεις το τίμημα της ευτυχίας που έζησες. Μοίρα σκληρή και άδικη.
Ο ποιητής όμως καθόλου δεν διαμαρτύρεται, δεν χάνει την ελπίδα του, θρηνεί ελπίζοντας πάντα στο έλεος του Θεού. Ελεγεία η συλλογή του. Με πολλά ψυχικά σκαμπανεβάσματα. Τη μια νοιώθει στο βυθό και την άλλη στον αφρό. Σαν δύτης πάει κάτω για να βρει τη δυσεύρετη ελπίδα, ανεβαίνει παίρνει ανάσα και ξαναβουτά. Με το «Πρελούδιο», πρώτο ποίημα της συλλογής, μας εισάγει σε μια μουσική σύνθεση. «Η κοινοκτημοσύνη της θάλασσας / έχει μια νότα αισιοδοξίας» σαν να μας λέει πως ο κόσμος, η πλάση είναι για όλους. Με αυτή την έννοια η «κοινοκτημοσύνη» μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα πράγματα. Όπως π.χ. στην επί γης ευτυχία. Εδώ όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα γιατί «Η ώρα είναι μια πόρτα ανοιχτή./ Δεν ξέρεις ποιον θα συναντήσεις, ποιος θα φύγει» κι αυτό το «δεν ξέρεις» υποδηλώνει τον κίνδυνο. Ο ποιητής βρίσκεται αντιμέτωπος με την αλήθεια που του «αποκαλύπτεται αργά», τότε που «δεν θα υπάρχει χώρος να κρυφτείς». Έτσι σιγά σιγά μπαίνουμε στο χώρο του δράματος που παίζεται στη ζωή του, στη ζωή του που τον πιέζει, τις δύσκολες νύχτες που γίνονται εφιάλτης, στους δρόμους με τις «απότομες κατηφοριές/ σε ανακόλουθες στροφές». Και εκεί που έχει πάρει την κάτω ψυχική βόλτα τα «άστρα / στην ιλύ του βυθού /και κάποια βότσαλα σαν πλήκτρα/ αναμνήσεις παιδικών τραγουδιών» δίνουν παρηγοριά ίσως και ελπίδα πως δεν πρέπει έτσι να τελειώνουν όλα. Ο στίχος του γίνεται «ιερογράφος του σύμπαντος/ ορατού κι αόρατου πόνου» και με την θρησκευτική του επικάλυψη αποκαλύπτει το βάθος του συναισθήματος και την προσφυγή στη θεία δύναμη για βοήθεια και προστασία. Ο τίτλος «Μη εισενέγκης» καθαρή παρακλητική προστακτική, ακούγεται σαν παράκληση, σαν να λέει δεν αντέχω. Ενώ, από το «ρύσαι του έρωτα/ στο αφίεμεν της επιστροφής/ στο κλεινόν σώμα/ Ανάβαση κατάβαση/ η σωτηρία έχει δρόμο ακόμα». Με ρήματα αντλημένα από την Κυριακή Προσευχή, με ικεσίες, με ενοχές χωρίς να είναι ένοχος, με τρικυμίες, η ζωή προχωράει: «Κλείνω τα μάτια /και εξομολογούμαι / πόσα όνειρα είχα για σένα / και τώρα έγινα αέρας στα χείλη σου».
Και φυσικά δεν ξεχνάει την ερωτική του καταγωγή. Ο ποιητής έζησε τον έρωτά του και τον κατέγραψε. Αυτός τον ενέπνευσε και τον απογείωσε για να ζήσει τώρα τα μαρτύρια, σαν να πληρώνει για το καλό που του έγινε. Ένας Φάουστ που ξεπουλήθηκε για τον έρωτα και πριν προλάβει να χορτάσει τον παράδεισο γνώρισε την κόλαση. Όμως νιώθει πως η αγάπη είναι το δικό του ταξίδι, εκεί βρίσκει σαν τον Δάντη τη Βεατρίκη του και τη σμιλεύει σαν γλύπτης με τα δάχτυλα, σαν ζωγράφος «από τα χείλη του πόθου φιλημένη». Ποια είναι εκείνη η «Ελένη» που στην ομορφιά της ξοδεύει τα ταλέντα του; Είναι προφανές πως ο ποιητής παίζει και στα δύο επίπεδα που δίνουν την αληθινή Ελένη, την γήινη, με το σαρκίο που του συμπαραστέκεται και υποφέρει, και την άλλη που σαν στίχος προβάλλει το είδωλό της. Ο Πυγμαλίωνας ποιητής σμιλεύοντας τη μία και φυλώντας την άλλη ζούσε στον παράδεισό του δεν είχε ανάγκη από τίποτα άλλο. Όμως, το μάτι το φθονερό καιροφυλακτούσε.
Το ποίημα «Στα όνειρά σου» είναι μια συγκλονιστική εξομολόγηση που θα μπορούσε να θεωρηθεί και νανούρισμα. Δεν μας διαφεύγει κι εκείνο το δημοτικό «εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει» που διαφαίνεται πίσω από τους στίχους του Πάσχου. Παρά τα όσα του συμβαίνουν δεν είναι βέβηλος. Παρά τον κυκλώνα που συγκλονίζει τη ζωή του, επιμένει σαν καλός χριστιανός, καλός άνθρωπος που επιμένει να πιστεύει στην αγάπη ως ίαμα για κάθε κακό: «Είμαι αισιόδοξος,/πιστεύω στο φως/που υπάρχει μέσα μας/ και στα κύματά του». Κι όπως τα κύματα έτσι και η διάθεση πάει κι έρχεται: «Κάναμε όνειρα πιο λευκά από ό,τι άντεχε η νύχτα,/ πιο μεγάλα από ό,τι ο ουρανός χωρούσε./ Έπεσαν με την πρώτη βροχή/ κι έμεινα αγκαλιά με όσα δεν ζήσαμε,/ για να έχω κάτι να περιμένω/ στο βάθος του αιώνα». Συγκλονιστικά επίσης είναι και τα ποιήματα «Γυναικεία υπόθεση», «Η σημαία των άστρων» όπου «Ένα τριαντάφυλλο θα φουσκώσει/ από την ορμή των χειλιών», «η Αποκάλυψη», «Μουσική», όπου «Το σώμα το τελειότερο μουσικό όργανο/ αντηχεί τον βουβό πόνο του βυθού… ενώ σπάει από τον θάνατο». Εδώ και ο Γιάννης Βαρβέρης με το Πιάνο βυθού, του δικού του ναυαγίου απόσπασμα: «Αυτές οι νότες/ που σας στέλνω με την άνωση /δεν έχουν πια κανένα μουσικό ενδιαφέρον».
Αλλά κι ένα άλλο πιάνο ακούγεται στο στίχο• είναι εκείνη η Romance από τον Κοντσέρτο του Ελύτη πάνω στο έργο του Μότσαρτ, «Πιάνο μακρινό υποχθόνιο/ Το κεφάλι μου ακουμπάει στον πόλο/ και τα χόρτα με κυριεύουν…». Οπότε, «Απ’ τον καιρό του ναυαγίου/που αργά μας σώριασε τους δυo/ως κάτω στον βυθό», ο ιδιωτικός παράδεισος του ποιητή μετατράπηκε σε κόλαση. Το φως που έλουζε το σπίτι του και την ψυχή του έγινε «φως οδυνηρό» που του αποκάλυψε και την άλλη πλευρά της ζωής, διότι δεν κάτεχε πως εκεί στην άκρα ευτυχία χτυπά ανάποδα η καμπάνα. Από την ενότητα «Σπαράγματα» η οποία περιλαμβάνει μικρά, λιτά, σπαρακτικά ποιητικά σχεδιάσματα, επιλέγω δύο: «Είσαι ένα μεγάλο φεγγάρι/ επιθυμίας/ χωρίς γωνίες να πιαστώ» και «Η σελήνη / όμορφο φρύδι ακονισμένο/με θερίζει».
Ο Θάνος Πάσχος με αυτή τη συλλογή αποδεικνύει τη μεγάλη λυρική-ελεγειακή του φλέβα. Και κάτι που πρέπει, οπωσδήποτε, να του αναγνωρίσουμε, είναι η δύναμη της ελπίδας που κρύβει μέσα του, η έλλειψη επιθετικής διαμαρτυρίας και η υπομονή που «κλει θησαυρούς κι εκείνη», όπως έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Willy Ronis.]